Είναι γεγονός αναμφισβήτητο, ότι η καινούργια τεχνολογία έχει συμβάλει ποικιλοτρόπως σε όσους ασχολούνται με το γράψιμο και όχι μόνο.
Δημοσιογράφοι, συγγραφείς, ερευνητές, ιστορικοί, φοιτητές και πολλοί άλλοι που έχουν την άνεση να καταφύγουν, να διεισδύσουν στον πλούσιο κόσμο της πληροφορικής, βρίσκονται ξαφνικά σ’ ένα κόσμο μαγικό και έτοιμο να προσφέρει, σχεδόν, ότι του ζητήσεις.
Ανάφερα παραπάνω πως συμβάλει ποικιλοτρόπως και το εννοώ, γιατί προσωπικά πιστεύω πως όλες αυτές οι ευκολίες, οι ανέσεις έχουν και την αρνητική τους πλευρά με την απλοποίηση και με την προσφορά του.. «βρεμένου παξιμαδιού», κάπου σταματάει ο αγώνας και κάπου… κόβει το… αυγολέμονο.
Θυμάμαι κάποιον που περιέγραφε τον πόλεμο του Βιετνάμ κατά τέτοιο τρόπο που διαβάζοντας τα κείμενά του, πίστευες πως είχε ηγηθεί ο ίδιος των μαχών, ότι το κορμί του θα ήταν γεμάτο σημάδια από τα τραύματα και το στήθος του από.. παράσημα.
Απ’ ό,τι διαπιστώθηκε την περίοδο του άγριου αυτού πολέμου δεν ήταν ούτε στην… τσέπη του μπαμπά του και ότι έγραψε το βρήκε στις σελίδες επί σελίδων που άνοιξε, της καβάλησε όπως το μαγικό χαλί και τον πήγαν στις υπόγειες στοές του Βιετνάμ να πολεμήσει στήθος με στήθος με τους Βιετκόνγκ.
Είναι πολλά που ήθελα να σας πω σχετικά με τις ιστοσελίδες το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και τον… μαγικό κόσμο των ηλεκτρονικών υπολογιστών, αλλά δεν το τολμώ.
Δεν το τολμώ πρώτον γιατί δεν θεωρούμαι από τα… σαΐνια του είδους και δεύτερον διότι κάθε ημέρα ανακαλύπτω, πως πολλοί από τους αναγνώστες μας είναι τόσο προχωρημένοι και κατατοπισμένοι στον τομέα αυτόν, που μπροστά τους μοιάζω σαν μαθητής της πρώτης του νηπιαγωγείου.
Τα είπα όλα τούτα τα παραπάνω, τα φλύαρα, γιατί πολλές φορές λαβαίνω κάποιο ενδιαφέρον κείμενο, με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και είμαι έτοιμος να γράψω και να σας το παρουσιάσω, να το σχολιάσω, να πω τις απόψεις μου επί του θέματος και να το «κουβεντιάσουμε».
Σταματώ με τη σκέψη πως ορισμένοι θα το έχουν μάθει, θα το έχουν διαβάσει, το ξέρουν, άστο, βρες… κάτι άλλο και γράψε.
Σήμερα θα σχολιάσω, με επιφύλαξη, ένα ηλεκτρονικό σημείωμα που έλαβα πρόσφατα και το οποίο έχει αποστολέα, πρώην συμπάροικο, που ζει χρόνια στην Ελλάδα και η οποία και το έστειλε σε ορισμένους φίλους της στην Αυστραλία. Εμένα μου το έστειλε η Τίνα Κατσούλη, κόρη του φίλου Δημήτρη Κατσούλη η οποία κάποτε είχε εργαστεί στην εφημερίδα και μας γνωρίζει όλους (τους παλιούς).
Σχολιάζει το θέμα της Πανδημίας της Γρίπης, το οποίο και μετονομάζει σε «Πανδημία κέρδους». Σας μεταφέρω μερικά αποσπάσματα:
«Κάθε χρόνο παγκοσμίως πεθαίνουν δύο εκατομμύρια άνθρωποι από μαλάρια, κάτι το οποίο θα μπορούσε να αποφευχθεί με μια κουνουπιέρα.
