Μάθε τέχνη κι άστηνε, λέει ο λαός και η κ. Χριστίνα Τσίντου και την έμαθε και την δούλεψε. Όταν δε η ζήτηση άρχισε να μειώνεται, άλλαξε ρότα και πέρασε σε εντελώς διαφορετικό χώρο.
Το έχει μετανιώσει; «Ποτέ», θα πει. Ίσα-ίσα, θεωρεί τον εαυτό της τυχερό για τις ευκαιρίες που ανοίχθηκαν μπροστά της και τις γνωριμίες που έκανε με τη συμμετοχή της στο χώρο της μόδας. Την εποχή, μάλιστα, που το κλασσικό ντύσιμο απαιτούσε τα ανάλογα αξεσουάρ και οπωσδήποτε καπέλο.
Δηλώνει ότι έγινε καπελού εντελώς τυχαία, ενώ για την τέχνη της μαγειρικής αφού η κουζίνα την κέρδισε αργότερα, ήταν δική της επιλογή. Σύζυγος του γνωστού σεφ Τζιμ Τσίντου και από οικογένεια με ιστορία στα εστιατόρια, λογικό ήταν να βρίσκεται ανάμεσα σε κατσαρόλες, τηγάνια και συνταγές, οπότε θεωρεί την εξέλιξή της σε μαγείρισσα, σαν φυσική συνέχεια.
«Ήμουν 13 ετών όταν το 1955 ήλθαμε από την Κύπρο στην Αυστραλία. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των δικών μου, ήμουν λίγο μικρή για το γυμνάσιο και λίγο μεγάλη για το δημοτικό. Με πήρε, λοιπόν, ο πατέρας μου από το χέρι και πήραμε το δρόμο για δουλειά», λέει χαριτολογώντας.
ΕΚΛΕΚΤΗ ΠΕΛΑΤΕΙΑ
«Πρώτος σταθμός, ήταν ένα εργοστάσιο απέναντι από το Δημαρχείο Ρίτσμοντ, το οποίο έφτιαχνε καπέλα. Ο πατέρας με δήλωσε για 16χρονη, οπότε με καλοδέχθηκαν. Οι άνδρες δούλευαν τον σκελετό στα καλούπια, χρησιμοποιώντας ατμό για να μαλακώνει το ύφασμα ώστε να του δίνουν το σχήμα της παραγγελίας και εμείς, το γυναικείο προσωπικό, είχαμε την ευθύνη της διακόσμησης.
Τα στολίζαμε με λουλούδια, κορδέλες, οργάντζα, φτερά και άλλα σχετικά, για να το ομορφύνουμε και/ή να τα συνδυάσουμε με τα χρώματα της παραγγελίας. Βλέπετε, τότε, οι πελάτισσες, ερχόντουσαν με δείγμα από το ταγιέρ και έπρεπε να πετύχουμε το χρώμα.
Με τα σημερινά δεδομένα, η διαδικασία μπορεί να ακούγεται εύκολη. Τότε όμως ήταν πολύ δύσκολη, γιατί η ανάμειξη και οι αναλογίες των χρωστικών υλικών για να πετύχουμε το χρώμα που απαιτούσε η πελάτισσα, ήταν δική μας ευθύνη», προσθέτει.
Η κ. Τσίντου αναφέρεται, φυσικά, στην εποχή που το καπέλο ήταν απαραίτητο αξεσουάρ στο γυναικείο ντύσιμο και όχι μόνο. Το φόρεμα ή το ταγιέρ, έπρεπε να είναι σε συνδυασμό με τη τσάντα, τα παπούτσια, τα γάντια και το καπέλο. Και, φυσικά, τα ανάλογα κοσμήματα. Καρφίτσα στο πέτο, ταιριαστή με το περιδέραιο και τα σκουλαρίκια.
«Τότε η μόδα, έδινε μεγάλη έμφαση στην λεπτομέρεια. Πάρτε ένα φόρεμα του ‘50 και ‘60. Οι πιέτες, οι φιόγκοι, τα κορδελάκια, οι ζώνες, τα κεντήματα κ.λπ. το μετατρέπουν σε έργο τέχνης. Καμιά σύγκριση με τα τωρινά. Δεν υπάρχει γραμμή», εκτιμά η κ. Τσίντου.
ΚΟΣΜΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ
Μετά λοιπόν από έξι χρόνια, αφού γνώρισε τον σύζυγό της, ο οποίος εργαζόταν στο καφέ «El Toro», επί της Toorak Rd, στο Toorak, αποσύρθηκε σιγά-σιγά από το εργοστάσιο και μετέτρεψε ένα δωμάτιο του μικρού τους σπιτιού σε εργαστήριο. Στο μικρό αυτό εργαστήρι, απασχολούσε και τέσσερις με πέντε κοπέλες.
