Συνταξιδιώτες στον χρόνο

«Μπο­ρεί να μην εί­χε τη δυ­να­τό­τη­τα να με­τρη­θεί σε ύ­ψος με τον Πύρ­γο της Βα­βέλ, σί­γου­ρα ό­μως τον ξε­περ­νού­σε στις γλώσ­σες. Για όσους πέρασαν από το Μεταναστευτικό Κέντρο Υποδοχής της Μπονεγκίλα, χωρίς αμφιβολία, είναι μια αξέχαστη εμπειρία», είχε δηλώσει σε συνέντευξη στο «Ν.Κ.» τον Οκτώβρη του 1997, ο αείμνηστος Χά­ρης Τρα­χα­νάς.

Ως γνωστόν, η μεταφορά των μεταναστών, γινόταν με τρένο, α­πευ­θεί­ας α­πό το λι­μά­νι της Μελ­βούρ­νης – οι παλαιότεροι ενθυμούνται, ότι τότε υπήρχε εκεί σιδηροδρομική γραμμή, μέ­χρι που οι τε­χνο­κρά­τες του με­τα­να­στευ­τι­κού συ­στή­μα­τος, τούς ε­ξα­σφά­λι­ζαν ερ­γα­σί­α στην πό­λη ή στην ε­παρ­χί­α, ή κά­ποιος συγ­γε­νής ή φί­λος, φρό­ντι­ζε γι’ αυ­τούς.

Σύμ­φω­να με τα δια­θέ­σι­μα στοι­χεί­α, μέχρι το 1971 που έκλεισε τις πόρτες, πέ­ρα­σαν α­πό το Κέ­ντρο πά­νω α­πό 320.000 με­τα­νά­στες, με το με­γα­λύ­τε­ρο πο­σο­στό να προέρχεται α­πό μη αγ­γλό­φω­νες χώ­ρες. Ε­κτι­μά­ται, ό­τι κα­τά την 24χρο­νη λει­τουρ­γί­α του, φι­λο­ξέ­νη­σε νέους α­πό 31 χώ­ρες, με δια­φο­ρε­τι­κή κουλ­τού­ρα και πο­λι­τι­σμό, με τους Ευ­ρω­παί­ους να κα­τέ­χουν το με­γα­λύ­τε­ρο πο­σο­στό.
Έ­να πλή­θος α­μού­στα­κων πα­λι­κα­ριών και κοριτσιών, που ρί­κτηκαν με με­ρά­κι στη δου­λειά, βο­ή­θη­σαν στην α­νά­πτυ­ξη της οι­κο­νο­μί­ας της χώ­ρας και συ­νε­τέ­λε­σαν στην αύ­ξη­ση του πλη­θυ­σμού.

Υ­πο­λο­γί­ζε­ται ό­τι στο διάστημα 1955 και 1965, έ­φτα­σε στους Α­ντί­πο­δες το με­γα­λύ­τε­ρο κύ­μα του με­τα­να­στευ­τι­κού πλη­θυ­σμού. Με­τα­ξύ αυ­τών και έ­νας με­γά­λος α­ριθ­μός α­πό την Ελ­λά­δα, που εί­δε την χώ­ρα του Νό­του σαν τη γη της Ε­παγ­γε­λί­ας. Μια χώ­ρα που θα μπο­ρού­σε να κά­νει πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τα ό­νει­ρα και να στη­ρί­ξει τις ελ­πί­δες του.

ΣΗΜΕΙΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ

Άλλω­στε και τα κα­ρά­βια που κου­βα­λού­σαν τις νύ­φες και α­γκυ­ρο­βο­λού­σαν σε μη­νιαί­α βά­ση στα λι­μά­νια των με­γα­λου­πό­λε­ων, δεν εί­ναι μύ­θος. Εί­ναι μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα με αυ­θε­ντι­κές ι­στο­ρί­ες, φω­το­γρα­φί­ες και ντο­κου­μέ­ντα, ένα πολύτιμο κομμάτι της παροικιακής μας Ιστορίας.
Η πρόσφατη εκδρομή – γύρω στα εβδομήντα άτομα, με τη συμμετοχή του γενικού προξένου της Ελλάδας κ. Χρήστου Σαλαμάνη, πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του Συλ­λό­γου «Έλληνες Μετανάστες της Μπο­νεγ­κί­λα».

