Έξω Αγιά, μέσα λιμάνι, «κλέφτες κι αστυνόμοι»

Αρχές Μάη 2009, Σάββατο, καιρός αίθριος πρωτοκαλοκαιρινός, τα πάντα πράσινα και λουλουδιασμένα χάρις στη θέληση και ευσπλαχνία των δυνάμεων που δεν ελέγχει το κυρίαρχο υπεροπτικό ον του μικρού μας κόσμου.

Παραέξω από την Έξω Αγιά, προάστιο της Πάτρας προς το Ρίο, στους δρόμους εδώ κι εκεί ξένοι, πιθανώς Αφγανοί, φυλής όμως με ευδιάκριτα ασιατικά χαρακτηριστικά, μελαψοί, λιπόσαρκοι και μετρίου αναστήματος οι περισσότεροι, περπατούν προς όλες τις κατευθύνσεις συνήθως σε ομάδες των δύο ως πέντε ατόμων αλλά και μεμονωμένοι, σε λεωφόρους, δρόμους και παράδρομους, παραλίες και οικόπεδα.

Στη βεράντα του διώροφου τρώμε το μεσημεριανό όταν ακούμε φωνές και μαρσαρίσματα μοτοσυκλέτας. Τι συμβαίνει ρε παιδιά; Ποιοι και γιατί οχλαγωγούν; Πέρα απ’ τον ακάλυπτο και τις πρασιές του διπλανού οικοπέδου βλέπουμε καμιά ντουζίνα και βάλε λαθραίους, άλλους να παραμερίζουν κι άλλους να τρέχουν πάνω-κάτω. Ο μοτοσικλετιστής της αστυνομίας προσπαθεί να τους απωθήσει φωναζομαρσάροντας. Από τι και προς τα πού, άγνωστο και ακατανόητο. Όπως άγνωστο για μας και το τι καταλαβαίνουν και τι εισπράττουν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, που αντιδρούν και κάπως. Άλλοι σαν σκιαγμένοι και άλλοι σαν πολύ κουλ. Έχει τάχατες σχέση με αυτό που λέμε ψαρωμένοι και ξεψάρωτοι; Ένας Θεός ξέρει.

Όλοι οι πρωταγωνιστές του πλάνου εξαφανίζονται πάραυτα και ακούγονται απομακρυνόμενες πια, φωνές και φοβέρας μαρσαρίσματα, βουούουμμ βουούουμμ!

Ξαναγυρίζουμε στα καθ’ ημάς χωρίς να μπορέσουμε να αρθρώσουμε κάτι άξιο λόγου σχετικό με ό,τι προηγήθηκε. Απλά ψελλίζουμε διάφορα. Τι να πρωτοσχολιάσεις εξάλλου στα σοβαρά; Και το φαΐ ήταν ωραίο και σπιτικό, μαγειρευτό.

Αλλά φευ! Μέσα από τα κάγκελα της βεράντας στο άλλο οικόπεδο εξ ευωνύμων, το μάτι πιάνει κίνηση. Δυο λάθροι νεαροί κάνουν πουλς απς στο γρασίδι καλυμμένοι απ’ τη μεριά του δρόμου πίσω απ’ ένα μηχανικό εξάρτημα ελαιοτριβείου κι ένα εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο. Ενίοτε σηκώνουν το κεφάλι σαν περισκόπιο για να ελέγξουν τα πέριξ. Μας είδαν δεν μας είδαν, δεν τους απασχολούμε.

Η μοτοσικλέτα της αστυνομίας εμφανίζεται στον δρόμο κινούμενη αργά. Ο αναβάτης της σαρώνει με το βλέμμα ένα γύρο, αλλά ακόμη δεν έχει εκπαιδευτεί να διαπερνά τις λαμαρίνες και φεύγει. Σε δυο λεπτά έφυγε και το «θήραμα». Σε τρία λεπτά ξαναπιάνουμε τα μαχαιροπήρουνα. Μας το τσατάλιασαν ελαφρώς το γεύμα, αλλά αυτό δεν στάθηκε εμπόδιο να του δώσουμε να καταλάβει.

