ΕΧΟΥΜΕ καθίσει ποτέ κάτω (στα σοβαρά εννοώ) να κάνουμε έναν γενικό απολογισμό των πεπραγμένων;

ΝΑ αναρωτηθούμε, ρε αδελφέ, τι έφταιξε, που πήραν τα πράγματα το δρόμο που πήραν και φτάσαμε εδώ που είμαστε.

ΠΟΥ (και, προπαντός, γιατί) κάναμε λάθος; Να απαντήσουμε, τελικά, στο ερώτημα: φτάνουν από μόνες οι καλές προθέσεις (και οι κατάφορτες ελπίδες) για αίσιο αποτέλεσμα;

ΝΑ (ξανα)αναρωτηθούμε: μήπως οι προσδοκίες μας ξεπερνούσαν το ανάστημά μας; Μήπως περιμέναμε πολλά και απλώναμε τα πόδια μας και εκεί που δεν μάς έπαιρνε;

ΜΗΠΩΣ (λέω μήπως;) υιοθετήσαμε «ξένα» όνειρα, λέγοντας συνέχεια «ναι» σε πράγματα που ποτέ δεν μας ενδιέφεραν και που δεν πιστέψαμε;

ΤΟ σίγουρο είναι ότι επί σειράν ετών έχουν γίνει σειρά λαθών.

ΤΟ παράδοξο είναι ότι κανείς δεν θέλει (ακόμα) να τα συζητήσει.

ΚΑΙ εδώ αναφέρομαι στον μεγάλο (καλοζωισμένο!) και βαριά πλέον «ασθενή» της παροικίας μας: τον πολιτισμό μας.

ΝΑΙ, στον πολιτισμό μας, γενικά, και τη γλώσσα μας (την ελληνική), πολύ ιδιαίτερα.

ΑΝΤΙ να συζητήσουμε, προτιμούμε να κλείνουμε τα μάτια μας μπρος στην πραγματικότητα, ακόμα και όταν η τελευταία μιλά από μόνη της και, μάλιστα, στην… αγγλική!

ΑΙΤΙΑ να γραφεί ο εισαγωγικός αυτός πρόλογος, είναι το κλείσιμο ενός ακόμα Τμήματος Νεοελληνικών. Αυτού του University of New South Wales.

ΠΕΡΑ από τι λέγεται και γράφεται – και θα λεχθούν και γραφούν πολλά – στην καρδιά του προβλήματος βρίσκεται και πάλι η ίδια αιτία: η έλλειψη ενδιαφέροντος για την γλώσσα μας από ικανό αριθμό φοιτητών που θα την καθιστούσε αναγκαία.

ΚΟΝΤΑ σε αυτή μπορούν να προστεθούν και άλλες βέβαια αιτίες, με πρώτη αυτή της μετατροπής των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων σε βιομηχανίες παραγωγής πτυχίων, που θα πρέπει όχι μόνο να αυτοσυντηρούνται οικονομικά, αλλά και να βγάζουν και κέρδος, όπως μια βιομηχανία παραγωγής… πλαστικών φιαλών.

ΑΥΤΟ από μόνο του κάνει τρωτές τις Έδρες και τα Τμήματα Νεοελληνικών (όπως αυτό της Ν.Ν. Ουαλίας) που δεν έχουν μεγάλο αριθμό φοιτητών.

ΤΑ πανεπιστήμια δεν λειτουργούν πια ως ιδρύματα παροχής γνώσεων και διεύρυνσης ιδανικών, αλλά ως εταιρίες που μετρούν τα πάντα οικονομικά. Λειτουργούν και αυτά με τους άγριους όρους της «αγοράς»!

