«Θα σε σκοτώσω αν τολμήσεις να φύγεις»

Η Ελένη και η Μαρία είναι δύο ομογενείς δικηγόροι που η κάθε μία γνώρισε από διαφορετικό μετερίζι το φαινόμενο της οικογενειακής βίας.

Η Ελένη άφησε τον γάμο της παράλυτη από το ξύλο και έζησε την βία στο πετσί της για 16 ολόκληρα χρόνια. Η Μαρία Δημοπούλου, αγωνίζεται για πάνω από 25 χρόνια τώρα για να αντιμετωπιστεί αυτό το καθημερινό φαινόμενο βίας που ζει και βασιλεύει πίσω από κλειστές πόρτες και φοβισμένα γυναικεία ή παιδικά μάτια.

Η ιστορία της Ελένης είναι η μαρτυρία, είναι η πραγματικότητα, που, όπως, δυστυχώς, διαπίστωσα, ακόμα και σήμερα πολλοί αρνιούνται να παραδεχθούν. Η ιστορία της Μαρίας είναι το αντίδοτο…

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ

Η Ελένη γνώρισε τον… «άντρα της ζωής της» όταν ήταν ακόμα φοιτήτρια Νομικής στο Monash. «Ήταν ελληνικής καταγωγής, περίπου 6 χρόνια μεγαλύτερός μου, με διδακτορικό στα Μαθηματικά και ενδιαφέρον άνθρωπος», λέει η Ελένη σήμερα.
«Στην οικογένειά μου, η τιμή της κοπέλας ήταν μεγάλη υπόθεση. Μεγάλωσα με αυτές τις αρχές και αυτές ενστερνίστηκα», μου λέει. Μιλάμε για τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και όχι τη δεκαετία του ’50, αλλά η προκατάληψη ή, τέλος πάντων, οι όποιες αντιλήψεις των Ελλήνων γονέων δεν αλλάζουν και εύκολα, έστω και αν όλα τα άλλα γύρω τους μεταβάλλονται.

«Τους πρώτους έξι μήνες της γνωριμίας μας ήταν άψογος. Τον ερωτεύτηκα. Όλα άλλαξαν όμως από την στιγμή που ξεκίνησαν οι σεξουαλικές μας σχέσεις. Και ήταν τόσο απότομη αυτή η αλλαγή, ήρθε με ένα χαστούκι επειδή του είπα ότι θα έπρεπε να γυρίσω σπίτι νωρίς εκείνο το βράδυ. ‘Θα κάνεις ό,τι θέλω εγώ’ μου είπε αγριεμένος».

Η Ελένη, παράλληλα με τις σπουδές της, εργαζόταν σε δικηγορικό γραφείο εκείνη την εποχή. Η επικρατούσα συμβουλή στον εργασιακό της χώρο: «Ποτέ δεν αντιμιλάς σε δικηγόρο, ιδιαίτερα όταν αυτός είναι θυμωμένος. Κάνεις τη δουλειά σου και δεν ανοίγεις το στόμα σου». Με τον ίδιο τρόπο η Ελένη λειτούργησε και στην σχέση της με τον φίλο της. «Δεν είπα τίποτα. Έπαθα σοκ, αλλά τον αγαπούσα. Από την άλλη, το γεγονός ότι είχα ερωτική σχέση μαζί του αυτόματα λειτούργησε στο μυαλό μου σαν αποδοχή της αδυναμίας μου. Αυτός ήταν ο πρώτος άνδρας της ζωής μου και αν ήθελε να με παντρευτεί θα τον παντρευόμουν. Κανένας άλλος δεν θα γύριζε να με κοιτάξει. Δεν ήμουν πλέον παρθένα. Ήμουν σκουπίδι», μου λέει η Ελένη, εκθέτοντάς μου έναν «παράλογο» με τα δεδομένα κάθε λογικού ανθρώπου, συρμό σκέψης. Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι η Ελένη ήταν μία πανέμορφη κοπέλα που κατά καιρούς έκανε και μόντελιγκ.
Το ξύλο συνέχισε στη σχέση της Ελένης. Και ο πρώην άντρας της κατάφερε να την παγιδεύσει σε μία σχέση που μπορεί οι γονείς της Ελένης να θεωρούσαν υγιή και απόλυτα αποδεκτή και να περηφανεύονταν που η κόρη του παντρεύεται κοτζάμ διδάκτορα, αλλά γι’ αυτή δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα καθημερινό βασανιστήριο.
Ο «γαμπρός» φρόντισε να την φέρει εκτός απροόπτου και να πάει στους γονείς της, χωρίς αυτή ούτε καν να το γνωρίζει. «Δεν ήθελα να απογοητεύσω τους γονείς μου και τον παντρεύτηκα».