Τι πιο ωραίο μετά το φαγητό για τη χώνεψη, ένας καλός περίπατος. Για την ακρίβεια ως την παραλία εποχούμενοι και στα τελειώματα με ίδια μέσα. Κανονικά κι ελληνικά δηλαδή. Η παραλία μεγάλη φαρδιά με το βότσαλο ως τον φλοίσβο. Απέναντι δεξιά η γέφυρα και αριστερά τα βουνά της Αιτωλίας. Από αέρος θα πρέπει να είναι πολύ «γκλέτρα» που έλεγε και ο μικρότερος της παρέας ως νήπιο. Εκ του σύνεγγυς θαυμάζεις και όλα τα ντεσού. Μεταξύ αυτών τα απαραίτητα σκουπιδάκια – όχι πολλά ευτυχώς είν’ η αλήθεια – κάτι ψιλομπάζα, διάφορα ξεχαρβαλώματα πέριξ της φρεσκοβαμμένης αλλά κλειστής καντίνας -γλιτώσαμε και τις θερμίδες του παγωτού προς το παρόν- μια πρώην ντουζιέρα, σκουριασμένα σίδερα στη σκαλωσιά των κερκίδων του μπιτς βόλεϊ και τις απαραίτητα ξεσκισμένες σημαίες Ελλάδος και μια αγνώστου ταυτότητος να περιμένουν ως υπομονετικοί συνταξιούχοι σε προθάλαμο ιατρείου, να φυσήξει μπας και της πάρει κάνα αρμόδιο μάτι και τις αποστρατεύσει.

Το κατακαλόκαιρο, εδώ πρέπει να ’ναι πήχτρα. Τώρα οι άνθρωποι μετρημένοι, τούφες τούφες. Άλλοι σε παρέες, άλλοι οικογενειακώς, ζευγάρια αλλά και μοναχικοί, όπως η δεσποινίς που στρώνεται κάτω, καλή περίπτωση για επίδοξο καμάκι.

Ενόσω ο γυμνασιόπαις νεαρός μας σουλατσάρει πέρα δώθε ονειροπολών και σιγοτραγουδώντας ως συνήθως, ο μικρός – πρωτάκι – ανακάλυψε λάστιχο που καταλήγει σε βρύση και αμέσως βάλθηκε εργολαβικώς να δοκιμάζει αν θα γεμίσει μια κάποια τρύπα με νερό. Για να το κάνει πιο ενδιαφέρον έχωσε και ένα ξύλο στο στόμιο του λάστιχου. Για να αποφύγουμε το ντουζ, τον αποθάρρυνα, ως συνήθως.

Παρ’ όλο το μικρό πλήθος, ανθρωπολογικώς η παραλία φαίνεται να είναι πολυσυλλεκτική. Ιθαγενείς και αλλογενείς, μαυριδεροί και ξέξασπροι, ευτραφείς και ξερακιανοί, μόνιμοι και περαστικοί, νόμιμοι και παράνομοι, ωραίοι και μοιραίοι. Τα πάντα όλα.

Σε ένα μικτό επί τούτου ή κατά σύμπτωση γκρουπ που μπαίνει στο νερό, άσπρων, κάτασπρων και ημίλευκων απ’ όπου ακούγονται ανάμικτα ελληνικά, κάποια σλάβικη και αγγλικά, κάποιος ημίλευκος μετά από μια τσιρίδα, αναφωνεί «Oh my God its’ too cold!». Ποιος Θεός και πόσο κρύο, ελέγχεται.

Σε ένα λοφάκι της παραλίας, για ομορφιά ανεβάσανε μια παλιά βάρκα, την ματαβάψανε, βάψανε και τις πέτρες ολόγυρα μπλε, κίτρινες, άσπρες. Πίσω απ’ τη βάρκα ομάς λιαζόμενων λαθραίων καλύπτεται επαρκώς. Ωραίο πλάνο σκέφτηκα, με τη γέφυρα στο βάθος και τα αγόρια εκατέρωθεν. Τους κάνω νόημα να πλησιάσουν, αλλά μέχρι να πάρουν τα πόδια τους, τύπος τις, της συνομοταξίας αλλογενής, μαυριδερός, ξερακιανός, περαστικός (;), παράνομος (μάλλον χωρίς 😉 και μοιραίος, με αργό και σταθερό βήμα πάει πίσω από τη βάρκα και με εξίσου αργές και σταθερές κινήσεις, εναποθέτει επ’ αυτής ατάκτως τα κάτωθι: υποκάμισο μπεζ-λαδί εν, φανέλα αθλητική πρώην λευκή μία, πανταλόνιον μετά ζώνης, τζιν ή κάτι τέτοιο εν, ζεύγος υποδημάτων αβέβαιου τύπου εν και κάτι ακόμη στο κόκκινο που δυστυχώς δεν κατεγράφη. Το πλάνο έγινε αεροπλάνο, έφυγε και πάει. Αυτή ήταν η πρώτη επιπόλαια ομολογουμένως σκέψη. Πλην όμως μια δευτερότερη και ωριμότερη, είπε «perché no?». Τα άπλυτα στη φωτό δεν φαίνονται άπλυτα. Λίγο πιο πολύ χρώμα και ρεαλιστικότερη στο κάτω-κάτω. Ούτως και έγινε.