ΕΧΟΥΝ πάψει εδώ και χρόνια να αποτελούν απαραίτητο κοινωνικό ιστό και έχουν συγχωνευτεί στους κόλπους της «αγοράς», οι ορίζοντες της οποίας αρχίζουν με την περαιτέρω αύξηση της παραγωγής και τελειώνουν με την εξεύρεση τρόπων (και τεχνικών) για τη διεύρυνση της κατανάλωσης που θα γεννήσει περισσότερη παραγωγή, περισσότερη ανάπτυξη και περισσότερα κέρδη.

ΑΥΤΑ είναι τα ζητούμενα της εποχής που σημαίνει πολύ απλά ότι η γνώση είναι πλέον «εμπόρευμα», που αν δεν «πουλάει» είναι άχρηστο.

ΚΑΙ, δυστυχώς, η ελληνική γλώσσα εδώ στην Αυστραλία (και όχι μόνο) είναι ένα «προϊόν» που δεν «πουλάει».

ΜΕ άλλα λόγια, δεν υπάρχει ζήτηση και ενδιαφέρον, με αποτέλεσμα να συρρικνώνεται συνεχώς η «παραγωγή» και να κλείνουν τα «εργοστάσια».

ΚΑΙ το (πρώτο) ερώτημα: θα μπορούσαν, μέσα στις πιο πάνω συνθήκες, να ήταν τα πράγματα διαφορετικά;

ΒΕΒΑΙΩΣ και θα μπορούσαν να ήταν (αρκετά) διαφορετικά, αν όλες αυτές οι Έδρες και τα Τμήματα που δημιουργήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες είχαν επανδρωθεί με ικανούς ανθρώπους, με γνώσεις, αγάπη, φαντασία και όραμα γι’ αυτό που κάνουν.

ΟΧΙ από μεροκαματιάρηδες (του… πολιτισμού μας) που το πρώτο μέλημά τους ήταν να βρουν μια δουλίτσα. Όχι ότι αυτό ήταν κακό, αλλά από μόνο του δεν έφτανε. Και δεν έφτασε…

ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΑΝ καθηγητές που θα γνώριζαν σε μεγάλο βάθος, όχι μόνο την ελληνική γλώσσα και τον ιστορικά βιωμένο πολιτισμό που κουβαλά, αλλά και την γύρω πραγματικότητα.

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥΣ που να γνωρίζουν, πάνω απ’ όλα, με τι μαθητές έχουν να κάνουν, ώστε να μπορέσουν να τους εμπνεύσουν και να τους δώσουν κίνητρα να σπουδάσουν πραγματικά τη γλώσσα.

ΔΥΣΤΥΧΩΣ, δεν υπήρξαν τέτοιοι άνθρωποι ή και να υπήρξαν τους πήρε και αυτούς το ορμητικό ρέμα της περιορισμένης πνευματικής καλλιέργειας και της γενικότερης αμάθειας που επικρατεί στο ρετιρέ της παροικιακής ηγεσίας.

ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΣ και εδώ την πατροπαράδοτη συνταγή της προχειρότητας, περιοριστήκαμε στο να «κλείνουμε τρύπες» με αποφάσεις που παίρνονταν στο πόδι.

ΜΑΣ διέφευγε η ουσία και περιοριζόμαστε να βρεθεί κάποιος να διδάσκει ελληνικά για να έχουμε να λέμε ότι έχουμε Έδρα και σε αυτό το πανεπιστήμιο, χωρίς ποτέ να ενδιαφερθούμε να μάθουμε τι είδους απόφοιτους έβγαζαν αυτές οι Έδρες Νεοελληνικών.

ΕΝΑ «μπάλωμα» ήταν όλα, που μάς εξασφάλιζε το άλλοθι να ισχυριζόμαστε ότι… αγωνιζόμαστε για τη διατήρηση και προώθηση του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής γλώσσας.

ΕΝΑ ακόμα μεγάλο παραμύθι, που όσο φουσκωμένο είναι από λόγια… πατριωτικού μεγαλείου, τόσο ισχνό ήταν σε πράξη και ουσία.

