Μια νύφη του Μεσοπολέμου θυμάται…

Η Γιασεμή Χειδηριώτη του Εμμανουήλ και της Αναστασίας, ήλθε στην Αυστραλία το 1933, στην αρχή της εφηβείας της. Δεύτερη στη σειρά τεσσάρων κοριτσιών, μοσχαναθρεμμένων από την πανέμορφη Ερεσό της Λέσβου, τον τόπο που γεννήθηκε η μεγαλύτερη ποιήτρια όλων των εποχών, η Σαπφώ, αποδίδει το μεγάλο ταξίδι στις «περίεργες συνθήκες».

«Ο πατέρας μου ξενιτεύτηκε από 20 χρονών παλικάρι. Ένας θείος του τον πήρε στην Αμερική για να τον…  γλιτώσει από έναν άλλον θείο που ήθελε να τον κάνει καλόγερο! Το 1912 ήλθε πίσω, στην Ερεσό, παντρεύτηκε την κοπέλα που τού προξένεψαν και έφυγε ξανά για τη Νέα Υόρκη, αφήνοντας τη γυναίκα του έγκυο με την πρώτη τους κόρη, την Ελένη. Θα κάνει 8 χρόνια να γυρίσει».

 Είναι η μεγαλύτερη περίοδος που η Αναστασία Χειδηριώτη θα μείνει χωρίς τον άντρα της. Από κει και μπρος θα γυρίζει σε τακτά διαστήματα για να συμπληρωθεί η οικογένεια με άλλα τρία κορίτσια, τη Γιασεμή, την Ιουλία και την Αφροδίτη.
Τέσσερις κόρες στις αρχές του αιώνα παρουσίαζαν τεράστιο πρόβλημα αποκατάστασης. Ο Μανώλης Χειδηριώτης έκανε τους υπολογισμούς του και βρήκε ότι όσο σκληρά κι αν δούλευε, δεν έβγαινε.

«Έγραψε στη μητέρα μου ότι θα πάει στην Αυστραλία και μόλις μπορέσει θα μας πάρει κι εμάς. Θυμάμαι τη μητέρα μου να κάνει το σταυρό της και να ψιθυρίζει μια προσευχή. Αργότερα, θα μάς έλεγε ότι παρακαλούσε να έλθουν όλα δεξιά και να μπορέσουμε να ζήσουμε πια όλοι μαζί».
Στη συνέχεια, η αρχόντισσα που έχω σήμερα μπροστά μου, σύζυγος του αείμνηστου Χαράλαμπου Θεολόγου, θα δώσει εικόνες από την περιορισμένη ζωή τους στην Ερεσό, καταλήγοντας: «Δεν πηγαίναμε πουθενά, παρά μόνο στην εκκλησία. Οι μόνες επισκέψεις της μητέρας μας ήταν στις δύο θείες που είχαμε στο χωριό. Δεν ήθελε να δώσει αφορμή για σχόλια στην κλειστή κοινωνία που ζούσαμε και όλες μας οι κινήσεις ήταν υπό παρακολούθηση».

 ΣΤΗ ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ

«Όταν φτάσαμε στη Μελβούρνη, ο πατέρας μας γεμάτος χαρά, μάς πήγε στο σπίτι που είχε αγοράσει στο Park St., στο North Fitzroy, μια από τις καλύτερες περιοχές αυτή την εποχή. Το είχε επιπλώσει, η αυλή ήταν ολάνθιστη, το σπίτι γεμάτο δώρα. Τις μέρες που ακολούθησαν, μάς έπαιρνε μία-μία, εμένα και τις αδελφές μου, στο σίτι για να μάς αγοράσει καινούρια φορέματα. Μας άφηνε να διαλέξουμε ό,τι θέλαμε. Ένοιωσα σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων», θα πει με μια λάμψη στα μάτια, κάνοντας νοσταλγικά, το ταξίδι πίσω στο χρόνο.

