Οι ξεχασμένοι Έλληνες της Ερυθραίας

Στις 24 Μαΐου 1993 η Αφρική καλωσόρισε το 52ο κράτος-μέλος της όταν η Ερυθραία ανακηρύχθηκε επίσημα ανεξάρτητο έθνος. Στo δημοψήφισμα του 1993 υπό την εποπτεία του ΟΗΕ, οι Ερυθραίοι ψήφισαν σχεδόν ομόφωνα ανεξαρτησία. Έτσι έθεσαν τέλος σε έναν αιματηρό ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα που είχε διάρκεια τρεις δεκαετίες και τελικά ανέτρεψε την παράνομη προσάρτηση της Ερυθραίας από την Αιθιοπία. Η Ερυθραία βρέχεται από την Ερυθρά Θάλασσα, από εκεί κατάγεται και το όνομά της. Ο ιστορικός Ηρόδοτος και ο τραγικός ποιητής Αισχύλος αναφέρουν τα ήρεμα νερά της Ερυθράς Θάλασσας στα γραπτά τους, αλλά υπάρχουν διάφορες εκδοχές για την καταγωγή της ονομασίας. Εάν μπορώ να αναφέρω μια πιο σύγχρονη ερμηνεία, το «ερυθρό» περιγράφει την αιματηρή ιστορία αυτής της νέας αφρικανικής χώρας.

Στη ζωή μου υπήρξαν διάφορα γεγονότα που με προσέλκυσαν προς αυτήν την νεογέννητη χώρα. Στα φοιτητικά μου χρόνια ήμουν ένθερμος παρατηρητής της μάχης τύπου «Δαβίδ εναντίον Γολιάθ», της Ερυθραίας με την Αιθιοπία. Έπειτα είχα διαβάσει το έργο του Αυστραλού συγγραφέα Thomas Keneally, Towards Asmara (Προς την Ασμάρα). Μπορεί να ήταν μυθιστόρημα, αλλά πολλά από τα γεγονότα ήταν αυθεντικά. Το έργο βασιζόταν στην Ερυθραία, στην πρόσφατη περίοδο πριν αποκτήσει την ανεξαρτησία της. Ο συγγραφέας δεν προβάλει καμία προσπάθεια να κρύψει πού ανήκει η συμπάθειά του σε αυτόν τον αγώνα. Επιπλέον, γνώριζα ότι το Fred Hollows Foundation που προωθεί το ιερό αγώνα του αείμνηστου Αυστραλού οφθαλμολόγου, είχε μια μακροχρόνια σχέση με την Ερυθραία. Το 1984 το ίδρυμα εγκαινίασε ένα εργαστήριο στην πρωτεύουσα Ασμάρα που κατασκεύαζε χαμηλού κόστους ενδοφθάλμιους φακούς που χρησιμοποιούνται σε εγχειρήσεις καταρράκτη. Πρόσφατα, είχα ταξιδέψει στην Υεμένη που βρίσκεται στην απέναντι πλευρά της Ερυθράς Θάλασσας από την Ερυθραία. Δεν ήταν δυνατόν να μην πάω και στην Ερυθραία, μια και ήμουν τόσο κοντά. Αλλά ο σκοπός του ταξιδιού δεν ήταν μόνο να δω πώς βαδίζει αυτή η νέα χώρα, αλλά ταυτόχρονα να ερευνήσω τι είχε απομείνει από την κάποτε ακμάζουσα ελληνική κοινότητά της.