ΑΝ ο άλλος δεν ξέρει (για να εκτιμήσει) τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας, τη συμβολή της στο δυτικό πολιτισμό και τις επιδόσεις της στη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία την ποίηση και λοιπά, γιατί να την σπουδάσει;

ΟΤΑΝ δεν την μιλάει ο ίδιος στην καθημερινότητά του, για να νιώθει την ανατριχίλα των συναισθημάτων της, πώς να την αγαπήσει;

ΠΩΣ είναι δυνατόν κάποιος να «ερωτευτεί» έναν πολιτισμό, φορέας του οποίου είναι η γλώσσα, όταν δεν συνδέεται μαζί της. Όταν σκέφτεται σε μια άλλη γλώσσα.

Η γλώσσα, όπως έχουμε ξαναπεί, είναι ένας ζωντανός οργανισμός και οι λέξεις δεν είναι μόνο αφηρημένες έννοιες, αλλά και συγκεκριμένες πράξεις.

ΚΑΝΩ ένα πράγμα έτσι γιατί το έχω σκεφτεί και επεξεργαστεί στο μυαλό μου έτσι. Η γλώσσα είναι καθοδηγητής και πρωτομάστορας. Είναι αυτή που τελικά μας έκανε αυτό που είμαστε: Έλληνες.

ΤΙΠΟΤΑ δεν μπορεί να την αντικαταστήσει ως προς αυτό. Ούτε το αίμα ούτε η πατρίδα ούτε η θρησκεία. Συμπληρώματά της είναι όλα αυτά.

ΜΕ έναν λόγο, ουσιαστικά είμαστε Έλληνες γιατί μιλάμε ελληνικά και όχι μόνο γιατί είμαστε από τον ίδιο τόπο και έχουμε την ίδια θρησκεία. Τελεία και παύλα πάνω σε αυτό.

ΚΑΙ πάμε στη δεύτερη ερώτηση: μπορεί να αντιστραφεί η κατάσταση; Ή να το πω και αλλιώς: μπορούμε (με την πείρα που συσσωρεύσαμε) να κάνουμε μια καινούργια αρχή;

ΚΑΤΑ τη γνώμη μου, όχι. Το παιχνίδι παίχτηκε και χάθηκε. Άσε που η σημερνή πραγματικότητα είναι πιο σκληρή από αυτή που επικρατούσε πριν 30 και 40 χρόνια όταν μπήκαν τα πρώτα θεμέλια στο οικοδόμημα.

ΓΕΝΙΚΟΛΟΓΟΝΤΑΣ, θα έλεγα ότι το εγχείρημα ήταν από την αρχή (πολύ) δύσκολο και οι συνθήκες αντίξοες.

ΤΟ κακό ξεκινούσε από την κούνια. Η μέση παροικιακή οικογένεια δεν είχε τα απαραίτητα πνευματικά εφόδια ώστε να εμπνεύσει τα παιδιά της την αγάπη για τον πολιτισμό της γενέτειρας.

ΤΑ εδώ ελληνικά σχολεία, οι εθνικές (και θρησκευτικές) γιορτές, οι παρελάσεις με τις εθνικές ενδυμασίες, το πολιτιστικό περιβάλλον του σπιτιού (και της παροικίας) γενικότερα, φαίνεται ότι ελάχιστους έμπνευσαν και κέρδισαν.

ΟΙ περισσότεροι χάθηκαν ή πέρασαν σε πλήρη αδράνεια για κάθε τι το ελληνικό, πέρα από κανένα πανηγύρι, γάμο, τσιφτετέλι ή σκυλάδικο τραγούδι και τίποτα διακοπές στην Ελλάδα στη χάση και τη φέξη

ΚΑΙ εκεί «σκοτώνουν» τον χρόνο των διακοπών τους «διασκεδάζοντας» σε κοσμικές (πολυεθνικές) παραλίες, κατάμεστες από κότερα, χλιδή, γυμνόστηθες, μπαράκια και ό,τι άλλο δοξάζει τον σημερινό τρόπος ζωής της παγκόσμιας πλέον κουλτούρας.

