«Ο όρος ελληνισμός δεν έχει μόνο αφηρημένη έννοια, έχει και συγκεκριμένο νόημα το οποίο αντιστοιχεί στη φράση «το σύνολο των Ελλήνων». Ωστόσο, ο ελληνισμός ως κοινότητα διασποράς δεν είναι ομοιογενής. Οι μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις αφορούν στο χρόνο και στα αίτια της μετανάστευσης διαμορφώνοντας, παράλληλα, δύο κοινότητες απόδημων: η πρώτη εντοπίζεται στις ΗΠΑ, τον Καναδά, τη Γερμανία, την Αυστραλία και τις χώρες της Αφρικής και αντιστοιχεί στην «παραδοσιακή» εικόνα της ελληνικής μεταναστευτικής κοινότητας, δηλαδή εγκαταστάθηκε στις χώρες αυτές κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 με βασικό κίνητρο την αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης. Η δεύτερη κοινότητα διαμορφώθηκε κυρίως κατά τη δεκαετία του ’90 στις χώρες της Ε.Ε. (εκτός Γερμανίας) για λόγους ενίσχυσης των σπουδών και της επαγγελματικής σταδιοδρομίας αξιοποιώντας τις δυνατότητες που προσέφερε η συνθήκη του Μάαστριχτ για ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, αγαθών, υπηρεσιών και ανθρώπων εντός της ΕΕ.
«Ο όρος ελληνισμός δεν έχει μόνο αφηρημένη έννοια, έχει και συγκεκριμένο νόημα το οποίο αντιστοιχεί στη φράση «το σύνολο των Ελλήνων». Ωστόσο, ο ελληνισμός ως κοινότητα διασποράς δεν είναι ομοιογενής.
Έτσι λοιπόν το 50% των ελληνικών οικογενειών στη Γερμανία και πάνω από το 55% ελληνικών οικογενειών στις ΗΠΑ και τον Καναδά είναι μετανάστες δεύτερης γενιάς (ή και παραπάνω). Αντίθετα, το 60% του ελληνικού μεταναστευτικού πληθυσμού στις χώρες της ΕΕ (εκτός της Γερμανίας) είναι μετανάστες πρώτης γενιάς. Η διάκριση του ελληνισμού σε δύο κοινότητες αποτυπώνεται και στην υπηκοότητα: οι ερωτώμενοι που ζουν στις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία και την Αφρική έχουν διπλή υπηκοότητα σε ποσοστό μεγαλύτερο από τους Έλληνες που ζουν στη Γερμανία ή τις άλλες χώρες τις ΕΕ. Μπορούμε επίσης να υποθέσουμε ότι η απόκτηση διπλής υπηκοότητας είναι (και) μια συνέπεια της απόστασης: όσο πιο μακριά βρίσκεται η χώρα υποδοχής τόσο περισσότερο δυσχεραίνει η δυνατότητα επαναπατρισμού γεγονός που οδηγεί σε μια εγκατάσταση με μονιμότερα χαρακτηριστικά.
Η ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ
Στις κοινότητες των Ελλήνων της διασποράς παρατηρείται μια έντονη τάση Ενδογαμίας δηλαδή ο/η σύντροφός τους είναι Έλληνας/Ελληνίδα. Η τάση αυτή είναι πιο έντονη στις «παραδοσιακές» μεταναστευτικές κοινότητες (ΗΠΑ-Καναδάς, Αυστραλία-Αφρική, Γερμανία) από ότι στις «μετά-Μάαστριχτ» κοινότητες όπου το ποσοστό των γάμων με άτομα εθνικότητας της χώρας υποδοχής είναι κατά αναλογία μεγαλύτερο.
Παράλληλα, η πλειοψηφία των ερωτώμενων δηλώνει ότι θα επιθυμούσε να παντρευτούν τα παιδιά Έλληνα/Ελληνίδα. Η μορφή της ελληνικής οικογένειας της διασποράς αντιστοιχεί στη μορφή της πυρηνικής οικογένειας της Ελλάδας και της Κύπρου, έχει δηλαδή την «κλασική» τετραμελή δομή.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ
Η ελληνική γλώσσα αποτελεί έναν σημαντικό φορέα επικοινωνίας και συνεκτικότητας της ελληνικής κοινότητας. Το γεγονός αυτό εξηγεί την καλή γνώση των ελληνικών από τους ίδιους τους απόδημους και τα παιδιά τους, αλλά και την καθημερινή χρήση της γλώσσας (κυρίως στο σπίτι). Ωστόσο, η ζωή στη χώρα υποδοχής τούς έχει εξοικειώσει σε τέτοιο βαθμό με τη γλώσσα που ομιλείται εκεί ώστε να αισθάνονται το ίδιο άνετα και να έχουν την ίδια εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και με τις δύο γλώσσες.