Το απόγευμα οδεύουμε παραλιακώς προς το κέντρο. Στα αριστερά μας, όπου χάλασμα και τελεσιδίκως ημιτελής οικοδομή, άπαντα σχεδόν διακοσμημένα με μπουγάδες σε συρματόσχοινα και φράχτες, ποικιλίες πλαστικών καθισμάτων και αυτοσχέδιων επίπλων, θυρών και παραθύρων. Ξενοδοχεία χωρίς χρέωση, δέκατης έβδομης επιεικώς κατηγορίας τον χειμώνα, ενδέκατης το καλοκαίρι που φέρνει λίγο προς το μπανγκαλόου και έχει και αυτόματη θέρμανση. Συνθήκες ανθυγιεινής άριστες. Το λόμπυ του ξενοδοχείου όλη η περιοχή.

Στα δεξιά μας η είσοδος του Κορινθιακού. Εδώ κι εκεί καραβάκια, βάρκες και ιστιοφόρα, στο βάθος κάπου πίσω απ’ τα βουνά κείτεται το ηρωικό Μεσολόγγι, ο ήλιος σχολάει σιγά-σιγά προς δυσμάς κατά το συνήθειό του, το κυματάκι λικνίζεται σε στυλ «σουέλ» που λεν κι οι ναυτικοί – και το ’μαθε και σε μας το ομώνυμο εξαιρετικό μυθιστόρημα – όλα γραφικά και ειδυλλιακά . Η παραλία διαμορφωμένη σε πολλά σημεία με παρκάκια, δρομάκια, δενδράκια, παρτεράκια, παγκάκια, αγαλματάκια. Αυτά όλα για μας από Θεό κι ανθρώπους.

Η ελεύθερη και δημοκρατική όμως έκφραση (τρομάρα μας) δεν θέλει περιορισμούς και προκαταλήψεις, ούτε αισθητικές μεμψιμοιρίες. Γι’ αυτό την τελική πινελιά του κοντινού και απτού τουλάχιστον τοπίου την έδωσαν οι ίδιοι οι πολίτες (σικ), τόσο οι εντός όσο κι οι εκτός που βρίσκονται εντός. Φανοί χωρίς φανάρια, καλάθια με λίγα σκουπίδια, τα πολλά μέσα στο τεχνητό ποταμάκι, τοιχία και γλυπτά φιλοτεχνομουτζουρωμένα όπως αγαπάει ο καθένας. Όπου μπορούμε γράφουμε (το ρήμα κατ’ ευφημισμόν), και όπως μπορούμε ξαναγράφουμε (το ρήμα στην κυριολεξία) όλους τους λοιπούς στα παλαιά ημών υποδήματα. Αναβαθμίζουμε «ταξικά» και υποβαθμίζουμε κατά τα λοιπά, αυτό που συνήθως χρησιμοποιούμε ή και απολαμβάνουμε όλοι μας, γιατί έτσι επιτάσσει η αντίσταση και η πάλη στην καταπίεση της παλιοκοινωνίας των αφεντικών και δη των εντοπίων (τα ξένα αφεντικά είναι πιο γλυκά). Μοναδικός συνδυασμός ματαιοδοξίας, ασυδοσίας, σπατάλης, αυθαιρεσίας, αστοχίας και ακαλαισθησίας τουλάχιστον. Α! ναι και βλακείας στα σίγουρα, σάβουαρ που λέει και η πιάτσα.