Στα 14 χρόνια που άντεξε σ’ αυτόν τον γάμο, πήγε στο νοσοκομείο μαυρισμένη στο ξύλο 15 φορές.
Η αστυνομία χτύπησε την πόρτα της μία φορά μέσα σε αυτά τα 14 χρόνια. Την είχαν καλέσει οι γείτονες. Η Ελένη τους άνοιξε την πόρτα και με ένα μαχαίρι σφηνωμένο στην πλάτη της, είπε στην αστυνομικό που βρισκόταν στην πόρτα της ότι έπεσε από την σκάλα και γι’ αυτό φώναζε.

Ο γάμος αυτός τελείωσε, αφήνοντας τραγικά τραύματα όχι μόνο στην ίδια, αλλά και στο 6χρονο παιδί της. Ήταν Νοέμβρης του 1998 όταν τους κάλεσε ο διευθυντής του σχολείου που πήγαινε ο γιός τους. «Το παιδί σας έχει σοβαρά προβλήματα μάθησης. Ίσως θα πρέπει να το πάτε σε ειδικό σχολείο», τους είπε και ο άντρας της Ελένης μεταμορφώθηκε σε μαινόμενο ταύρο έτοιμο να ορμήσει ακόμα και στον διευθυντή. Βγήκε από το γραφείο χτυπώντας την πόρτα, αφήνοντας σ’ αυτό την Ελένη και τον δάσκαλο. «Ελένη, μου λες ότι αγαπάς το παιδί σου, αλλά δεν το αγαπάς. Αν αγαπάς το παιδί σου πρέπει να το πάρεις και να φύγεις», της είπε ο διευθυντής.
Από εκείνη την στιγμή, η Ελένη άρχισε να αντιμιλά. Άρχισε να αντιδρά. Αυτό το πλήρωσε με ακόμα περισσότερο ξύλο.

Ήταν Φλεβάρης του 1999. Γύρισε με τον γιό της στο σπίτι εκείνο το απόγευμα. «Γιατί άφησες το peanut Butter έξω από το ψυγείο;» την ρώτησε ο «σύζυγος». «Αφού το είδες στο πάγκο γιατί δεν το έβαλες στο ψυγείο;» του ανταπάντησε η Ελένη. Δεν χρειαζόταν άλλη αιτία, ο διάολος είχε μπει μέσα του.
«Με πλάκωσε στο ξύλο. Με χτυπούσε στο κεφάλι, με έσυρε στο πάτωμα από τα μαλλιά. Με κλωτσούσε, μου έριχνε μπουνιές. Μάλλον ήθελε να με σκοτώσει, αλλά φοβήθηκε. Κάποια στιγμή σταμάτησε. Εγώ αιμόφυρτη και αδύναμη να πάρω τα πόδια μου στο πάτωμα. Μου ζήτησε συγνώμη, μου είπε ότι με αγαπά και βγήκε στην αυλή. Φώναξα το παιδί μου και του ζήτησα να μου φέρει το κινητό μου. Δεν άντεχα άλλο. Τηλεφώνησα στους γονείς μου. ‘Πατέρα φεύγω από το σπίτι μου, δεν αντέχω άλλο’. Ο πατέρας μου με ρώτησε γιατί. Κανένας δεν είχε καταλάβει τίποτα από την οικογένειά μου μέχρι τότε. ‘Γιατί με έχει σπάσει στο ξύλο’ του απάντησα κλαίγοντας. Οι γείτονες είχαν ήδη καλέσει την αστυνομία. Λιποθύμησα. Όταν άνοιξα τα μάτια μου λίγα λεπτά αργότερα ένας δίμετρος αστυνομικός στεκόταν δίπλα μου. ‘Ελένη κανόνισε πού θα πάει το παιδί σου’ μου είπε. ‘Σ’ αυτό το σπίτι δεν γυρίζεις πάλι’».