Πριν, όμως, αρχίσω να περιγράφω το ταξίδι μου, είναι αναγκαίο να κάνω μια σύντομη αναφορά στην ιστορία της σημερινής Ερυθραίας.
Η Ερυθραία επίσημα πήρε το όνομά της από τους Ιταλούς το 1890. Ήταν ένα όνομα που όχι μόνο καθρέφτιζε το μεγαλείο της αρχαιότητας, αλλά ταίριαζε στις αποικιακές φιλοδοξίες και τα επεκτατικά σχέδια των Ιταλών. Η Ιταλία ήταν μία από τις τελευταίες ευρωπαϊκές αποικιακές δυνάμεις που ήρθε να πάρει μέρος στο λεγόμενο «Καυγά για την Αφρική» («Scramble for Africa»). Ο Καυγάς για την Αφρική (1880-1900) ήταν μια περίοδο γρήγορου αποικισμού της αφρικανικής ηπείρου από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Με την έναρξη της λειτουργίας της Διώρυγας του Σουέζ το 1869, αυξήθηκε ο ανταγωνισμός μεταξύ των αποικιακών δυνάμεων στις περιοχές που βρέχονταν από την Ερυθρά Θάλασσα. Οι Βρετανοί είχαν εξασφαλίσει το λιμάνι του Άντεν της Υεμένης και οι Γάλλοι είχαν έδρα το σημερινό Τζιμπουτί. Οι Οθωμανοί Τούρκοι βρίσκονταν στην περιοχή για αιώνες και οι Ιταλοί τριγύριζαν για ευκαιρίες. Στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, μετά από σειρά στρατιωτικών εκστρατειών και εδαφικών κατακτήσεων, η Ιταλία εξασφάλισε μια εδαφική έκταση που περικλείει τα σύνορα της σύγχρονης Ερυθραίας.

Όταν οι Ιταλοί φασίστες ανέλαβαν την εξουσία το 1922, έθεσαν σε ισχύ ένα τεράστιο και αρκετά φιλόδοξο αναπτυξιακό πρόγραμμα, με αποτέλεσμα να αυξηθεί ραγδαία ο ιταλικός πληθυσμός της Ερυθραίας. Ο ήδη σημαντικός ιταλικός πληθυσμός των 300.000 κατοίκων του 1900, έφτασε στα ύψη: 760.000 το 1941. Η πρωτεύουσα Ασμάρα, από ένα ήσυχο ορεινό χωριό μετατράπηκε σε μια δυναμική πρωτεύουσα. Είχε το παρατσούκλι Piccola Roma (Μικρή Ρώμη) και ήταν μέρος των ονείρων του Μουσολίνι να ξαναχτίσει την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Στην Ασμάρα κυκλοφορούσαν 50.000 αυτοκίνητα και είχε περισσότερα φανάρια από τη Ρώμη. Η αρχιτεκτονική ήταν στην κυριολεξία φανταστική. Στη δεκαετία του 1930, όταν η Ασμάρα ήταν ένα μεγάλο εργοτάξιο, στον κόσμου του σχεδιασμού και της αρχιτεκτονικής εμφανιζόταν η παγκόσμια εξάπλωση του μοντερνισμού στις διάφορες μορφές του (Φουτουρισμός, Ορθολογισμός, Novecento, Arte Deco ). Οι Ιταλοί αρχιτέκτονες εμπνέονταν από το πνεύμα και την περιπέτεια της εποχής, πλησίασαν την Ασμάρα ως ένα ιδανικό κενό πλαίσιο όπου θα μπορούσαν να υλοποιήσουν αυτές τις άχρονες ιδέες. Κάτι τρομερά κτίρια κατασκευάστηκαν και μέχρι σήμερα υπάρχουν μέτρα προστασίας για αυτήν την μοναδική αρχιτεκτονική κληρονομιά.

