Από τη χλιδή, στα παγκάκια!

Από τα ψηλά στα χαμηλά και από τα πολλά στα λίγα. Έζησε μέσα στον πλούτο και τη χλιδή. Δυστυχώς, όμως, η μοίρα θέλησε να τού δείξει το πιο σκληρό πρόσωπό της. Από τα πεντάστερα ξενοδοχεία, βρέθηκε άστεγος στα παγκάκια της Αθήνας.

Λένε ότι η μοίρα πολλές φορές παίζει περίεργα παιχνίδια και στην περίπτωση του 75χρονου Παντελή Παντελίδη έπαιξε το πιο άσχημο, αφού από μετρ σε πολυτελή ξενοδοχεία ανά την υφήλιο κατέληξε άστεγος στην Αθήνα. Έζησε σε έξι χώρες: Καναδά, Γαλλία, Λίβανο, Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, Αυστραλία, ΗΠΑ. Δούλεψε στα πιο ακριβά εστιατόρια, σε υπερπολυτελή ξενοδοχεία, σε κέντρα διασκεδάσεως, σε μπουζούκια, σε κρουαζιερόπλοια. Έζησε τον πλούτο και τη χλιδή από μέσα. Γνώρισε λεφτάδες, στελέχη πολυεθνικών και βασιλιάδες, έκανε γερό κομπόδεμα. Σπίτια, λεφτά, ρούχα, αυτοκίνητα, μποέμικη ζωή. Δεν έλειψε τίποτα ούτε από τον ίδιο, ούτε από την οικογένειά του.

Μέχρι που ήρθε, όπως λέμε, η κακιά ή ώρα. Όχι, ο Παντελής δεν είχε πάθη. Όμως για κακή του τύχη, το 1989 έχασε το παιδί του, το δωδεκάχρονο αγγελούδι του. Αυτό ήταν το πρώτο «χαστούκι». Έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του. Οξεία περιτονίτιδα. «Δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα. Από κει και πέρα, άρχισε σιγά-σιγά η κάτω βόλτα… Δεν μπορούσα να το ξεπεράσω και να αφοσιωθώ στη δουλειά μου». Οι λέξεις βγαίνουν με δυσκολία όταν μιλάει για την κόρη του.

Πάνω που πήγε να συνέλθει, ένα δεύτερο σοκ έρχεται να τον αποτελειώσει ψυχολογικά και οικονομικά. Το 1999 διαπιστώνει ότι η γυναίκα του πάσχει από καρκίνο του στήθους. Ένας δεύτερος Γολγοθάς αρχίζει: νοσοκομεία, λεφτά, γιατροί, νοσοκόμες, εξετάσεις, δρόμος χωρίς επιστροφή. Η θεραπεία που κάνει η γυναίκα του στην Ελλάδα δεν φέρνει το επιθυμητό αποτέλεσμα και αναγκάζεται να την πάει στο εξωτερικό. Στην αρχή, Αγγλία και μετά Γερμανία, στα καλύτερα νοσοκομεία. Άλλα έξοδα, άλλοι γιατροί, άλλες νοσοκόμες. Πουλάει τα πάντα. Σπίτια, οικόπεδα, ό,τι έχει και δεν έχει. Το κομπόδεμα εξανεμίζεται σε χρόνο-ρεκόρ. Παρά τις προσπάθειες, η γυναίκα του κατέληξε από την επάρατη νόσο και μένει πλέον μόνος του στα 65. Όπως συνήθως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις, οι συγγενείς γίνονται καπνός: «Και μου το ’λεγε ο μακαρίτης ο πατέρας μου: “Καλύτερα να ’χεις φίλους, παρά συγγενείς”», λέει δακρυσμένος.

Ο δρόμος για το παγκάκι αναπόφευκτος. Στην αρχή στην πλατεία Κοραή, μετά στο Σαράφειο Κολυμβητήριο και μετά: «Με βροχή και με χιόνια έμενα σε ένα παγκάκι και είχα βάλει για στέγη ένα κομμάτι πλαστικής τέντας. Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης κατάντησα». Δέκα χρόνια το παγκάκι με τον ουρανό και τα αστέρια για ταβάνι ήταν το σπίτι του. Άστεγος. Όμως δεν το έβαλε κάτω. Δεν βγήκε ποτέ στην επαιτεία. Δούλεψε όσο μπορούσε. Δουλειές του ποδαριού, ίσα για ένα χαρτζιλίκι. Σήμερα τον βρήκαμε σε ένα οικόπεδο της ΜΚΟ «Κλίμακα». Μαζεύει και διαχωρίζει ανακυκλώσιμο χαρτί για να βγάλει το χαρτζιλίκι του. Βρίσκει λίγη ζεστασιά σε ένα μικρό δωματιάκι δύο επί δύο. Όμως δεν βγαίνει έξω όταν βρέχει. Φοβάται πια τη βροχή, όπως λέει άλλωστε, την έχει φάει με το κουτάλι…

Διαβάζοντας την ιστορία του Παντελή εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει ότι όλοι κάποια στιγμή μπορούμε να βρεθούμε στη θέση του. Άλλωστε, αρκεί ένα «κλικ», όπως λέμε, για να γυρίσει ο κόσμος τούμπα. «Τι είναι ο άνθρωπος;» Επίκαιρο όσο ποτέ το ερώτημα μιας παλιάς ελληνικής ταινίας. «Τι είναι ο άνθρωπος; Ένα τίποτα…»