Η Ελένη είχε πάθει μερική παράλυση από το ξύλο. Νοσηλεύτηκε για τρεις μήνες στο νοσοκομείο για να συνέλθει. Ακόμα και σήμερα δεν έχει αίσθηση της αριστερής πλευράς του κεφαλιού της.
Ο νόμος σήμερα την προστατεύει με όλα τα μέσα που υπάρχουν. Έχει εφ’ όρου ζωής περιοριστικά μέτρα κατά του πρώην συζύγου της. Είναι από τις λίγες γυναίκες στη Βικτώρια που το έχουν καταφέρει αυτό.
Ο γιός της Ελένης μία φορά την εβδομάδα και μέχρι να γίνει 19 ετών θα βλέπει ψυχολόγο. Σήμερα είναι γύρω στα 15 και ένα φυσιολογικό παιδί και να σημειωθεί άριστος μαθητής.

Η Ελένη δηλώνει ευτυχισμένη αλλά ακόμα… φοβάται.
«Ο φόβος ποτέ δεν θα με αφήσει. Δεν έχω πλέον εφιάλτες, αλλά ναι φοβάμαι ότι κάποια στιγμή θα προσπαθήσει να με σκοτώσει γιατί έφυγα», μου λέει με μάτια βουρκωμένα.

Της ζητώ συγνώμη που ζωντάνεψα στο μυαλό της εικόνες που με πολλές προσπάθειες θέλει να ξεχάσει.
«Μην μου ζητάς συγνώμη» μου απαντά. «Είπα την ιστορία μου για να δώσω ένα μήνυμα. Κανένας άνθρωπος δεν αξίζει τέτοια μεταχείριση και υπάρχει ελπίδα για κάθε γυναίκα».

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ

Η Μαρία Δημοπούλου είναι η…  άλλη δικηγόρος της ιστορίας μας, το «αντίδοτο». Είναι αυτή που για 25 περίπου χρόνια τώρα πολεμά σε νομικό επίπεδο τη βία κατά των γυναικών. Ξεκίνησε αυτή τη μάχη της ως νομική σύμβουλος στο κέντρο Οικογενειακής Βίας και Αιμομιξίας (Domestic Violence and Incest Resource Centre) ως φοιτήτρια της Νομικής τότε, βοηθώντας γυναίκες μη αυστραλιανής καταγωγής. Τα μάτια της είδαν και άκουσαν πολλά αυτά τα χρόνια.
Το 1992 έγραψε το βιβλίο «Αίμα στα Χέρια μας – Δολοφονίες Γυναικών και Παιδιών λόγω της Οικογενειακής Βίας». Πέρυσι, η Μαρία Δημοπούλου ήταν ένα από τα εννέα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου για την Καταπολέμηση της Οικογενειακής Βίας για Γυναίκες και Παιδιά».

Το μόνο ελληνικής καταγωγής μέλος του Συμβουλίου που η ομοσπονδιακή κυβέρνηση επέλεξε για να οριοθετήσει τις κατευθύνσεις μέσα στις οποίες πρέπει να κινηθεί η νομοθεσία προκειμένου να καταπολεμήσει όσο είναι δυνατό το φαινόμενο της οικογενειακής βίας.

Οι θέσεις της Μαρίας τεκμηριώνονται με αριθμούς και καταγράφονται στην έκθεση που κατέθεσε τα Συμβούλιο στην κυβέρνηση τον Μάρτιο.
«Η βία δεν χτυπά μόνο τις γυναίκες της εργατικής τάξης, τις γυναίκες χαμηλού μορφωτικού επιπέδου. Δεν υπάρχουν στερεότυπα ούτε για τα θύματα, ούτε για τους θύτες. Η μία στις τρεις γυναίκες έχουν πέσει θύματα κακοποίησης και μία στις πέντε γυναίκες της Αυστραλίας θύματα σεξουαλικής βίας. Κάθε γυναίκα έχει δικαίωμα να νοιώθει ασφαλής μέσα στο σπίτι της. » λέει η Μαρία.