ΕΔΩ, πολλοί πλέον από εμάς δεν μιλάμε ελληνικά (με τα παιδιά μας) μέσα στα σπίτια μας. Περιμένουμε να μιλήσουν και να σπουδάσουν την ελληνική γλώσσα τα εγγόνια μας και μάλιστα μέσα στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο της πληροφορικής που η μητρική της γλώσσα (η αγγλική), είναι αναγκαία, κυρίαρχη και παντοδύναμη; Δεν θα είμαστε καθόλου καλά.

ΚΑΙ ενώ όλα αυτά συμβαίνουν γύρω μας, εμείς κλείνουμε πεισματικά τα μάτια και ούτε καν τα συζητάμε.

ΑΠΟ αμηχανία (και απογοήτευση) απαντούμε πολλές φορές στα αγγλικά, όταν αντιλαμβανόμαστε ότι έχουν ήδη εξαντλήσει (οι βλαστοί μας) το ελληνικό τους λεξιλόγιο, χαιρετώντας μας με το κλασικό πλέον «τι κάνεις θείο;»!

ΑΠΟ την άλλη, συνεχίζουμε να ξοδεύουμε εκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο για τη διατήρηση των ελληνικών μας Κολεγίων, αποδεχόμενοι έτσι (μοιρολατρικά) την παροικακή εκπαιδευτική πολιτική του «τι κάνεις θείο;».

ΤΟ επίπεδο των Κολεγίων μας (ως προς τα ελληνικά) και η ποιότητα (κυρίως) των ελληνικών που διδάσκονται, αποθαρρύνουν τους μαθητές να αγαπήσουν πραγματικά τον ελληνικό πολιτισμό και να σπουδάσουν (με όλη τη σημασία της λέξης) τη γλώσσα μας.

ΑΓΓΑΡΕΙΑ κάνουν οι περισσότεροι (δάσκαλοι και μαθητές), που ασχολούνται με το αντικείμενο. Τουλάχιστον αυτό μπορούμε να ισχυριστούμε συμπερασματικά εκ του αποτελέσματος.

ΞΕΡΩ ότι θα στενοχωρήσω αρκετούς αλλά θα το πω: η ελληνική μας εκπαίδευση έτσι όπως ασκείται (στην παροικία μας) «τα έχει φάει τα ψωμιά της. Εδώ δεν απέδωσε στα νιάτα της, θα κάνει θαύματα στα «γεράματά της;

ΤΑ λεφτά μας πετάμε και τον χρόνο μας χαλάμε. Το γενικότερο επίπεδο του «τι κάνεις θείο;» μας πάει προς τα πίσω. Η μόνη αξία που έχει είναι ως αντιστάθμισμα του τίποτα.

ΑΝΤΙ, δηλαδή, να μην υπάρχει τίποτα, προτιμούμε το αμέσως παραπλήσιο: να υπάρχει «κάτι». Έστω «για τα μάτια του κόσμου».

«ΚΑΤΙ» που να αμβλύνει τις συλλογικές μας ενοχές. «Κάτι» που να δικαιολογεί τους (δήθεν) αγώνες μας «για τον πολιτισμό και την γλώσσα μας», που φιγουράρουν ως ιδρυτική πράξη όλων ανεξαρτήτως των Οργανισμών μας.

«ΚΑΤΙ» και εδώ, όπως και σε άλλες δραστηριότητές μας, που να κλείνει την τρύπα του (παροικιακού) τίποτα για το οποίο θα μιλήσουμε την επόμενη βδομάδα. Γεια χαρά.    

Μπ. Στ.

Από τη διαμαρτυρία των φοιτητών του Πανεπιστημίου Ν.Ν. Ουαλίας