Το προσκύνημα, έφερε μνήμες και θύμισες από τον Καταυλισμό, που για χρόνια είναι γραμμένες στη μνήμη αυτών που πέρασαν και επιμένουν να θυμούνται αλλά κι αυτών που μελέτησαν και τον θεωρούν σημείο ιστορικής αναφοράς. Με μιάς λοιπόν, ο τόπος που πατούσαμε γέμισε ζωή. Αμέτρητα τα αμούστακα παλικάρια, οι κοπελιές με τις μακριές πλεξούδες και οι μάνες με μαντήλια στο κεφάλι, που φροντίζουν φοβισμένα τα ανήλικα παιδιά τους.
Εκεί η κουζίνα, όπου οι μάγειρες έχοντας ανάψει από νωρίς τα καζάνια – σέρβιραν ήδη το πρωινό, ετοιμάζουν το γεύμα. Δίπλα η τραπεζαρία με καθαρά τραπεζομάντιλα, οι κοιτώνες, οι παιδικοί θάλαμοι, το πλυσταριό και οι άλλοι βοηθητικοί χώροι.

Παρέκει το Tudor Hall του Μπλοκ 19 – με την μεγάλη αίθουσα ψυχαγωγίας που συγκεντρώνει και τους περισσότερους, το νοσοκομείο, η αίθουσα Αγγλικών – θυμάστε πιστεύω το: No English, No Job και άλλες παράγκες.

Εξωτερικά, ο πέριξ χώρος σφύζει από ζωή. Τα παιδιά παίζουν με τους καινούργιους τους φίλους, και, οι νέοι σε ομάδες, άλλοι προσπαθούν να βάλουν την μπάλα στο καλάθι ή στο δίκτυ, και άλλοι συζητούν με έντονες χειρονομίες ή εκφράζουν χαμηλόφωνα τον προβληματισμό τους.

ΚΑΙ ΓΑΜΟΣ

Τι λένε; Μα τι άλλο. Πότε θα τακτοποιηθούν σε δουλειά…
Ωστόσο, σήμερα το θέμα της συζήτησης που επικρατεί στα πηγαδάκια, είναι ο γάμος, ναι, με παπά και με κουμπάρο, που έγινε χθες στις 10 το πρωί και το πλουσιοπάροχο πρόγευμα που ακολούθησε, για να γιορταστεί η σημαντική ημέρα των νεόνυμφων, με καλεσμένους όλους τους τροφίμους.

Γι’ αυτό, άλλωστε, γύρω στο 1,5 ε­κα­τομ­μύ­ριο πο­λί­τες, διατηρεί στε­νούς θε­σμούς με τον μνη­μειώ­δη αυ­τό χώ­ρο, εί­τε προ­σω­πικά είτε μέσω της οικογένειάς τους, γιατί ο κα­ταυ­λι­σμός, λει­τούρ­γη­σε και ως τό­πος γνω­ρι­μί­ας, σύ­να­ψης σχέ­σε­ων με ο­μο­γε­νείς και αλ­λο­γε­νείς και φι­λί­ες που συ­νε­χί­στη­καν και συ­νε­χί­ζο­νται μια ζω­ή.
Χρήστος Κολιός από τα Γιάννενα: «Ταξίδεψα με το «Κερύνεια». Ήμασταν 1070 άτομα. Οι 940 από την Ελλάδα. Το καράβι έριξε άγκυρα στις 16 Μαρτίου 1955. Από το λιμάνι μάς έβαλαν στο τρένο για την Μπονεγκίλα. Στην καμπίνα μέναμε τρία άτομα. Μετά από δέκα μέρες, συγκέντρωσαν 60 με 70 άτομα και μας πήγαν στην Τασμανία. Ήμουν, βλέπετε, μαραγκός στο επάγγελμα. Εκεί εργάστηκα στις εγκαταστάσεις ηλεκτροδότησης. Ο μισθός μου ήταν 17 λίρες και 10 σελίνια. Ο τόπος ήταν αραιοκατοικημένος. Μετά από οκτώ μήνες, βρήκα δουλειά στο Ολυμπιακό στάδιο, εκεί που τον επόμενο χρόνο έγιναν οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Είναι η 4η φορά που επισκέπτομαι την Μπονεγκίλα. Παρ’ ότι έχουν περάσει τόσα χρόνια, εξακολουθεί να με συγκινεί».

Ο κ. Δημήτρης Ζώης από τη Ναύπακτο που ταξίδεψε το 1962 με το «Πατρίς», έχει ιδιαίτερους λόγους να επισκέπτεται το Κέντρο. Η βαλίτσα του βρίσκεται σε περίοπτη θέση στην βιτρίνα της εκθεσιακής αίθουσας της Βιβλιοθήκης Albury.

ΕΚΘΕΣΙΑΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ

Δημήτριος Γεωργαντάς από το Ελληνικό Αρκαδίας: «Ήμουν 20 ετών. Ταξίδεψα με το «Τασμανία» το 1955 και πέρασα από το Κέντρο. Έφυγα αναζητώντας το όνειρο. Δουλειά κι ένα καλύτερο μέλλον. Δόξα τω Θεώ, όλα κύλησαν κατ’ ευχή. Απέκτησα οικογένεια, εγγόνια και γενικά είμαι ευχαριστημένος από τη ζωή. Θεωρώ ότι η Μπονεγκίλα είναι ένας τόπος αναφοράς, αφού φιλοξένησε τόσο κόσμο, και, εύχομαι να εκτιμηθεί από τους νεότερους, αφού από εδώ ξεκίνησε η ιστορία των προγόνων τους».

Αξίζει να αναφέρουμε ότι τους εκδρομείς υποδέχθηκε ο κ. John Alker-Jones, Προεδρεύων της Συμβουλευτικής Επιτροπής Μπονεγκίλα. Βαθιά συγκινημένος ο κ. γενικός – εκτιμάται ότι είναι ο πρώτος διπλωμάτης που επισκέφτηκε τον μνημειακό τόπο, εξέφρασε την ικανοποίησή του για το χώρο που φιλοξένησε χιλιάδες ψυχές, τους πρόσφερε στέγη κι ένα πιάτο ζεστό φαγητό, μέχρι να ανοίξουν τα φτερά για νέους ορίζοντες.
 Το διή­με­ρο πρό­γραμ­μα πε­ρι­λάμβανε ε­πί­σκε­ψη στην εκκλησία των Ταξιαρχών, δείπνο στο χωλ της Ελληνικής Κοινότητας Albury και ε­πί­σκε­ψη στη Βιβλιοθήκη της πόλης, μια κτιριακή εγκατάσταση με μοντέρνες προδιαγραφές.
Η διεύθυνση του Μουσείου, εκτίμησε ιδιαίτερα τη δωρεά του κ. Κώστα Σαλαμούρα, ο οποίος ενώπιον του κ. Γενικού, πρόσφερε τη βαλίτσα του – αυτή που είχε φέρει τα λιγοστά του πράγματα αλλά με χίλια όνειρα κι ελπίδες, και, αρκετά κειμήλια για τον ίδιο και την οικογένειά του, όπως την τσατσάρα, το ξυράφι και το ψαλίδι που κούρευε, τη φλογέρα του και πολλές γραπτές αναφορές.

Η ΒΑΛΙΤΣΑ

Ο κ. Σαλαμούρας, κατάγεται από τον Αγραπιδόκαμπο της Ναυπακτίας. Ταξίδεψε με το «Κερύνεια» το 1956. «Ήμασταν 1200 επιβάτες. Ελάχιστοι με πρόσκληση. Όλοι μέσω της ΔΕΜΕ. Το καράβι, λόγω μηχανικής βλάβης, καθυστέρησε δώδεκα μέρες στο Φριμάντλ. Μας πήρε 46 μέρες να φτάσαμε στη Μελβούρνη. Μόλις λοιπόν έφτασα στην Μπονεγκίλα, φώναξαν το όνομά μου στο μεγάφωνο, για να παραλάβω το φάκελο με τις φωτογραφίες, που είχα βγάλει στον… Πειραιά και που είχαν φροντίσει οι συγγενείς μου να μού στείλουν. Βλέπετε, με την καθυστέρηση, ο φάκελος με πρόλαβε…».

Ο κ. Σαλαμούρας, είχε την πρόνοια να καταγράφει σε ημερολόγιο τις εμπειρίες του. Εκτός από κουρέας ήταν και μαραγκός. Μαζί με άλλους τον πήγαν στο Pine Hill της Κουησλάνδης όπου εργάστηκε στην κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών. «Μας πλήρωναν καλά. Ωστόσο δεν άφησα ποτέ το κούρεμα», θα πει χαριτολογώντας.
 Το έχουμε γράψει και άλλες φορές. Η ι­στο­ρί­α γρά­φε­ται και συ­μπλη­ρώ­νε­ται ό­σο υ­πάρ­χουν ζω­ντα­νές μνή­μες. Και αφού ο χρό­νος δου­λεύ­ει ε­να­ντί­ον μας, επιβάλλεται να καταγράφουμε, να θυ­μό­μα­στε και να τι­μού­με.

Πανέμορφο και το πράσινο χαλί που φόρεσαν οι κοιλάδες και οι βουνοπλαγιές και που υπομονετικά μάς συντρόφευσε στον προορισμό μας. Φαίνεται πως οι λιγοστές βροχές, έκαναν το θαύμα και βοήθησαν να μαζευτεί λίγο νερό για τις ανάγκες των αγροτών.