Οι δημοσιογράφοι δεν λένε τίποτα γι’ αυτό. Κάθε χρόνο παγκοσμίως πεθαίνουν δύο εκατομμύρια παιδιά από διάρροια, κάτι το οποίο θα μπορούσε να αποφευχθεί με ένα σιρόπι των 25 σέντς. Και οι δημοσιογράφοι δεν λένε τίποτα γι’ αυτό. Ιλαρά, πνευμονία, ασθένειες θεραπεύσιμες με φθηνά εμβόλια είναι υπεύθυνες για το θάνατο δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων παγκοσμίως κάθε χρόνο… και οι δημοσιογράφοι δεν λένε τίποτα γι’ αυτό….»
Στη συνέχεια το, κατά πάσα πιθανότητα, κυκλοφορούν ανά τον κόσμο κείμενο, σε πολλές γλώσσες, κάνει υπαινιγμούς για την έκταση που έδωσαν οι δημοσιογράφοι, αρχικά στη γρίπη των πουλερικών και στην συνέχεια στην γρίπη των χοίρων, παίζοντας το παιχνίδι των μεγάλων φαρμακευτικών εταιριών και εξυπηρετώντας συμφέροντα πολιτικών προσώπων της κυβέρνησης Μπους.
Το σχετικό κείμενο προβληματίζει τον αναγνώστη και δημιουργεί όντως ερωτηματικά. Πολλές φορές βέβαια του είδους αυτού τα κείμενα, κυρίως όσα δεν αναφέρουν το όνομα του συντάκτη τους, εξυπηρετούν ορισμένες σκοπιμότητες. Είναι όμως γεγονός αναμφισβήτητο ότι ειδικά σε αυτή την γρίπη των χοίρων, γνωστή και ως Η1Ν1, διακρίνει κανείς μια κάποια τάση υπερβολής στην όλη εξέλιξή, στις προφυλάξεις και στον χαρακτηρισμό της σε… Πανδημία.
Και τώρα κάτι πιο ευχάριστο. Και αυτό μου ήλθε με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και μου το έστειλε η καλή φίλη και πρώην συνάδελφος Βούλα Καρυδάκη. Όσοι από εσάς δεν το έχετε ήδη διαβάσει, θα το βρείτε αρκετά σύγχρονο και διασκεδαστικό.
«Το κατοστάρικο που μας έσωσε»
«Σ’ ένα χωριό που ζει από τον τουρισμό λόγω της κρίσης τα πάντα έχουν νεκρωθεί. Για να επιβιώσουν οι κάτοικοι, ο ένας δανείζεται από τον άλλο.
Ο καιρός περνά μέσα σ’ αυτή τη θλιβερή ατμόσφαιρα ώσπου μια μέρα… έρχεται ένας τουρίστας και ζητάει ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο του χωριού. Ο ξενοδόχος του λεει την τιμή και εκείνος προπληρώνει με ένα χαρτονόμισμα των 100 Ευρώ. Πριν ακόμη ο ξένος να ανέβει στο δωμάτιο του, ο ξενοδόχος παίρνει το χαρτονόμισμα και το πηγαίνει στον χασάπη στον οποίο χρωστάει ακριβώς 100 Ευρώ. Ο χασάπης παίρνει το χαρτονόμισμα και τρέχει να το δώσει στον κτηνοτρόφο που τον εφοδιάζει με κρέας.
Ο κτηνοτρόφος παίρνει το χαρτονόμισμα και πηγαίνει να το δώσει στην πόρνη του χωριού που του είχε προσφέρει, με πίστωση, κάποιες ωραίες, τρυφερές, πολύ τρυφερές, ώρες. Εκείνη με τη σειρά της τρέχει και το δίνει στον ξενοδόχο που του χρωστάει μερικές βραδιές που χρησιμοποίησε τα δωμάτια του ξενοδοχείου με τους πελάτες της. Όπως άφηνε το χαρτονόμισμα στη ρεσεψιόν, ο τουρίστας που μόλις κατέβηκε από το δωμάτιο λέγοντας στον ξενοδόχο ότι δεν του αρέσει και άλλαξε γνώμη, αρπάζει το χαρτονόμισμα και φεύγει. Τελικά τίποτα δεν ξοδεύτηκε, κανείς δεν έχασε κανείς δεν κέρδισε και τα χρέη ξεχρεώθηκαν. Μήπως κάπως έτσι θα μπορούσαμε να βγούμε κι’ εμείς από την κρίση;»
Κωστής Παϊβανάς