Η Αυστραλία, εντούτοις, ήταν ακόμη μουδιασμένη από τη φοβερή κρίση του 1930, όπου η ανεργία είχε φτάσει σε ύψη-ρεκόρ, 25%, πάρα πολλοί είχαν χάσει τα σπίτια τους και έμεναν σε καλύβες που έφτιαξαν μόνοι τους, τα τρόφιμα ήταν λιγοστά, κι αυτά με κουπόνια.

«Η αλήθεια είναι ότι εμείς δεν ήλθαμε σ’ επαφή με δύσκολες καταστάσεις. Ο πατέρας μας ήταν μάγειρας σ’ ένα από τα μεγαλύτερα cafe στην πόλη και φρόντιζε να μη μάς λείψει τίποτε. Υπήρχε, εντούτοις, ρατσισμός, έντονος μπορώ να πω, όπου η λέξη «ντέϊγκο», ήταν στο καθημερινό λεξιλόγιο των Αυστραλών.
Ελληνικά δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε στις δημόσιες συγκοινωνίες γιατί εισπράτταμε το περίφημο «speak English». Αλλά ούτε και στο δρόμο. Εμένα και την αδελφή μου Ιουλία, όταν πήγαμε να γραφτούμε στο σχολείο, μας έβαλαν με τα παιδιά του Δημοτικού και μοιάζαμε περισσότερο με δασκάλες παρά με μαθήτριες. Αυτό, εξάλλου, λέγαμε στους εαυτούς μας για να παρηγορηθούμε!»

ΣΧΕΔΙΟ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΑΡΙΣΤΟ 
 
Εν τω μεταξύ, ο Μανώλης Χειδηριώτης ξεκίνησε το σχέδιο αποκατάστασης των κοριτσιών του, χωρίς να χάσει καθόλου καιρό.
«Για τη μεγάλη μας αδελφή την Ελένη που ήταν 19 χρόνων, έγραψε στη μητέρα μου να μη διανοηθεί να την παντρέψει στο χωριό, γιατί τής έχει ήδη έτοιμο το γαμπρό. Έτσι μόλις ήλθαμε, γνώρισε τον άντρα που είχε βρει ο πατέρας μου και έγινε ο γάμος πολύ γρήγορα. Μετά από επτά χρόνια, παντρευτήκαμε, με τον ίδιο τρόπο, η αδελφή μου Ιουλία κι εγώ. Έφερε ο πατέρας μου σπίτι δύο νέους που είχε γνωρίσει στο εστιατόριο που εργαζόταν, τον Γιώργο Καλδή, από τη Μυτιλήνη και τον Χαράλαμπο Θεολόγου, από την Αθήνα, με καταγωγή από τη Σμύρνη, και έγιναν οι γάμοι μας τον ίδιο χρόνο.

 Οι άντρες μας αγόρασαν ένα από τα μεγαλύτερα εστιατόρια της υπαίθρου, την εποχή εκείνη – 1941 – το Benalla Cafe και το Milk Bar που ήταν δίπλα σ’ αυτό. Είμαστε ευτυχισμένες. Παρ’ ότι εργαζόμασταν στο Milk Bar ατελείωτες ώρες και δεν πηγαίναμε στο κρεβάτι πριν τη 1 το πρωί, μάς άρεσε. Κάναμε τα απογέματα βόλτες στο χωριό, πηγαίναμε στο πάρκο, στα μαγαζιά. Είχαμε οικονομική άνεση, νοιώθαμε προνομιούχες!».
Τέλη της δεκαετίας του ’40 και ο ερχομός δύο αγοριών, του Πίτερ Θεολόγου και του Γιάννη Καλδή, θα οδηγήσουν στην πρακτική λύση της μετακόμιση …  κατά το ήμισυ, των οικογενειών, στη Μελβούρνη.