Σημαντικό ρόλο στην εγγραφή των παιδιών στο σχολείο της χώρας υποδοχής παίζει ο χαμηλός βαθμός αποτελεσματικότητας του ελληνόφωνου συστήματος εκπαίδευσης σε όλες τις κοινότητες της διασποράς. Τα βασικότερα προβλήματα της ελληνόφωνης εκπαίδευσης είναι η έλλειψη μιας σύγχρονης και συντονισμένης εκπαιδευτικής πολιτικής από την πλευρά της ελληνικής πολιτείας, η έλλειψη ή η χαμηλή κατάρτιση των εκπαιδευτικών, αλλά και ο χαλαρός βαθμός εντατικοποίησης της ελληνόφωνης εκπαίδευσης. Θέλοντας να ενισχύσουν την ένταξη των παιδιών στην κοινωνία υποδοχής, οι Έλληνες της διασποράς στέλνουν τα παιδιά τους στα σχολεία της χώρας υποδοχής. Είναι μικρότερο το ποσοστό όσων γράφουν τα παιδιά τους σε δίγλωσσο σχολείο (όπου η μια γλώσσα είναι τα ελληνικά) και ακόμη μικρότερο το ποσοστό εκείνων που στέλνουν τα παιδιά τους σε σχολείο της χώρας υποδοχής και μετά στο ελληνικό σχολείο.
ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Σε γενικές γραμμές, ο κυπριακός ελληνισμός φαίνεται να είναι πιο συνδεδεμένος με την ορθόδοξη εκκλησία από ότι οι άλλες δύο κοινότητες της διασποράς και της επικράτειας. Κατά συνέπεια, ο ρόλος της ορθοδοξίας στον προσδιορισμό της ταυτότητας των Κυπρίων είναι μεγαλύτερος από εκείνον στους Έλληνες της διασποράς και της επικράτειας.
Οι Έλληνες της διασποράς αποτιμούν θετικά το ρόλο της ορθόδοξης εκκλησίας τόσο στην πόλη τους όσο και γενικότερα στη χώρα διαμονής τους. Κατά την άποψή τους, η κυριότερη συμβολή της εκκλησίας στη ζωή τους ήταν η ενίσχυση της πίστης τους, η διαφύλαξη της ταυτότητάς τους, αλλά και η κοινωνικοποίηση που τους προσέφερε μέσα από τη συναναστροφή με άλλους Έλληνες.
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Τα στοιχεία της έρευνας για την επαγγελματική δραστηριότητα και την οικονομική κατάσταση των αποδήμων επιβεβαιώνουν τον οικονομικό χαρακτήρα της ελληνικής μετανάστευσης. Το μεγαλύτερο ποσοστό των Ελλήνων της διασποράς ανήκει στον ενεργό πληθυσμό και δραστηριοποιείται στον ιδιωτικό τομέα. Στην επαγγελματική τους πορεία είτε δεν είχαν βοήθεια από κανέναν είτε υποστηρίχθηκαν από την οικογένειά τους. Έχουν αναπτύξει μεγαλύτερη επαγγελματική συνείδηση και κουλτούρα από τους Έλληνες που ζουν στον ελλαδικό χώρο, αλλά και από τους Κύπριους. Σε γενικές γραμμές, οι Έλληνες της διασποράς είναι πιο αισιόδοξοι για την οικονομική τους κατάσταση από τους Κύπριους και τους Έλληνες που ζουν στον ελλαδικό χώρο: δηλώνουν ικανοποιημένοι από το εισόδημά τους το οποίο τους επιτρέπει να αποταμιεύουν και πιστεύουν ότι η οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού τους θα βελτιωθεί τα επόμενα χρόνια.
Έχουν περιουσιακά στοιχεία στην Ελλάδα τα οποία σκοπεύουν να αξιοποιήσουν μελλοντικά, ενώ τα τελευταία 5 χρόνια έχουν κάνει κάποιες επενδύσεις στη χώρα διαμονής (αγορά ακινήτου, γης κλπ). Η χώρα διαμονής, εξάλλου, παραμένει ως ο ιδανικότερος τόπος επενδύσεων έναντι της Ελλάδας εξαιτίας της γραφειοκρατίας του Ελληνικού κράτους.
