Είχαμε βρεθεί στην κηδεία του φίλου μας του Νικόλα. Από κηδείες τα τελευταία χρόνια, να φάνε και οι κότες.

Στην κηδεία λοιπόν του φίλου μας του Νικόλα, οι συγγενείς, μετά τον ενταφιασμό, δέχτηκαν συλλυπητήρια στο σπίτι.     
Κόσμος πολύς, μια και ο.. μακαρίτης, είχε τον τρόπο του, είχε το κάτι τι του, που λέμε. 

Αγαπητός, γλεντζές, ανακατεμένος στα πολιτικά και πολιτιστικά της παροικίας μας, χωρατατζής και ωραίος άνθρωπος ο Νικόλας απ’ εκείνους που ο χαμός του αφήνει κάποιο κενό, που λέμε.

Είχαμε μαζευτεί κάπου επτά από εμάς, που θεωρούμεθα οι «δικοί του», οι «κολλητοί» και προστέθηκε στη συντροφιά μας και ο αδελφός του θανόντος, ο Περικλής, μερικά χρόνια μικρότερος του.

Θέμα συζήτησης ο.. μακαρίτης και οι πρόχειρες και βιαστικές ευχές που δίδονται αυτές τις… άγιες μέρες και γενικά τις εορταστικές περιόδους.
Έτυχε να θυμηθώ και ανέφερα την περίπτωση συναδέλφου ο οποίος, συνοδευόμενος από τον φωτογράφο μας, πήγε να πάρει συνέντευξη από έναν ομογενή ενενήντα εννέα ετών, να του ζητήσει το μυστικό της μακροζωίας, να τον φωτογραφίσει και να τον βάλουμε στην πρώτη σελίδα μιας κάποιας από τις εκδόσεις της Πέμπτης  
Από συνήθεια κι από κεκτημένη ταχύτητα, ο συνάδελφος ευχήθηκε στον παππού να τα… εκατοστίσει.

Ο σχεδόν αιωνόβιος παππούς, φώναξε τον γιο του που είχε την ιδέα να καλέσει τον «Νέο Κόσμο» και με μια δόση θυμού και πίκρας του λεει:
 «Αυτούς τους δύο να τους διώξεις, δεν είναι καλοί άνθρωποι, ούτε καλοί δημοσιογράφοι, μου ευχήθηκαν και μου έδωσαν ένα χρόνο ζωής μόνο, λες και αν μου έδιναν παραπάνω θα τα έκοβαν από τα δικά τους χρόνια, διώξτε τους».

Οι ευχές πρέπει να είναι προσεκτικές και συγκεκριμένες είπε ο μεγαλύτερος της παρέας. Τις πετάμε, έτσι από συνήθεια και πολλές φορές τον προσβάλουμε τον άλλον. Ο Νικόλας πέθαινε και μπαίνει κάποιος, ανιψιός του νομίζω και του πετάει ένα…. «μια χαρά σε βλέπω θείο».
Από διάθεση να του ανεβάσει το ηθικό ίσως, αλλά το πικρό χαμόγελο του ετοιμοθάνατου, έγινε πικρότερο.
Συμφωνήσαμε όλοι μαζί του, ότι γενικά θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί γιατί η διάθεσή μας να ευχαριστήσουμε κάποιον, μας κάνει πολλές φορές υπερβολικούς, ακόμη και φαιδρούς.

Ο Αργύρης, ένας από τους φίλους με εκλεπτυσμένο χιούμορ και με διάθεση να διακωμωδεί τα πάντα, ανάφερε την περίπτωση της γυναίκας του. Περισσότερο για να δώσει ένα διαφορετικό τόνο, στην θλιμμένη ατμόσφαιρα και να «χαλαρώσει» το βαρύ κλίμα:

 «Οι περισσότεροι αν όχι όλοι γνωρίζετε την γυναίκα μου. Αν όχι όμορφη, χαριτωμένη υπήρξε. Λεπτή και κομψή, αναμφισβήτητα υπήρξε. Τώρα έχει παχύνει και έχει γίνει σαν… τρίφυλλη ντουλάπα. Πασχίζει, θεωρητικά, να σταματήσει να τρωει και από τη στεναχώρια της που δεν μπορεί να χαλιναγωγήσει την μόνιμη όρεξή της, τρώει για να… ξεχάσει. Η αιτία, λέει, είμαι εγώ που με αγάπησε πολύ και έγινε πρώτη μαγείρισσα, για μένα και δοκιμάζει και αυτή που παχαίνει γιατί έχει… τάση στο πάχος, αλλά μέχρι το καλοκαίρι θα έχει μείνει, λεει, η μισή και λιγότερο και θα απλώσει την κορμάρα της στην άμμο… της παραλίας.
Δεν μου έχει πει αν έχει απλώς τάση στο πάχος ή υψηλή τάση και σε ποίο, συγκεκριμένα, καλοκαίρι αναφέρεται. Και έχεις και την εξαδέλφη της την Βούλα που, σαν χαλασμένος δίσκος γραμμοφώνου, επαναλαμβάνει τα ίδια ανούσια στον ίδιο ρυθμό, στο ίδιο μοτίβο: «Καλέ τι πράγμα είναι αυτό με σένα; Τι κάνεις και μένεις ίδια; Πως τα καταφέρνεις; Τριάντα χρόνια που σε θυμάμαι και ο χρόνος δεν περνάει από πάνω σου. Φτου, φτου να μη σε ματιάσω». Η δικιά μου, την κοιτάζει, της χαμογελάει και της πετάει ένα «να είσαι καλά, Βούλα μου, σ’ ευχαριστώ».

 Την ευχαριστεί αντί να της πει ότι ο χρόνος δεν περνάει από πάνω της γιατί μπαίνει μέσα της, υπό μορφή τροφής και της έχει ρίξει κοντά σαράντα κιλά παραπάνω. Να ζήσετε, να τα εκατοστίσετε, να τα χιλιάσετε, χρόνια πολλά, καλούς απογόνους, ευχές ανούσιες, υπερβολικές, εξωπραγματικές, συνέχισε ο Αργύρης. Ακούσαμε να λένε και είπαμε και εμείς στους τεθλιμμένους συγγενείς, «να ζήσετε να τον θυμάστε.» Να ζήσουν για να θυμούνται έναν πεθαμένο; Δε συμφωνώ.

Να ζήσουν για να ευτυχήσουν να δουν και να νιώσουν λίγες χαρές και να τον θυμηθούν με κάποια ευχάριστη διάθεση, μια κάποια ώρα, ναι. Και καλύτερα να μην το θυμηθούν γιατί κάθε φορά που θυμόμαστε κάποιο αγαπημένο πρόσωπο που έφυγε, την ψυχή του κουράζουμε ενώ εκείνος «έφυγε» για να ξεκουραστεί. Εγώ πέρσι τα Χριστούγεννα ένοιωσα λίγο αληθινός άνθρωπος. Πήγα σ’ ένα νοσοκομείο να δω κάποιον γνωστό και όποιον άρρωστο έβλεπα, του ευχόμουνα λιγότερο πόνο.  Σ’ αυτούς που πολεμούν ευχήθηκα λιγότερο πόλεμο και λιγότερο αίμα. Σ’ άλλους ευχήθηκα λιγότερο μίσος. Από τώρα και στο εξής θα αποφεύγω να λεω Χρόνια Πολλά. Θα ευχηθώ για λιγότερες πίκρες, λιγότερες αγωνίες, λιγότερη δυστυχία, λιγότερο άγχος, λιγότερο βάρος στην ψυχή σου, λιγότερες αρρώστιες. Εγώ θα εύχομαι για λιγότερα κι’ ας με περνάνε για τρελό. Μόνο για τα παιδιά θα παρακαλώ και θα εύχομαι χρόνια πολλά, κατέληξε ο Αργύρης».

Και τις δικές μου ευχές να περάσετε όπως θέλετε και αυτή την εορταστική περίοδο.