Έπαιρνε, όπως εξηγεί, παραγγελίες για όλα τα μεγέθη και γούστα. Είχε πολλές και καλές πελάτισσες. Στο εργαστήρι της, που το είχε ονομάσει Coquet, ερχόταν όλη η αφρόκρεμα της περιοχής για να αγοράσει. Μεταξύ των πελατών της ήταν και το Barkley’s στο Bourke Street στο σίτι. Οι παλαιότεροι θα το θυμούνται. Ήταν εκεί, που είναι σήμερα το David Jones.
«Ξέρετε, ο Ιππόδρομος ήταν τότε, όπως και τώρα, ένα κοσμικό γεγονός, αλλά με διαφορετικές προδιαγραφές. Το ντύσιμο ήταν σοβαρό και κομψό. Ταγιέρ σε κλασσική γραμμή και καπέλο που να ταιριάζει. Ήταν πραγματικά μια μέρα μόδας. Θυμάμαι, κατέβαιναν οι γυναίκες των φαρμαδόρων, που τότε είχαν χρήματα, και, ψώνιζαν ό,τι καλύτερο για την ημέρα. Οι αγρότισσες είχαν αδυναμία στα γούνινα καπέλα. Τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Πρόχειρο ντύσιμο, πολυσύνθετο και ποικιλόχρωμο για φευγαλέο εντυπωσιασμό», εκτιμά.
Ωστός, στη διαφορετικότητα, θεωρώ, ότι βοήθησε και η ίδια, αφού, όπως εξηγεί, το 1966 η δημιουργία της από την «Κοκέτα» – καπέλο που απεικόνιζε ιπποδρόμιο με αλογάκια να τρέχουν, ανθόκηπο και άλλα συναφή, συγκέντρωσε την προσοχή των κριτών και πήρε μια θέση στο φωτογραφικό ρεπορτάζ της εφημερίδας «Herald Sun».
ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΓΑ
«Από τότε, μου φαίνεται, η μόδα άρχισε να ξεφεύγει με αποτέλεσμα στις μέρες μας, να βλέπουμε στις ιπποδρομίες ό,τι πιο παράξενο», σημειώνει.
Ωστόσο, το καπέλο, άντεξε μέχρι τις αρχές του 70. Οι νύφες ζητούσαν από τις καπελούδες να επιμεληθούν την κορώνα και το πέπλο τους για την πιο σημαντική ημέρα της ζωής τους, ενώ όλες οι καλεσμένες ήταν ντυμένες ανάλογα.
Αυτό, το διαπιστώνουμε ξεφυλλίζοντας φωτογραφίες της εποχής, τότε που οι φωτογραφίσεις γίνονταν σε κλειστά στούντιο, συνήθως πολύ κοντά στις εκκλησίες, με το φωτογράφο να καλεί τη νύφη να επιλέξει, μεταξύ κουρτίνας και τοπίου.
Ώσπου μια καλή μέρα, τη θέση του καπέλου πήρε μια επιμελημένη κόμμωση. Σιγά-σιγά ξεχάστηκε και μπήκε στο χρονοντούλαπο. Με την ευκαιρία να ευχαριστήσουμε τις κυρίες Χρυσή Αγγελοδήμου και Σιάννα Παναγιωτοπούλου, που μάς προμήθευσαν τα καπέλα για τη φωτογράφιση.
«Τότε, θυμάμαι, οι καπελούδες τα είχαν έβαλαν με τις κομμώτριες, γιατί τους είχαν πάρει τη δουλειά», λέει με χιούμορ η κ. Τσίντου.
Διευκρινίζει δε ότι ενώ το 60 οι άνδρες πήγαιναν τακτικά στον ιππόδρομο, σπάνια συναντούσες Έλληνίδες. Και αυτό μόνο στο Melbourne Cup.
Την Τρίτη, λοιπόν, 3 του Νοέμβρη, ημέρα που η χώρα διαθέτει αποκλειστικά στα τετράποδα, ντυθείτε κομψά, ντυθείτε γιορτινά και δοκιμάστε τη τύχη σας. Δεν είναι απαραίτητο να πάτε στον ιππόδρομο. Μπορεί για παράδειγμα να οργανώσετε ένα γεύμα, ή ένα απογευματινό τσάι και να περάσετε με την οικογένεια και τους φίλους σας ευχάριστα την ημέρα.