Τέλος, το γεγονός ότι η πλειοψηφία των ερωτώμενων δεν έχει στείλει χρήματα σε συγγενείς στην Ελλάδα κατά τα τελευταία πέντε χρόνια μας επιτρέπει να εξάγουμε έμμεσα το συμπέρασμα για βελτίωση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής στην Ελλάδα σε σχέση με τα χρόνια της έντασης του μεταναστευτικού ρεύματος.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ
Η ταυτότητα των Ελλήνων της διασποράς συγκροτείται μέσα από την επικοινωνία με τις άλλες εθνότητες στη χώρα διαμονής και όχι με τον απομονωτισμό (γι’ αυτό και δηλώνουν ότι συναναστρέφονται όλα τα άτομα ανεξαρτήτως εθνικότητας). Με άλλα λόγια, στην καθημερινή τους επαφή με τους μη-Έλληνες, οι απόδημοι τονίζουν τα στοιχεία εκείνα που τους διακρίνουν ως συγκροτημένη κοινότητα, όπως η ελληνική γλώσσα, η ιστορία, ο πολιτισμός και η παράδοση.
Αυτός ο μηχανισμός εξηγεί τον αυτο-προσδιορισμό τους ως Έλληνες, την πεποίθηση ότι πατρίδα τους είναι η Ελλάδα (παρά τα χρόνια που έχουν περάσει από την αναχώρησή τους από την Ελλάδα ή ακόμη παρά το γεγονός ότι έχουν γεννηθεί στη χώρα υποδοχής), αλλά και το ιδιαίτερα αυξημένο αίσθημα της εθνικής υπερηφάνειας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι σχεδόν οι οχτώ στους δέκα ερωτώμενους θα υποστήριζαν την εθνική ομάδα της Ελλάδας σε κάποιον αγώνα με την εθνική ομάδα της χώρας στην οποία ζουν.
Η διαφύλαξη της ελληνικής ταυτότητας τόσο των ίδιων των ερωτώμενων όσο και των παιδιών τους, πέρα από τη συναισθηματική διάσταση, έχει και «χρηστικό» περιεχόμενο διότι τους επιτρέπει να νιώθουν πιο κοντά στην πατρίδα παρόλο που ζουν μακριά. Αν και η ανησυχία για μια ενδεχόμενη απώλεια της ταυτότητας είναι ιδιαίτερα έντονη, εντούτοις, οι Έλληνες της διασποράς θεωρούν ότι, σήμερα, είναι πιο εύκολο για μια μειονότητα να διατηρήσει την ιδιαίτερη ταυτότητά της, γεγονός που παραπέμπει στις δυνατότητες που προσφέρουν τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας και μεταφοράς.
Η ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΔΙΑΜΟΝΗΣ
Η διαδρομή των νέο-αφιχθέντων μεταναστών στη χώρα υποδοχής ξεκινά από τον ανταγωνισμό προς τους αυτόχθονες όπου το αίσθημα του αποκλεισμού είναι έντονο. Εξελίσσεται σταδιακά σε προσαρμογή και ένταξη και, στο τελικό της στάδιο, καταλήγει στην αφομοίωση από την κοινωνία υποδοχής. Η σταδιακή ένταξη ως την αφομοίωση συνθέτει τη διαχρονική εικόνα της Η ενσωμάτωση των Ελλήνων στις κοινωνίες υποδοχής δεν θα ήταν εφικτή χωρίς την ύπαρξη συγκεκριμένης μεταναστευτικής πολιτικής από την πλευρά του επίσημου κράτους η οποία απέτρεψε τα έντονα ρατσιστικά σύνδρομα και μετέτρεψε τους μεταναστευτικούς πληθυσμούς σε κύριο μοχλό ανάπτυξης: η πλειοψηφία των ερωτώμενων εκτιμά ότι η επίσημη πολιτική του Κράτους υποδοχής αποσκοπούσε στην ένταξή τους προσφέροντας ως κίνητρα τη σχετικά εύκολη απόκτηση της υπηκοότητας, τις καλές επαγγελματικές προοπτικές και τις καλές ευκαιρίες μόρφωσης των παιδιών.