«Στα μαγαζιά δεν υπήρχε ούτε ίχνος αυλής, τα παιδιά δεν τα αφήναμε ούτε καν να πλησιάσουν την πόρτα, οπότε δεν υπήρχε άλλη διέξοδος».
Η Ιουλία Καλδή θα εγκατασταθεί με τον γιό της σε μια ωραία τούβλινη βίλλα στο Essendon, ενώ η Γιασεμή Θεολόγου σ’ ένα πανέμορφο W.B. με λουλουδιασμένο κήπο στο Pascoe Vale. Οι άντρες τους θα έρχονται εναλλάξ, κάθε Σαββατοκύριακο στη Μελβούρνη.

ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

«Είμαστε πολύ τυχερές», θα πει σήμερα, κάνοντας έναν σύντομο απολογισμό και καταλήγοντας ότι «αν μέναμε στο χωρίο, ο πατέρας μας έπρεπε να εξασφάλιζε δύο σπίτια στην καθεμιά για να μας παντρέψει. Ένα στο χωριό κι’ ένα στη Σκάλα. Και τι γαμπρό νομίζεις ότι θα βρίσκαμε. Κάποιον τσομπάνη.
 Οι άντρες ήταν λιγοστοί, γιατί οι νέοι, οι περισσότεροι κατέβαιναν στη Μυτιλήνη ή ξενιτεύονταν στην Αμερική».
Ναι, η πρακτικότητα του θέματος είναι όντως εντυπωσιακή. «Εδώ, μέσα σε δέκα χρόνια, μας πάντρεψε και τις τέσσερις με καλά παιδιά και επιχειρηματίες, χωρίς προίκα», θα καταλήξει, μη αφήνοντας ούτε μία μικρή χαραμάδα για να τρυπώσει νοσταλγία για τη μαγευτική Ερεσό.
Το αίσθημα της νοσταλγίας θα είναι, αντίθετα, πολύ έντονο, όταν η συζήτηση στρέφεται στην εποχή του ’50 και ’60 που τα καράβια ξεφόρτωναν τα νιάτα της πατρίδας στο Port Station Pier.

«Ήταν κάτι ασύλληπτα μεγάλο. Ήταν σα να ξύπνησε η Αυστραλία από ένα λήθαργο. Παλικάρια και νέες, πάνω στον ανθό της νιότης τους, έφταναν κάθε βδομάδα, κάτω στο λιμάνι, γεμάτοι ενθουσιασμό, ντυμένοι ωραία, μοντέρνα, σε αντίθεση με τους Αυστραλούς που ήταν κακοντυμένοι και άτσαλοι. Ήταν σα να φύσησε ένας άνεμος ζωής στην πόλη. Ο Ευαγγελισμός και ο Αη Γιώργης, κάθε Κυριακή, γέμιζαν από νεοφερμένους που ήταν εγκάρδιοι, φιλικοί, γεμάτοι ζωή και όνειρα για το μέλλον. Η Lonsdale St. και η Russell St. ήταν σαn να ήταν δρόμοι ελληνικοί. Παντού άκουγες να μιλάνε ελληνικά και μάλιστα μεγαλόφωνα, από τα μαγαζιά ξεχύνονταν τραγούδια του Τσιτσάνη, του Καζαντσίδη και του Γούναρη.

Οι άνθρωποι γνωρίζονταν εύκολα, γρήγορα, κάθε βδομάδα ήταν και κάποιος γάμος ή αρραβώνας. Η ζωή μας άλλαξε».
Ήταν μόνο η αρχή μιας εξέλιξης που θα συνεχιζόταν για δεκαετίες. Που θ’ άλλαζε για πάντα το πρόσωπο της Αυστραλίας. Που θα έδινε νέες ευκαιρίες στους μετανάστες που άφησαν την πατρίδα τους για ένα καλύτερο αύριο, αλλά θα συνέτεινε και στην αλματώδη ανέλιξη, οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική της Πέμπτης Ηπείρου.