Γεωπολιτικό αντίκτυπο, με τα τύμπανα του πολέμου να ηχούν στο βάθος, αποκτά η αποτυχημένη επίθεση αυτοκτονίας του Νιγηριανού Ομάρ Φαρούκ Αμπντουλμουταλάμπ στην πτήση Άμστερνταμ – Ντιτρόιτ της Northwest Airlines ανήμερα τα Χριστούγεννα. Διαστάσεις μείζονος απειλής προσλαμβάνει η παρουσία της Αλ Κάιντα στην Υεμένη, όπου οι ΗΠΑ σκοπεύουν να ενισχύσουν τη στρατιωτική τους παρουσία και την οικονομική βοήθεια προς την κυβέρνηση σε επίπεδα ανάλογα με του Αφγανιστάν.
Ταυτόχρονα, η αναζωπύρωση της τρομοκρατικής απειλής είναι ορατή και στην Ασία, ως προκύπτει από την ειδοποίηση της αμερικανικής πρεσβείας στην Τζακάρτα προς τις Αρχές της Ινδονησίας ότι έχει λάβει προειδοποίηση περί τρομοκρατικής επίθεσης στην ήδη δοκιμασμένη νήσο του Μπαλί την ημέρα του νέου έτους. Όλη αυτή η επικίνδυνη κινητικότητα με πρωτεργάτη την Αλ Κάιντα επιβάλλει, σύμφωνα με αμερικανικά δημοσιεύματα, την επανεξέταση του σχεδίου για την τύχη του Γκουαντανάμο, μολονότι το σχέδιο περί κατάργησης του στρατοπέδου δεν έχει τεθεί σε εφαρμογή.
Ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, ο αμερικανικός και διεθνής Τύπος ασχολείται με την αδυναμία της CIA να αξιολογήσει στοιχεία που είχε συγκεντρώσει για τον Νιγηριανό πέντε εβδομάδες πριν από το συμβάν, γεγονός που ο πρόεδρος Ομπάμα χαρακτήρισε «εντελώς απαράδεκτο» και «αποτυχία του συστήματος και των ανθρώπων», υπονοώντας ενδεχομένως και «παραλείψεις» και της Εθνικής Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας (NCC), που ιδρύθηκε το 2004 και δέχθηκε επικρίσεις από κυβερνητικούς αξιωματούχους στην Ουάσιγκτον.
Ευρισκόμενος για το νέο έτος στο πατρικό του στη Χονολουλού, ο Αμερικανός πρόεδρος δέχθηκε την επίθεση του Ντικ Τσέινι και της Εθνικής Ρεπουμπλικανικής Επιτροπής του Κογκρέσου. Ο μεν πρώην αντιπρόεδρος κατηγόρησε τον κ. Ομπάμα ότι «παριστάνει πως οι ΗΠΑ δεν βρίσκονται σε πόλεμο με την τρομοκρατία». Η δε επιτροπή, σε ανακοίνωσή της, κάνει λόγο για «γενικευμένη εντύπωση ότι αυτή η κυβέρνηση και το ελεγχόμενο από τους Δημοκρατικούς Κογκρέσο δεν διαθέτουν στρατηγικό σχέδιο για την αντιμετώπιση της τρομοκρατικής απειλής και την προάσπιση της ασφάλειας στην Αμερική».
Ο πρόεδρος Ομπάμα έχει πλήρη αντίληψη της κατάστασης, απάντησε ο σύμβουλος του προέδρου Ομπάμα, Νταν Φάιφερ, ο οποίος απέδωσε τις κατηγορίες στο «συνηθισμένο στην Ουάσιγκτον παιχνίδι ενοχοποίησης και πολιτικού μπερδέματος». Ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος χρησιμοποίησε ιδιαιτέρως σκληρή γλώσσα όταν προχθές αναφέρθηκε στα «συστημικά και ανθρώπινα λάθη».
«Εάν δεν είμαστε σε θέση να συλλάβουμε έναν Νιγηριανό που έχει κρύψει στα εσώρουχά του εκρηκτική σκόνη και μια σύριγγα με οξέα, του οποίου ο πατέρας ειδοποίησε την αμερικανική πρεσβεία στη Νιγηρία, του οποίου το εισιτήριο είχε πληρωθεί σε ρευστό και στον οποίο οι Βρετανοί είχαν αρνηθεί ανανέωση της βίζας, άνθρωπο που σπούδασε αραβικά στο άδυτο των αδύτων της Αλ Κάιντα στην Υεμένη και βρισκόταν στον κατάλογο ατόμων υπό παρακολούθηση, τότε άραγε είμαστε σε θέση να συλλάβουμε κανένα;», αναρωτήθηκε ο κ. Ομπάμα, που έχει ζητήσει να του παραδοθεί άμεσα η προκαταρκτική έρευνα για την περίπτωση Αμπντουλμουταλάμπ.
Κυβερνητικοί αξιωματούχοι έχουν περιγράψει πώς οι διάφορες υπηρεσίες και τα γραφεία είχαν συγκεντρώσει αποσπασματικές πληροφορίες για τον Νιγηριανό, αλλά στάθηκε αδύνατον να συντονιστούν. Από τον Αύγουστο, όταν υπεκλάπησαν συνομιλίες της Αλ Κάιντα για τον μυστηριώδη Νιγηριανό, έως την προειδοποίηση του τραπεζίτη πατέρα του τον Νοέμβριο, η διαδικασία υπήρξε μάλλον γραφειοκρατικού χαρακτήρα.