Οι λάθροι συνεισφέρουν το κατά δύναμην. Γραφές του τύπου ضتجشفف (ελπίζω να μην σημαίνει τίποτα αυτό και σέρνομαι αχρεωστίτως για περιύβριση ιερών και οσίων!) σχεδόν παντού, ακόμη και στα βράχια όπου το μόνο που καταλαβαίνεις είναι ένα «2008» και στον διπλανό βράχο μια μεγάλη κόκκινη ημισέληνος γύρω από ένα κόκκινο άστρο, αμ’ πώς! Και παρέκει σε ένα τοιχίο παρτεριού εκτός από τα σχετικά ضتجشفف  , «No border, no nation» στα αγγλικά και λίγο παραδίπλα ζωγραφισμένο το ανάγλυφο του Αφγανιστάν με όλα του τα borders και για να μην υπάρξει αμφιβολία την επιγραφή «Afghanistan is too good». Αφού είναι έτσι, τ’ αφήνουνε ρε παιδιά το μέρος, για νά ’ρθουνε σε ένα κατά τεκμήριο no so good; Ανάμικτα αισθήματα.

Παρκάρουμε ημιπαράνομα, αλλά ασφαλώς πριν το λιμάνι στην προστατευόμενη από τους λάθρους, και προορισμένη για τους πολίτες κατηγορίας «Σέγκεν» περιοχή, όπου μπορείς να φας το καϊμάκι σου και να πιεις την φραπεδιά σου χαζεύοντας το ηλιοβασίλεμα σε οικείο και φιλικό περιβάλλον. Όλα καλά όλα ανθηρά!

Οδεύουμε πεζή προς το κέντρο όπως χαλαρώσουμε, χτυπώντας παράλληλα και κανέναν ουζομεζέ. Τα γνωστά τεμέτερα δηλαδή. Περνάμε μπροστά από τον καινούριο σταθμό του λιμανιού, καλός και σύγχρονος φαίνεται. Απέναντι απ’ την άλλη μεριά του δρόμου στο υψωματάκι και κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών, διμοιρίες λαθραίων ατενίζουν νοσταλγικά ένα πλάνο μπρος από το ηλιοβασίλεμα τα καράβια για Ιτάλια. Και από κει ποιος ξέρει, αν ο Αλλάχ σταθεί μεγαλόθυμος Λόνδρα, Παρίσι, Μπερλίν, Βουδαπέστη, Βιέννη κι άλλες Σειρήνες της διεφθαρμένης και χορτάτης Δύσης των «απίστων».

Στο κέντρο η πλατεία ήταν γεμάτη. Καφετέριες σουβλατζίδικα ένα γύρο και στη μέση «πολιτισμός». Συναυλία είδους μουσικής κατάλληλης για διάτρηση τυμπάνων (τα ίδια μας έλεγαν κι εμάς όταν ήμασταν πιτσιρικάδες). Προσπαθούμε να την ακούσουμε με συμπάθεια, αλλά αρνείται να μας προκύψει. Πάντως παίζουν ό,τι παίζουν φιλότιμα. Χτυπιούνται, άδουν και σκούζουν όπως επιβάλλουν οι περιστάσεις. Εννοείται τα ηχεία στην διαπασών. Το ακροατήριο πανσπερμία , συμπάσχει είτε άναυδο (και κουφαμένο) είτε με κάποιες σποραδικές ταλαντώσεις κορμών και άκρων. Η τσάμπα «ψυχαγωγία» προσέλκυσε και ομάδες λαθροτουριστών, αλλά που να καταλάβει και ο κάθε αυτόκλητος μέτοικος από υψηλή ευρωπαϊκή κουλτούρα. Περισσότερο έμοιαζε να βλέπουν παρά ν’ ακούν. Γενικά κλίμα Βορείου θαλάσσης και άνω.

«Όπου γάμος και χαρά η Βασίλω πρώτη». Κοντά στον πολιτισμό και η πολιτικοποίηση.