Από την άλλη πλευρά, οι ίδιοι οι Έλληνες της διασποράς αποδίδουν την επιτυχή τους ένταξη στην κοινωνία υποδοχής στον ρεαλισμό που επέδειξαν εξαρχής όπως ο υψηλός βαθμός προσαρμοστικότητας, η τάση για μόρφωση, η κουλτούρα και το επιχειρηματικό πνεύμα. Οι απόψεις τους δηλαδή απέχουν κατά πολύ από το στερεότυπο του «ελληνικού δαιμονίου» το οποίο αναπτύχθηκε στον Ελλαδικό χώρο ίσως και ως αντίδοτο στο συλλογικό τραυματισμό της μετανάστευσης. Σε γενικές γραμμές, οι κοινότητες των αποδήμων παρουσιάζουν έναν υψηλό βαθμό αυτονομίας τόσο από το κράτος υποδοχής όσο και από το ελληνικό κράτος γεγονός που μαρτυρά ότι η ελληνική διασπορά αποτελεί σήμερα μια από τις ωριμότερες κοινότητες διασποράς. Ο υψηλός βαθμός ενσωμάτωσης των Ελλήνων στις χώρες διαμονής αποδεικνύεται και έμμεσα από το χαμηλό ποσοστό οργάνωσης σε ελληνικούς συλλόγους και φορείς. Οι ίδιοι οι ερωτώμενοι εκτιμούν ότι, σήμερα, οι Έλληνες είναι λιγότερο οργανωμένοι από ότι στο παρελθόν πιθανότατα διότι έχουν εκλείψει οι λόγοι που καθιστούσαν αναγκαία την αλληλοϋποστήριξη. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι το βασικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές οργανώσεις σήμερα είναι η αδιαφορία της νέας γενιάς.
ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ
Η σχέση των Ελλήνων της διασποράς με το ελληνικό κράτος είναι καταρχήν άνιση: έχουν προσφέρει τη βοήθειά τους στην ελληνική πολιτεία (στην ανάπτυξη-οικονομία, στις διεθνείς συνεργασίες, στα εθνικά θέματα) η οποία, όχι μόνο δεν τους έχει βοηθήσει, αλλά τους θυμάται μόνο όταν τους έχει ανάγκη, άποψη την οποία συμμερίζονται και οι Έλληνες της Κύπρου και του Ελλαδικού χώρου. Σήμερα προσδοκούν από το ελληνικό κράτος καλύτερη εκπαίδευση για τα παιδιά τους και οικονομικές-νομικές διευκολύνσεις προκειμένου να επενδύσουν στην Ελλάδα.
Η εκχώρηση δικαιώματος ψήφου στους απόδημους είναι ένα μέτρο που τυγχάνει της ευρείας αποδοχής τους: οι περισσότεροι από τους 8 στους 10 δηλώνουν ότι θα κινούσαν τις διαδικασίες που απαιτούνται ώστε να ψηφίζουν στις εθνικές εκλογές. Οι περισσότεροι, εξάλλου, θεωρούν ότι το πολιτειακό δικαίωμα θα ενώσει τους Έλληνες, αλλά και θα αλλάξει την ισορροπία των δυνάμεων των ελληνικών κομμάτων στην Ελλάδα. Οι φορείς που αξιολογούνται θετικά στην ενίσχυση των Ελλήνων της διασποράς είναι κατά κύριο λόγο τα ΜΜΕ και έπονται οι πρεσβείες και τα προξενεία και η ορθόδοξη εκκλησία της Ελλάδας.
Τα ελληνικά κόμματα καταλαμβάνουν την τελευταία θέση στον κατάλογο ιεράρχησης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εμπειρία των Ελλήνων της διασποράς απέχει κατά πολύ από την εκτιμούμενη άποψη των Κυπρίων και των Ελλήνων της επικράτειας ως προς το βασικό φορέα ενίσχυσης του απόδημου ελληνισμού : για τους Κύπριους ο φορέας αυτός είναι η ορθόδοξη εκκλησία της Ελλάδας, για τους Έλληνες της επικράτειας, οι πρεσβείες και τα προξενεία.
ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΜΕ
Η κύρια πηγή ενημέρωσης των Ελλήνων της διασποράς είναι η τηλεόραση. Η ακροαματικότητα των ελληνικών δορυφορικών καναλιών είναι τακτική, ενώ προτιμάται η δορυφορική ΕΡΤ η οποία παρουσιάζει υψηλούς ποιοτικούς δείκτες. Ωστόσο, θα ήθελαν περισσότερη ενημέρωση για θέματα που τους αφορούν.
