Από τη Ρωσία στην Ελλάδα και άγκυρα στους Αντίποδες

Οι τρεις πατρίδες της Κυριακής Τσαρσιταλίδη

Αντίκρισε το φως του ήλιου στη Ρωσία. Μετά την Α’ Γυμνασίου, η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Το 1954 παντρεμένη με το Γιώργο της και με τρεις γιους, μπάρκαραν στο Fairsea και την 1η του Σεπτέμβρη, το καράβι έριξε άγκυρα στο λιμάνι της Μελβούρνης.

Σήμερα 81 ετών, παρόλο που έχασε τον σύντροφο της ζωής της πριν έξι χρόνια, μακαρίζει τον εαυτό της για τη σωστή απόφαση και τα καλά που απολαμβάνει σε αυτή τη χώρα.

Πρόκειται για την κ. Κυριακή, γνωστότερη στον κύκλο της με το χαϊδευτικό Κίτσα Τσαρσιταλίδη, το γένος Ιωαννίδη, του Χαραλάμπους και της Ζηνοβίας.

Οι ρίζες της φτάνουν στον Πόντο, αφού ο παππούς της Γιάννης και ο πατέρας της, γεννήθηκαν στην Τουρκία. «Όταν τους κυνήγησαν, πήγαν στη Ρωσία. Απ’ όσα έχω ακούσει, φυλακίστηκαν και οι δυο. Ο παππούς μάλιστα πέθανε στη φυλακή. Όταν ο πατέρας αποφυλακίστηκε, άνοιξε φούρνο.

Εγώ γεννήθηκα το 1928. Περνούσαμε καλά, δεν μας έλειπε τίποτε. Πήγαμε και τα τρία παιδιά σχολείο. Έφθασα μέχρι την Α’ Γυμνασίου. Αν και μιλώ τα Ρώσικα, δυσκολεύομαι στο διάβασμα. Το 1939, σαν αποτέλεσμα της επικρατούσας τότε πολιτικής κατάστασης φαντάζομαι, ο πατέρας μάς πήγε άρον – άρον στην Ελλάδα», εξηγεί.

Πρώτος σταθμός τους ήταν η Σπάρτη. Θυμάται ότι «δεν ήταν και ο πιο καλός προορισμός, αφού ο πατέρας δεν είχε δουλειά», οπότε μαζέψανε τα λιγοστά υπάρχοντά τους και κατέληξαν σε μια φτωχογειτονιά στον Πειραιά.

ΣΤΗΝ ΚΑΤΩ ΚΑΛΛΙΝΙΚΗ

Θυμίζουμε ότι την συγκεκριμένη περίοδο, η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν απελπιστική. Ο πόλεμος φούντωνε και οι διαθέσεις της Γερμανίας άρχισαν να σκιάζουν σαν μαύρο σύννεφο το γαλανό ουρανό και της Ελλάδας. Σε λίγο η σύμμαχος της Ιταλία είχε περάσει τα σύνορά μας.

«Πείνα, μιζέρια, ανοχή και δυστυχία. Τα τρία κακά της εποχής. Και εμείς, έξι ψυχές – η οικογένεια μεγάλωσε με την γέννηση της αδελφής μου, υποφέραμε όπως κι όλος ο κόσμος. Η ζωή, έγινε ακόμα δυσκολότερη με την κατοχή και τον εμφύλιο που κατασπάραξε πόλεις και χωριά και βύθισε στο πένθος τόσες οικογένειες», θυμάται.

Έτσι στις αρχές του 1943, η οικογένεια μετανάστευσε προς βορρά. «Εκεί στη Νέα Καλλινίκη της Φλώρινας, ο πατέρας άνοιξε καφενείο και ας πούμε ότι τα φέρναμε βόλτα. Δυστυχώς, αντί να συνεχίσω το Γυμνάσιο, βοηθούσα στα χωράφια και στη βοσκή των ζώων. Τώρα που το σκέφτομαι θλίβομαι, αλλά…

Στα 16, μού προξένεψαν τον Γιώργο. Ήταν σιδεράς. Έπαιρνε πολλές δουλειές και από τα γύρω χωριά κι έκανε καλά χρήματα», προσθέτει.

Στην Ελλάδα γεννήθηκαν και τα τρία της παιδιά. Ο Νίκος, ο Παύλος και ο Κωνσταντίνος.

«Τότε, όλοι στο χωριό μιλούσαν για την Αυστραλία. Έλεγαν πως ήταν καλή χώρα και είχε πολλές δουλειές. Σιγά – σιγά το χωριό άδειαζε. Έτσι ένα καλό πρωί, φορτώσαμε κι εμείς το μπαούλο μας στο λεωφορείο και κατεβήκαμε στον Πειραιά.