Νέου τύπου, σύγχρονου. Ανοικτών οριζόντων, αποκλίσεων και συνόρων. Αφίσες, φυλλάδια και πανό αμέσως ή εμμέσως πλην σαφώς του τύπου, για τον κακόν μας τον καιρό πταίει τελικώς το γεγονός ό,τι είμεθα αυτοί που είμεθα ήτοι, στραβοί κουτσοί κι ανάποδοι και μάλιστα από αρχαιοτάτων. Κολλημένοι με πράγματα καθόλου «in» και καθόλου «life style», δεν εννοούμε να παραιτηθούμε π.χ. από το μισό τουλάχιστον Αιγαίο και ολόκληρη την Ματσεντονίγια του Εγκέ, να δεχθούμε η Cyprus να μετονομασθεί σε Cyprusbanania, εξακολουθούμε προκλητικά να κάνουμε το σταυρό μας και να ανάβουμε κεράκια, μερικοί χορεύουν ακόμη δημοτικά και κρατάν κάτι παλιατζουρίες που τις λεν κειμήλια, ενίοτε ψωνίζουμε κακώς (πολύ κακώς) και εγχώρια προϊόντα υπονομεύοντας ενσυνείδητα τις θέσεις εργασίας εις την αλλοδαπήν, καπνίζουμε μανιωδώς αντί να στραφούμε σε εναλλακτικές πρέζες, κάνουμε ακόμη σα λυσσασμένοι οι περισσότεροι για το αντίθετο φύλλο, βλέπουμε ξένο και απρόσκλητο άνθρωπο μέσ’ το σπίτι μας και παθαίνουμε ακατανόητη φοβία, τα πιάνουμε όπου κι όπως μπορούμε (εδώ δεν έχουν και πολύ άδικο), τέλος πάντων είμεθα ξεροκέφαλοι και καθ’ όλα αξιόμεμπτοι, ειδικότερα απέναντι στους απροστάτευτους (να λείπουν τα μειδιάματα) και πτωχούς πλην τίμιους γείτονές μας και όλους αυτούς που έρχονται να μείνουνε κοντά μας, γιατί μας αγαπούν.

Για φασίστες και ρατσίστες δεν το συζητάμε, έχουμε το copyright. Το ξεκόψαμε σε όλους αυτό και δεν το διαπραγματευόμαστε. Όπως επίσης το ό,τι ανήκουμε σε σκληρό πυρήνα της Ε.Ε. limited. Επιτέλους να κάποιες θέσεις σθεναρές και αμετακίνητες.

Βεβαίως, βεβαίως του Θεμιστοκλέους. Καλά, ο Γαλαξίας έχει τόσους πλανήτες, εδώ βρέθηκε να συσσωρευτεί τόσος στόκος; Και πάλι;

Ευτυχώς όλα αυτά ξεπεράστηκαν στο καταπληκτικό ουζομεζεδοπωλείο που δεν ήπιαμε ούζο αλλά μπύρες. Και πίνε μπύρες, πίνε μπύρες, ξαναγίναμε αισιόδοξοι και ωραίοι ως Έλληνες, διότι πολύ εξωτική, βρε παιδάκι μου, αυτή η Πάτρα. Δεν λέω και η Αθήνα είναι, αλλά αν αποφεύγεις τα λεωφορεία, τα τρένα, την Ομόνοια, την Κουμουνδούρου, το Μεταξουργείο, το Γκάζι, την πλατεία Βάθης, τον Κολωνό, τα Κάτω Πατήσια, την Κυψέλη, το Παγκράτι και τους Αμπελόκηπους και γενικότερα το κέντρο της πόλης με εξαίρεση Βουλή – Σύνταγμα – Μαξίμου – Κολωνάκι και τρακόσα μέτρα εκατέρωθεν, σε όλες τις άλλες περιοχές είμαστε πλειοψηφία.

Και ήρθε η ώρα της επιστροφής, όπως ανελλιπώς έρχεται όταν περνάς καλά, και πήραμε την άγουσα για το αυτοκίνητο. Περάσαμε τον πεζόδρομο όπου όλως ο καλός ο κόσμος εξακολουθούσε φραπεδιαζόμενος να χαριεντίζεται και να αλληλοχαλβαδιάζεται σε συχνότητες εικονικής πραγματικότητας, διασχίσαμε δρόμους, πεζοδρόμια και πάρκα και νάμαστε βαδίζοντες στο πεζοδρόμιο δίπλα στη μάντρα του λιμανιού, η οποία ειρήσθω εν παρόδω έφερε πλήρη εξάρτηση οχυρωματικής προστασίας, αποτελουμένης από κάγκελον μασίφ «ευρωπαϊκό» και αψηλό, ενίοτε μετά συρματοπλέγματος σχετικώς ανοξειδώτου και εις την κορφήν ελικοειδές (σπιράλ που λέμε καλέ) συρματόπλεγμα με αγκάθια κοφτερά και φοβερά. Άντε να το υπερπηδήσεις!

