Την Κυριακή, 6 Σεπτεμβρίου 2009, ο Σύνδεσμος Ελλήνων Λογοτεχνών και Συγγραφέων Αυστραλίας, σε συνεργασία με τον Ελληνο-Αυστραλιανό Πολιτιστικό Σύνδεσμο Μελβούρνης και τον Παναρκαδικό Σύλλογο Μελβούρνης και Βικτωρίας «Ο Κολοκοτρώνης», διοργάνωσαν ομιλία με θέματα: Πρόσφυγες – Ανταλλαγή πληθυσμών και Μετανάστευση.
Ομιλητές ήταν ο Δρ. Χρήστος Φίφης, ο οποίος μίλησε με θέμα «Πρόσφυγες – Ανταλλαγή πληθυσμών», και η Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά η οποία μίλησε με θέμα «Μετανάστευση».
Οι ομιλίες έγιναν παρουσία ικανοποιητικού αριθμού συμπαροίκων στην αίθουσα του Παναρκαδικού Συλλόγου «Ο Κολοκοτρώνης», στο 570 Victoria Street, North Melbourne.
Το απόσπασμα της ομιλίας του κ. Χρ. Φίφη έχει ως εξής:
«Η Συνθήκη της Λοζάννης για την ανταλλαγή των πληθυσμών της 30 Ιανουαρίου 1923 θεωρήθηκε ως μια πιο πολιτισμένη μορφή εθνοκάθαρσης σε σχέση με τις εθνοκαθάρσεις που προηγήθηκαν Για χιλιάδες ανθρώπους όμως ήταν πολύ αργά. Το 1915 το 1/2 με τα 2/3 των Αρμενίων χάθηκαν σε κακουχίες στρατοπέδων εργασίας και εξοντωτικές πορείες.
Οι ανταλλάξιμοι Έλληνες το 1923 ήταν η μικρότερη ομάδα 189.916 σε σχέση με τους άνω του ενός εκ. περίπου που είχαν προλάβει να φύγουν τα προηγούμενα χρόνια. Οι Τούρκοι οι οποίοι αναγκάστηκαν σε εκπατρισμό ήταν 355.635 και η έξοδος τους ήταν πιο οργανωμένη. Η ανταλλαγή δεν ήταν πάνω στο αμφίβολο κριτήριο της εθνότητας αλλά στο κριτήριο του θρησκεύματος που για την Τουρκική πλευρά αποτελούσε κριτήριο εθνότητας. Ούτε ήταν το κριτήριο του αυτοπροσδιορισμού. Το κριτήριο επιβλήθηκε. Ανάμεσα σε αυτούς και 30.000-40.000 Τουρκοκρητικοί που λίγα τουρκικά κατείχαν. Πιθανόν θεωρούνταν εξισλαμισθέντες, όπως στην Κύπρο οι λινοβάμβακοι. Οι Τούρκοι τους θεωρούσαν μισοάπιστους, όχι πλήρεις Μουσουλμάνους. Η γλώσσα τους και ο πολιτισμός τους ήταν Κρητικός. Το ίδιο και οι Καραμανλήδες της Καππαδοκίας που ήταν ορθόδοξοι, γνώριζαν όμως μόνο τουρκικά και λειτουργούσαν στις εκκλησίες τους στην τουρκική. Ούτε οι μεν, ούτε οι δε δεν ήθελαν ν’ ανταλλαχθούν. Εξαιρέθηκαν μόνο οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και Τενέδου, οι Τούρκοι της Δυτικής Θράκης και οι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας.
Το 1908 ο νόμος των Νεότουρκων επέβαλε την υποχρεωτική στράτευση όλων των αρένων κατοίκων στον Οθωμανικό στρατό. Μέχρι τότε η διαδικασία ήταν οι Μουσουλμάνοι να υπηρετούν και οι Χριστιανοί να εξαγοράζουν τη θητεία τους με πληρωμές φόρων. Πολλοί χριστιανοί άρχισαν να εγκαταλείπουν την Τουρκία για ν’ αποφύγουν τη στράτευση γιατί και όταν στρατεύονταν στέλνονταν να υπηρετήσουν σε διάφορα τάγματα εργασίας. Το 1913 ο πληθυσμός της Τουρκίας ήταν περίπου 15 εκατομμύρια και το 1923 13.5 εκατομμύρια.
Η κίνηση της ανταλλαγής επηρέασε περισσότερους από 1,5 εκατομμύριο ανθρώπους, Έλληνες και Τούρκους. Το πρόβλημα που αντιμετώπισε η Ελλάδα για την εγκατάσταση των 1,3 εκ. προσφύγων ήταν τεράστιο. Οι πρόσφυγες αποτελούσαν περισσότερο από 20% του πληθυσμού. Για την Τουρκία ήταν μόνο 4%. Λόγω του μεγέθους του προβλήματος, ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός και άλλες φιλανθρωπικές οργανώσεις προσέτρεξαν να βοηθήσουν. Για να ξεπεραστεί το πρόβλημα της ελληνικής γραφειοκρατίας δημιουργήθηκε το Συμβούλιο Αποκατάστασης Προσφύγων υπό την προστασία της Κοινωνίας των Εθνών. Οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε αγροκτήματα, αλλά και στις πόλεις. Το 1930 145.738 οικογένειες είχαν εγκατασταθεί σε αγροκτήματα, είχαν κτιστεί 27.000 σπίτια σε 127 αστικούς οικισμούς, αλλά υπήρχαν ακόμη υπήρχαν 30.000 οικογένειες που έμειναν σε παράγκες και μερικές ήταν στις ίδιες συνθήκες ακόμη και το 1940 με την έναρξη του πολέμου.
Αντίθετα, στην Τουρκία η επίσημη γραμμή ήταν η αποσιώπηση της ανταλλαγής των πληθυσμών και η διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας βασισμένης στην «τουρκικότητα» της Μικράς Ασίας από την αρχαιότητα. Μόνο μετά το 1960 και ιδιαίτερα μετά το 1980, Τούρκοι συγγραφείς της Αριστεράς τολμούσαν αναφορές στην παλαιότερη ύπαρξη Ελλήνων και Αρμενίων στη Μικρά Ασία και την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Η εγκατάσταση του 1,3 εκατομμυρίου προσφύγων μετά το 1922, παρά τις τραγικές αρχικές συνθήκες, με το χρόνο συνέβαλε στην ομοιογενοιοποίηση του ελληνικού πληθυσμού και είχε για την Ελλάδα θετικές οικονομικές, δημογραφικές και πολιτιστικές συνέπειες στη μουσική, τη λογοτεχνία και την ελληνική κουζίνα. Συνέβαλε στην αύξηση της γεωργικής παραγωγής και την ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Υπήρξαν, επίσης, ως αποτέλεσμα της εγκατάστασης των προσφύγων σημαντικές πολιτικές επιπτώσεις στην ελληνική πολιτική σκηνή. Το αίσθημα των χαμένων πατρίδων ήταν επίσης διάχυτο στους Τούρκους πρόσφυγες. Ωστόσο, η επίσημη τουρκική πολιτική ήταν η απάλειψη από τη συλλογική μνήμη του γεγονότος της ανταλλαγής των πληθυσμών και για πολλές δεκαετίες ελάχιστες αναφορές υπήρχαν στην τουρκική λογοτεχνία για την ύπαρξη των ελλήνων στη Μικρά Ασία».
Απόσπασμα από την ομιλία της Διονυσίας Μούσουρα-Τσουκαλά
«Το ΣΑΕ, Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού, δεν είναι γνωστό στους περισσότερους Έλληνες, ούτε καν στη Θεσσαλονίκη που εδρεύει. Είναι όμως, και η αδιάφορη αντιμετώπιση που βίωσαν πολλοί από τους δικούς τους όταν πήγαν έστω και για διακοπές πίσω στην πατρίδα… ουαί και αλίμονο σε εκείνους που έστω και για συναισθηματικούς λόγους, τόλμησαν να διεκδικήσουν μια σπιθαμή γης από την πατρική περιουσία.
Είναι η διάκριση που ακούν και βλέπουν, είναι η γιαγιά που σε συζητήσεις για τα εγγόνια λέει στον… μετανάστη γιο/κόρη, τα δικά μας δω… λες και τα παιδιά του ξενιτεμένου γιου ή της κόρης δεν είναι δικά της, δεν είναι εγγόνια της…
Είναι ο συμπάροικος ταξιτζής που έφυγε αμούστακο παιδί από την Ελλάδα και 18 χρόνια αργότερα, αφήνοντας ταξί και σπίτι χρεωμένα, πήγε στην Ελλάδα να δει τους γονείς του και να τους γνωρίσει τη γυναίκα και τα παιδιά του. Λίγο αφού έφτασαν στο σπίτι, άκουσε τη μάνα του να λέει στη φίλη της που τηλεφώνησε, πως δεν θα μπορέσει να τη δει σήμερα γιατί έχει… επισκέψεις!!! Ο γιος της, η νύφη της και τα εγγόνια της που ταξίδεψαν χιλιάδες μίλια για να πάνε να τη δουν, ήταν επισκέπτες για κείνη… ίσον ξένοι…
Επιβάλλεται όμως να αναφερθούν και οι δικαιολογημένες πικρίες που οι περισσότεροι κουβαλούν μέσα τους για την αδιαφορία και έλλειψη ενδιαφέροντος της γενέτειρας απέναντί τους. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει Υπουργείο Αποδήμων για τους 5.600.000 Έλληνες που ζουν διασκορπισμένοι στις πέντε Ηπείρους, όπως υπάρχει σε άλλα κράτη. Το 2004, η ελληνική κυβέρνηση υποσχέθηκε στους Έλληνες βουλευτές ξένων χωρών, την επανίδρυση του Υφυπουργείου Απόδημου Ελληνισμού, που θα αντικαθιστούσε τη Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού. Υπόσχεση όμως που δεν υλοποιήθηκε.
Στην ελληνική εκπαίδευση ο απόδημος ελληνισμός βρισκόταν πάντα στο περιθώριο. Ακόμα και σήμερα, στα Αναγνωστικά από την Α’ Δημοτικού έως και την Γ’ Λυκείου, δεν υπάρχει κείμενο που να αναφέρεται στους 5.600.000 απόδημους Έλληνες…»