Την ρωτάω για το πόσο μεγάλο είναι το πρόβλημα στην ελληνική παροικία.
«Είναι μεγάλο, όσο και αν αυτό είναι αδύνατο να υποστηριχθεί αυτό με στατιστικά στοιχεία. Σύμφωνα με την μέχρι τώρα εμπειρία μου, δυστυχώς, αυτή είναι η αλήθεια. Τα μόνα στατιστικά στοιχεία που έχουμε στην διάθεσή μας όσον αφορά την οικογενειακή βία, είναι αυτά που απορρέουν από καταγγελίες. Από την άλλη, είναι πολύ ευαίσθητο το όλο θέμα όσον αφορά τις εθνικές μειονότητες. Οι υπηρεσίες φοβούνται ότι αν αρχίσουν να κατηγοριοποιούν διαφορετικές εθνικότητες σε σχέση με τα επεισόδια βίας, θα κατηγορηθούν για φυλετικές διακρίσεις. Γι’ αυτό και τα στατιστικά στοιχεία που έχουμε μέχρι σήμερα δεν αναφέρονται σε διαφορετικές εθνικότητες, αλλά λέγοντας αυτό να προσθέσω ότι υπάρχουν πολλές περιπτώσεις γυναικών ελληνικής καταγωγής που δολοφονήθηκαν από τους συζύγους ή συντρόφους τους».

Με δεδομένο το γεγονός ότι η οικογενειακή βία χτυπά σχεδόν μία στις τρεις γυναίκες στην Αυστραλία, η κ. Δημοπούλου προτρέπει την οργανωμένη παροικία να κάνει κάτι.
«Ξέρω ότι είναι ακόμα ταμπού να παραδεχθούμε σαν κοινότητα ότι η οικογενειακή βία είναι φαινόμενο που ζει και βασιλεύει στην παροικία μας. Αυτός ο στρουθοκαμηλισμός δεν βοηθά κανέναν μας όμως. Όλοι θέλουμε υγιείς οικογένειες. Η Εκκλησία μας θα πρέπει να πρωτοστατήσει στην μάχη κατά της οικογενειακής βίας. Πρέπει να προλάβουμε σαν παροικία το φαινόμενο. Είμαστε από τις οργανωμένες παροικίες σ’ αυτή τη χώρα και πρέπει να πάρουμε την πρωτοβουλία να γίνουμε παράδειγμα για τις κοινότητες των νέων μεταναστών. Θα ήταν ευχής έργο αν η εκκλησία μας σαν υπεύθυνος οργανισμός βγει και καταδικάσει την οικογενειακή βία. Ξέρω οι ιερείς μας καθημερινά και σε προσωπικό επίπεδο το κάνουν, αλλά θα ήθελα να δω μία πιο οργανωμένη αντίδραση. Να γίνουμε παράδειγμα προς μίμηση. Η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης και Βικτωρίας μπορεί να κάνει το ίδιο. Υπάρχουν πολλά χρήματα στην διάθεση των οργανισμών μας για να μορφώσουν τα παιδιά μας. Τα σχολεία μας θα κάνουν την δουλειά τους για να διδάξουν τα παιδιά μας τι σημαίνει σεβασμός μεταξύ των ανθρώπων αλλά τα σχολεία χρειάζονται αρωγούς σ’ αυτή του τη δουλειά. Μέχρι στιγμής δεν έχω δει κανέναν ελληνικό οργανισμό να αναλάβει μία τέτοια πρωτοβουλία».
Και η κ. Δημοπούλου δεν μιλά μόνο για τα σημερινά θύματα μιλά και για τα μελλοντικά θύματα. «Κάθε κοινότητα έχει μέρισμα ευθύνης στην καταπολέμηση της οικογενειακής βίας. Αν δεν το κάνουμε σήμερα, τα θύματα της θα ξεπεράσουν τα όρια της δεύτερης ή τρίτης γενιάς. Είναι ευθύνη όλων μας», καταλήγει η κ. Δημοπούλου.

Δύο ιστορίες, ένα όμως το μήνυμα και των δύο γυναικών. Η οικογενειακή βία κατά των γυναικών είναι υπαρκτή, ίσως κρυμμένη πίσω από την πόρτα πολλών σπιτιών αλλά υπαρκτή. Kαι ο καλύτερος σύμμαχος και βοηθός για την εξάλειψη του φαινομένου βρίσκεται δίπλα μας, είναι ο σύζυγος, ο γιός, ο πατέρας. Eίναι οι άντρες της ζωής μας.