Και όμως, υπερπηδιότανε κατά κόρον. Αν το κάνανε Ολυμπιακό άθλημα, τα αποτελέσματα θα ήταν 99,9% τα ακόλουθα: Χρυσούν μετάλλιο Αφγανιστάν, αργυρούν μετάλλιο Βελουχιστάν, χαλκούν μετάλλιο Παστούν Ιστάν και χρυσούν ωρολόγιον μετ’ επαίνων Λιμενιστάν και Αστυνομιστάν του Ελληνιστάν. Α! και οι τρεις πρώτοι θα κέρδιζαν εισιτήριο άνευ επιστροφής στην Εσπερία, ενώ οι ημέτεροι εισιτήρια πολλαπλών διαδρομών (για να τους ταλαιπωρούν) για παρηγορητικά λουτρά και τα σχετικά σπα, στις υποβαθμισμένες Μαλδίβες ή Μπαχάμες ή Τρινιντάντ και Τομπάγκο εναλλακτικά. Οι περισσότεροι θα προτιμούσαν πιστεύω το τελευταίο που είναι και διπλό και λογικά θα έχει και φθηνότερο ταμπάκο.

Οι σιλουέτες και οι σκιές κοντά στις γραμμές απέναντι απ’ τον δρόμο ήταν σε εγρήγορση. Κάποιοι έρχονταν μέχρι τα κάγκελα και κοιτούσαν μέσα στο χώρο του λιμανιού. Κάνα δυο πήρε το μάτι μέσα, να πηγαίνουν τοίχο-τοίχο στα κουβούκλια των εργατών. Κοιτάμε πίσω μπρος, δεξιά κι αριστερά. Τα παιδιά κοιτάν με έκδηλη απορία. Στα πενήντα μέτρα και σε μια γωνιά που κάνει η μάντρα κινούνται τρεις. Ο ένας γύρω στα τριάντα, τύπος μελαχρινός πρώτο μπόι, ξένος κι αυτός, δίνει οδηγίες και παραγγέλματα σε δύο λιγνούς νεαρούς. Σπαστά αγγλικά ανάμικτα με ελληνικές λέξεις. «Go now. Gooo gooo. Now. Από δω ρε. Τώρα. Now. OK, OK. Άντε. No, no. Here come come». Για πότε ο ένας γραπώθηκε από τα κάγκελα και βρέθηκε στην κορυφή ούτε που το καταλάβαμε. Το κατέβασμα κομματάκι δυσκολότερο, όχι χωρίς κάποιες αβαρίες. Ο άλλος το πάλευε, ο ινστρούχτορας επίσης. Μας είδε που κοιτούσαμε σαν χαζοί (το οποίο πάει κάλλιστα και χωρίς το σαν) και λέει ψιλοαπολογητικά. «Αυτό όχι λεφτά, τέλει πάει Ιτάλια mister. Αυτό όχι έλληνα, όχι ντιαβατήριο,. Αυτό Ιτάλια. No passport you see. You passport, me no».

«Me, you, him, her, no passport no pasaran», το πρώτο που ήρθε στο μυαλό. Σήκωσα τους ώμους μη έχοντας κάτι καταλληλότερο να κάνω ή να πω.

Την σκέψη που είχα κάνει να τραβήξω καμιά «αναμνηστική» την εγκατέλειψα αυθωρί, εξάλλου τι θα έλεγα όταν θα με κοίταγαν «μην ενοχλείστε κάντε τη δουλειά σας»; Καλώς ή κακώς ντράπηκα. Τα παιδιά με κοίταγαν σαν να περίμεναν κάτι να πω. Άντε εξήγα.

No comments guys, no comments. Μπάρμπας είμαι, δεν είμαι εκπρόσωπος τύπου. Συνεχίζουμε κοιτώντας που και που τις σκιές πίσω μας. Στα εκατό μέτρα περνάμε μπροστά από την πύλη επτά. Τι πύλη, πυλάρα δηλαδή. Εδώ φρουρός, εκεί φρουρός, που είναι ο φρουρός; Αυτό θα με φάει στη ζωή μου, τα ερωτηματικά.