Ο ιταλικός αποικισμός είχε και μια σημαντική σκοτεινή πλευρά. Οι Ερυθραίοι δεν ήταν ισότιμοι πολίτες στον τόπο τους. Τα καλύτερα αγροτικά κτήματα δίνονταν στους Ιταλούς. Ο πολεοδομικός σχεδιασμός της Ασμάρα περιείχε και ζώνες διαχωρισμού των μη Ιταλών. Η Ερυθραία χρησιμοποιήθηκε ως βατήρας των ιταλικών επιθέσεων προς την Αιθιοπία. Χιλιάδες Ερυθραίοι στρατολογήθηκαν βίαια στον ιταλικό αποικιακό στρατό, παίρνοντας μέρος σε διάφορες στρατιωτικές εκστρατείες.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έφερε το τέλος της ιταλικής κυριαρχίας στην Ερυθραία. Τον Απρίλη του 1941 η Ασμάρα παραδόθηκε στους Βρετανούς και παρέμεινε υπό βρετανική στρατιωτική διοίκηση για την επόμενη δεκαετία. Το 1950, στα Ηνωμένα Έθνη πάρθηκε απόφαση που αναγνώρισε την αυτονομία της Ερυθραίας, όμως ως μέρος μιας ομοσπονδιακής ένωσης στην Αιθιοπία. Η Αιθιοπία πάντα επιθυμούσε τα εδάφη της Ερυθραίας διότι έχει ανάγκη πρόσβασης στα λιμάνια της αφού δεν βρέχεται καθόλου από θάλασσα. Το 1962 ο Αιθίοπας αυτοκράτορας Χαϊλέ Σελασιέ, αποφάσισε να προσαρτήσει την Ερυθραία με την Αιθιοπία, καταρρίπτοντας την ομοσπονδιακή σχέση. Αποφεύγοντας τις ιστορικές λεπτομέρειες της υπόθεσης, σε γενικές γραμμές η δειλή στάση της διεθνούς κοινότητας απέναντι στη συμπεριφορά της Αιθιοπίας, συν τα διάφορα γεωστρατηγικά συμφέροντα διαφόρων μεγάλων δυνάμεων δεν επέτρεψαν στο λαό της Ερυθραίας να προσδιορίσει το μέλλον του στην μεταποικιακή περίοδο. Έτσι σπάρθηκαν οι πρώτοι σπόροι του αντιστασιακού κινήματος στις αρχές του 1960. Ξεκίνησε ένας ένοπλος αγώνας που βάσταξε παραπάνω από τρεις δεκαετίες όπου η μαχητικότητα των Ερυθραίων τελικά θριάμβευσε παρόλη την μειονεκτική θέση τους από πολλές απόψεις.

Επιστρέφοντας στο ταξίδι μου, μετά από αυτή τη γρήγορη ιστορική αναφορά, έφτασα στην Ερυθραία μέσω Υεμένης. Ούτε μια ώρα δεν ήταν η πτήση. Την πρώτη μου μέρα στην Ερυθραία βρέθηκα περπατώντας στη λεωφόρο Harnet (Λεωφόρος Απελευθέρωσης). Είναι η κύρια οδός της Ασμάρα και είναι πανέμορφη. Ξαφνιάστηκα με την ιταλική επιρροή της πόλης παρ’ ότι είχα διαβάσει σχετικά. Βρισκόμουν στο έδαφος της Ερυθραίας, αλλά δεν αισθανόμουν πλήρως ότι πράγματι ήμουν στην Αφρική. Η λεωφόρος Harnet είναι γεμάτη πανέμορφα κτίρια, ζαχαροπλαστεία και καφετέριες που σερβίρουν υπέροχο καφέ. Συχνά ακούγονταν ιταλικά στο δρόμο, ιδιαίτερα από τους πιο ηλικιωμένους, και το απόγευμα όλοι φορούσαν τα καλά τους και έπαιρναν μέρος στην ιεροτελεστία της πασσεγκιάτας. Για τους ανθρώπους που συνάντησα ήμουν πάντα ευπρόσδεκτος, ήταν καλοδιάθετοι, εύχαρεις και φιλικοί, όμως διαπίστωσα μια αίσθηση κούρασης και κόπωσης στα πρόσωπά τους. Η αυτεξουσιότητα και η επινοητικότητα είναι δύο χαρακτηριστικά που έχουν σφραγιστεί στην προσωπικότητα των Ερυθραίων, αλλά ακόμα και ένας λαός που έχει σκληρύνει από τον πόλεμο χρειάζεται κάποια ανάπαυση.

Η Ερυθραία πέρασε μια χρυσή δεκαετία όταν έγινε ανεξάρτητη. Είχε σημαντική ανάπτυξη, υπήρχε μια ατμόσφαιρα αισιοδοξίας και αποτελούσε παράδειγμα για άλλες αφρικανικές χώρες. Τα πράγματα ανατράπηκαν το 1998, όταν μετά από διάφορες συνοριακές διαφορές με την γειτονική Αιθιοπία, η κατάσταση κλιμακώθηκε σε πλήρη ανοιχτό πόλεμο μεταξύ των δύο χωρών. Τον Ιούνιο του 2000 σταμάτησαν οι εχθροπραξίες και υπογράφηκε συμφωνία ειρήνης, αλλά οι επιπτώσεις συνεχίζουν να υφίστανται μέχρι σήμερα. Η οικονομία έχει περάσει σε σημαντική παρακμή και έχουν πάψει οι εμπορικές σχέσεις με την Αιθιοπία. Η κυβέρνηση έχει γίνει απομονωτική, δίνοντας έμφαση στην αυτεξουσιότητα, και έχει εισάγει μια πολιτική της προεκτεινόμενης στρατολογίας. Αρκετοί πόροι στρέφονται προς τις ένοπλες δυνάμεις που αριθμούν 400.000 άτομα και διατηρούνται σε κατάσταση ετοιμότητας. Όταν ο πληθυσμός της Ερυθραίας είναι μόνο τέσσερα εκατομμύρια, έχεις μόνο να φανταστείς τις οικονομικές και κοινωνικές αναταραχές και διαστρεβλώσεις, που δημιουργεί στην κοινωνία.