Λυπάμαι που το λέω. Όμως τα δεκατέσσερα χρόνια που έμεινα στην Ελλάδα, ήταν τα πιο δύσκολα», θα πει.

ΜΠΟΝΕΓΚΙΛΑ

«Από το λιμάνι – το ξακουστό Πόρτ Μέλμπουρν, μας πήγαν με το τρένο στην Μπονεγκίλα. Εκεί γνωρίσαμε και τον κ. Ζαχαρία. Ήταν υπεύθυνος. Ο μάγειρας όμως ήταν Πόντιος… Δεν μπορώ να πω ότι ήταν ό, τι καλύτερο. Οι άνδρες, όταν άκουσαν πως θα τους πήγαιναν να κόβουν ζαχαροκάλαμο σε απομακρυσμένες περιοχές του Queensland – είχαμε ακούσει ότι ήταν γεμάτες από μεγάλα φίδια, το έσκασαν από τον καταυλισμό και με το τρένο έφθασαν στη Μελβούρνη».

Ευτυχώς, σε μια εβδομάδα και με τη βοήθεια συγχωριανών της, έφτασε μαζί με τα παιδιά της στον άνδρα της. «Μείναμε κάπου στο Brunswick Street. στο Fitzroy. Θυμάμαι τότε είχε πολλούς Φλωριναίους. Δεθήκαμε σαν μια μεγάλη οικογένεια. Νοικιάσαμε δυο δωμάτια. Μικρά φυσικά αλλά γεμάτα από αγάπη. Οι συγχωριανοί βοήθησαν το Γιώργο και βρήκε αμέσως δουλειά. Τότε, όπως ξέρετε, το μόνο που χρειαζόταν ήταν γερά μπράτσα και όρεξη», εκτιμά.

Και ενώ τα δυο μεγάλα παιδιά άρχισαν αμέσως σχολείο, εγώ έμενα στο σπίτι για να προσέχω το μικρό.

Αργότερα εργάστηκε στο υφαντήριο Foyers Gibson στο Collingwood όπου γρήγορα έγινε και εκπαιδεύτρια. Φωτίζεται το πρόσωπό της όταν μιλά για το πόστο της στο υφαντήριο και τον μεγάλο αριθμό των εργατριών που μαθήτευσαν κοντά της.

«Ήμασταν αγαπημένοι. Ο ένας βοηθούσε τον άλλον. Μη κοιτάτε τώρα. Τότε το αίσθημα της αλληλεγγύης ήταν πολύ αναπτυγμένο»…

Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΘΕΛΕΙ ΚΑΛΟΠΕΡΑΣΗ

Το ότι η φτώχεια θέλει καλοπέραση, η κ. Κίτσα το έκανε πράξη από τα νεανικά της χρόνια. «Τα Σαββατόβραδα μαζευόμασταν όλοι οι συχωριανοί σε ένα σπίτι και διασκεδάζαμε με τον τρόπο μας. Εγώ, «η Ρωσίδα», όχι να το παινευτώ, αλλά πετούσα στον αέρα στη καζιάσκα, το χορό των Κοζάκων. Και να το γέλιο και τα παλαμάκια. Μέχρι το πρωί. Φτωχικά χρόνια μεν αλλά γεμάτα αγάπη και ζεστές αναμνήσεις».

Εισπράττω ότι η κ. Τσαρσιταλίδη, έζησε μια γεμάτη ζωή. «Ο Θεός μου χάρισε έναν υπέροχο σύζυγο. Ζήσαμε 60 χρόνια μαζί. Έχω τις καλύτερες αναμνήσεις. Δυστυχώς έφυγε για το μεγάλο ταξίδι πριν έξι χρόνια».

Όσο για τις τρεις πατρίδες που γνώρισε, έντεκα χρόνια στη Ρωσία, δεκατέσσερα στην Ελλάδα και τα υπόλοιπα εδώ, θεωρεί ότι οι συνθήκες ζωής, την έκαναν πιο δυνατή. Ωστόσο δηλώνει με ένα πλατύ χαμόγελο, ότι η Αυστραλία είναι η χώρα που την κέρδισε.

Η κ. Κίτσα, σπάνια κεντήτρια και πλέκτρια, περνά τον ελεύθερο χρόνο κεντώντας και πλέκοντας και ακούγοντας ελληνική μουσική. Το βράδυ χάρις στην καλωδιακή τηλεόραση – παρακολουθεί οπωσδήποτε την «Λάμψη» απολαμβάνει τις άλλες σειρές και μετά, πότε ταξιδεύει νοερά στους τόπους που γνώρισε και πότε γυροφέρνει στις δικές μας γειτονιές, εκεί κοντά που ζουν τα παιδιά της.

Της ευχόμαστε υγεία, να χαίρεται τα εγγόνια και τα δισέγγονά της και έτη πολλά!