Οι δυνατότητες της ΕΡΤ μεγιστοποιούνται εάν ληφθεί υπόψη ότι η πλειοψηφία των αποδήμων δεν είναι ικανοποιημένη από την ποιότητα της ενημέρωσης που προσφέρουν τα ελληνικά ΜΜΕ στην χώρα διαμονής. Τέλος, το διαδίκτυο είναι ένα άλλο μέσο το οποίο θα πρέπει να αξιοποιηθεί για την ενίσχυση των Ελλήνων της διασποράς, οι οποίοι το χρησιμοποιούν κάθε μέρα για αναζήτηση πληροφοριών, επικοινωνία με άλλους χρήστες και για δραστηριότητες σχετικές με την εργασία τους.
ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Οι Έλληνες της διασποράς επισκέπτονται τακτικά την Ελλάδα (περισσότερο από πέντε φορές τα τελευταία 10 χρόνια) για να δουν τους συγγενείς τους και να κάνουν τουρισμό, αλλά και να επισκεφθούν τον τόπο καταγωγής των γονιών τους. Η εντύπωσή τους για την Ελλάδα είναι σε γενικές γραμμές θετική, ωστόσο δεν απουσιάζει η κριτική για τους Έλληνες του ελλαδικού χώρου οι οποίοι, αν και έχουν προοδεύσει τα τελευταία χρόνια, ρίχνουν την ευθύνη για τα προβλήματά τους στους ξένους αντί να κοιτάξουν πώς θα βελτιωθούν οι ίδιοι και τα περιμένουν όλα από το κράτος. Την ίδια άλλωστε εικόνα για τους «Ελλαδίτες» έχουν και οι Κύπριοι.
Οι Έλληνες της διασποράς δηλώνουν ότι θα μπορούσαν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους στην Ελλάδα υπό την προϋπόθεση ότι θα έβρισκαν μια θέση απασχόλησης αντίστοιχη με αυτήν που κατέχουν στη χώρα διαμονής ή εάν μπορούσαν να συνδυάσουν καλύτερα την επαγγελματική με την προσωπική-κοινωνική τους ζωή. Η έλλειψη αυτών των προϋποθέσεων πιθανώς τους έκανε να σκεφθούν κάποια στιγμή τον επαναπατρισμό, όχι όμως σοβαρά.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Η εκτίμηση των Ελλήνων της διασποράς είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχει ενισχυθεί η διεθνής θέση της Ελλάδας, άποψη με την οποία συμφωνούν και οι Κύπριοι, αλλά σε μικρότερο ποσοστό, και οι Έλληνες στην επικράτεια σε ακόμη μικρότερο ποσοστό. Δύο είναι τα βασικά γεγονότα που συνέβαλαν στη μεταβολή αυτή: η συμμετοχή της Ελλάδας στον σκληρό πυρήνα της Ε.Ε. και οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας. Ωστόσο, είναι έντονη η απαίτηση για θεσμοθέτηση μιας «εθνικής εξωτερικής πολιτικής» με τη συναίνεση της κυβέρνησης και των κομμάτων της αντιπολίτευσης, η οποία θα ρίχνει το βάρος στην πορεία της χώρας μέσα στην ΕΕ.
Με τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής συμφωνούν τόσο οι Έλληνες που είναι εγκατεστημένοι στις ΗΠΑ όσο και οι Έλληνες της επικράτειας. Όπως είναι λογικό,
οι Κύπριοι προτάσσουν την επίλυση του κυπριακού ως τη βασικότερη προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Εξετάζοντας συνολικά τη θέση της Ελλάδας στον κόσμο και οι τρεις κοινότητες των Ελλήνων απαιτούν μια δυναμική στάση στην εξωτερική πολιτική που απέχει από το στερεότυπο της μικρής και αδύναμης χώρας: η Ελλάδα, εκτιμούν, μπορεί να μην είναι μια οικονομική – πολιτική δύναμη, αλλά είναι δυνατό να αναδειχθεί σε μια «ηθική» δύναμη που θα επηρεάζει σημαντικά τις διεθνείς εξελίξεις.
«ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ»
Η ενίσχυση της Ελλάδας στα Βαλκάνια αποτυπώνεται και στις απόψεις των ερωτώμενων για τα «εθνικά θέματα»: Οι Έλληνες της διασποράς και οι Έλληνες της επικράτειας επιθυμούν να συνεχιστεί η πολιτική της ελληνο-τουρκικής προσέγγισης (σε αντίθεση με τους Κύπριους, οι οποίοι ζητούν τη «σκλήρυνση» των ελληνικών θέσεων απέναντι στην Τουρκία), βλέπουν θετικά την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, ένταξη η οποία συνέβαλε στη βελτίωση της οικονομίας της, της ασφάλειάς της, της θέσης της στο διεθνές περιβάλλον, των προοπτικών επίλυσης του κυπριακού, αν και με αυτήν την τελευταία θέση φαίνεται να διαφωνούν τόσο οι ίδιοι οι Κύπριοι όσο και οι «Ελλαδίτες». Το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων αποτελεί ένα σημείο διαφοροποίησης των απόψεων των τριών κοινοτήτων και φαίνεται να είναι συνάρτηση της γεωγραφικής απόστασης που χωρίζει την κάθε κοινότητα από τα Σκόπια.
Έτσι λοιπόν, οι Έλληνες της διασποράς εμφανίζονται πιο αδιάλλακτοι και ζητούν από την Ελλάδα να εμείνει στην άποψη περί ονομασίας χωρίς τον όρο «Μακεδονία» με όποιο κόστος, οι Κύπριοι εμφανίζονται μοιρασμένοι ανάμεσα στην αδιάλλακτη στάση και εκείνη του συμβιβασμού, ενώ οι Έλληνες της επικράτειας προτάσσουν σαφώς τη συμβιβαστική λύση ενός σύνθετου ονόματος. Τα «εθνικά θέματα» Προβάλλοντας την Ελλάδα στο βαλκανικό περιβάλλον όπως αυτό διαμορφώνεται μετά την ένταξη στην ΕΕ της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, αλλά και τις προοπτικές ένταξης των δυτικών Βαλκανίων, οι Έλληνες της διασποράς και εκείνοι του ελλαδικού χώρου εκτιμούν ότι, στο μέλλον, η Ελλάδα θα παίζει ηγετικό ρόλο στην περιοχή. Οι Κύπριοι, ωστόσο, διαφοροποιούνται ως προς τη συνολική εικόνα των Βαλκανίων η οποία θα μοιάζει με εκείνη της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης.
Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
Η έρευνα στις τρεις κοινότητες του Ελληνισμού διεξήχθη κατά την περίοδο της διακυβέρνησης των ΗΠΑ από τον George Bush. Αποτυπώνει, κατά συνέπεια, τους βασικούς άξονες της κριτικής της εξωτερικής πολιτικής του αμερικανού προέδρου, τους οποίους άλλωστε συμμερίζονται και οι ίδιοι οι Έλληνες που είναι εγκατεστημένοι στις ΗΠΑ.
Αναλυτικότερα, και οι τρεις κοινότητες δηλώνουν ότι εμπιστεύονται περισσότερο την εξωτερική πολιτική της Ε.Ε. από εκείνη των ΗΠΑ, αν και οι Κύπριοι και οι Έλληνες της επικράτειας φαίνεται να δυσπιστούν και απέναντι στην Ε.Ε. Σε γενικές γραμμές, άλλωστε, η εικόνα της Ε.Ε. και των ισχυρότερων ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και της Ρωσίας είναι θετικότερη από την εικόνα των ΗΠΑ, ενώ όλες οι δράσεις που ανέλαβε ο George Bush για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας αξιολογούνται αρνητικά και από τις τρεις κοινότητες του Ελληνισμού. Ωστόσο, ο Ελληνισμός στο σύνολό του φαίνεται να έχει ασπαστεί την άποψη περί σύγκρουσης των πολιτισμών και, συγκεκριμένα, τη ρητορική περί πολέμου Δύσης-Ισλάμ.
Όμως, η συνολική εικόνα του Ελληνισμού για τον κόσμο δεν είναι συγκρουσιακή: η ανάδειξη της Κίνας και της Ρωσίας (κυρίως για τους Κύπριους και για τους Έλληνες της επικράτειας) σε παγκόσμιες δυνάμεις, αλλά και η πρόταξη της διπλωματικής οδού ως μέσο επίλυσης των συγκρούσεων συνθέτουν την εικόνα ενός κόσμου όπου η ισορροπία των δυνάμεων βασίζεται στο πολύ-πολικό σύστημα.