Την επαύριο, ημέρα Κυριακή και χαρά Θεού (και Αλλάχ και Βούδα και Γιαχβέ και Κομφούκιου και Ζαρατούστρα και του Θεού των Κουακέρων τουλάχιστον), μετά από το προσκύνημα (σα δε ντρεπόμαστε οι οσφυοκάμπτες) στον Άγιο Αντρέα, περιοχή εισέτι στα χέρια των ιθαγενών και πριν πάμε στις εγκαταστάσεις γνωστής παλιάς πατρινής οινοποιίας, είπαμε να οδηγήσουμε παραλιακώς προς τα νότια της πόλης.

Επικράτεια άλλων αλλοδαπών αυτή. Ενώ βόρεια φαίνεται να ανήκαν στην ευρύτερη για τους Έλληνες κατηγορία «Πακιστανοί», εδώ φαίνεται να ανήκουν σε άλλη ευρύτερη κατηγορία, αυτή των «Μαύρων». Αφρικανοί διάφοροι να κάθονται ανακούρκουδα – έτσι όπως καθόμαστε εμείς στις «μεγάλες μας ανάγκες» εις τας εξοχάς – κάτω απ’ τα ψηλά δένδρα της παραλιακής , σαν σε υπαίθρια καφενεία. Μια εικόνα χαλαρωτική και άκρως αφρικανική.

Λίγο παρακάτω και λίγο απομονωμένα, ένας ψηλόλιγνος με ωραία χαρακτηριστικά, γενιάς μάλλον αιθιοπικής, ίσως Σομαλός, στην τελευταία λέξη της μόδας των αποθηκών ανθρωπιστικής βοήθειας, «Ηρακλής Περιστερίου» έγραφε στην πλάτη του μπουφάν και με ’να τσιγάρο στο χέρι, διασχίζει σχεδόν νωχελικά και διαγώνια (!) την λεωφόρο.

Σταμάτησα ασυναίσθητα, τον κοίταγα και αφελώς αναρωτιόμουνα.

Τι σκοπό μπορεί να έχει η μετακίνησή του αυτή; Τι μπορεί να γυρεύει αυτός ο άνθρωπος, πηγαίνοντας από την μια πλευρά του δρόμου στην άλλη; Τι άφησε πριν λίγο πίσω του και τι πάει να βρει τώρα; Τι δουλειά κάνει αν κάνει; Τι τρώει; Πώς ζει; Ποιος τον έριξε εδώ; Τι τον κατευθύνει; Τι θα απογίνει;

Πόσοι θα έρθουν και πόσοι θα μείνουν τελικά; Με ποια κριτήρια; Με ποιο σχέδιο; Για ποιο σκοπό; Έξω από τον ήδη σπαρασσόμενο κοινωνικό μας ιστό.

Και εμείς οι άλλοι θεατές, θύτες και θύματα μαζί.

Αλαφιασμένοι γιατί δεν ξέρουμε που πάμε και που θα φτάσουμε, ίσως γιατί ξεχάσαμε πούθε ερχόμαστε. Απλά υποπτευόμαστε που θέλουν να μας πάνε.

Κατάντησε ο τόπος μια χέουσα πληγή με χλιδάτους, σινιέ ασθενείς.

Το βράδυ επιστρέφοντας, στο ραδιόφωνο ένα εξαίρετο πινγκ πονγκ μεταξύ ‘’πολιτικών’’ αρχηγών με άφθονα κοσμητικά και δηλώσεις πάτου εκτίμησης του ενός για τον άλλον.

Και οι μικροί να χαίρονται για τα χάλια των μεγάλων, παραβλέποντας τα δικά τους!

Και εμείς να πρέπει να μείνουμε και να «πολεμήσουμε» στη μικρή μας γωνιά. Για τη μικρή μας γωνιά.

Και για τους επερχόμενους και ανυποψίαστους αιθεροβάμονες γυμνασιόπαιδες και τους σκανταλιάρηδες μικρούς.

Και στη μνήμη των παλαιοτέρων βέβαια.

Τους το χρωστάμε νομίζω.