Σε αυτό το κλίμα ανασφάλειας, αβεβαιότητας και ταλαιπωρίας, μια μικρή ελληνική κοινότητα συνεχίζει να κατοικεί στην Ερυθραία. Η ελληνική σημαία κυματίζει περήφανα στο Προξενείο στην Ασμάρα, αλλά ο πρόξενος, που έχει προβλήματα υγείας, λείπει εδώ και μήνες. Ευτυχώς, είχα συναντήσει τον Ευάγγελο Πολυταρίδη, που με ενημέρωσε για την κατάσταση. Είναι επιχειρηματίας που έχει γεννηθεί στην Ερυθραία και οι γονείς του κατάγονταν από την Λήμνο. Επισκεφθήκαμε το ελληνικό τμήμα του νεκροταφείου της Ασμάρα μαζί και θα έλεγα ότι το ένα τέταρτο μέχρι και το ένα τρίτο των ταφόπετρων ήταν από άτομα λημνιακής καταγωγής. Επιπλέον, ήταν και πολλά άτομα από την Τρίπολη, τη Σπάρτη και διάφορα νησιά του Αιγαίου. Το απόγευμα κάνω παρέα με τον Ευάγγελο στο κατάστημα σιδηρικών που λειτουργεί ως οικογενειακή επιχείρηση εδώ και 45 χρόνια, ο πιο συνηθισμένος χαιρετισμός που δέχονταν από τους ντόπιους ήταν ‘buono sera’. Άνετα ενάλλασσε με την ντόπια γλώσσα, Τιγκρίνια, στα ιταλικά με τους πελάτες του και κάποτε στα ελληνικά με άλλους Έλληνες ή ακόμα με ελληνόφωνους Ερυθραίους, άτομα που είχαν σπουδάσει με υποτροφία στην Ελλάδα. Όταν βρίσκονταν στην Ελλάδα, οι Ερυθραίοι πάντα χαμογελούσαν όταν οι Αθηναίοι μπερδεύονταν με τον τόπο καταγωγής του. Πολλοί Αθηναίοι δεν γνώριζαν την χώρα τους, αλλά όλοι γνώριζαν τη Νέα Ερυθραία, ένα εύπορο προάστιο της Αθήνας.

Ο Ευάγγελος πήγε σε ελληνικό δημοτικό σχολείο στην Ασμάρα. Το σχολείο στεγαζόταν εκεί που σήμερα βρίσκεται το Προξενείο. Μετά είχε την επιλογή να πάει σε ιταλικό η αγγλικό γυμνάσιο. Επέλεξε το ιταλικό, αλλά τα ελληνόπουλα είχαν την επιλογή να συνεχίσουν σε ελληνικό γυμνάσιο εάν ήταν διατεθειιμένα να ταξιδέψουν στην Αντίς Αμπέμπα, την αιθιοπική πρωτεύουσα όπου κατοικούσε μεγαλύτερη ελληνική κοινότητα. Οι γονείς του Ευάγγελου δεν είναι πια στη ζωή και τα αδέλφια του εδώ και καιρό έχουν εγκατασταθεί στην Ελλάδα. Αγαπάει και πονάει και τις δύο πατρίδες, αλλά έχει επιλέξει να μείνει στην Ερυθραία.
Οι πρώτοι Έλληνες έφτασαν στην Ερυθραία στα μέσα του 19ου αιώνα μέσω του Σουδάν και της Αιγύπτου. Μία από τις πρώτες παροικίες ιδρύθηκε στην Κερέν από τον Βλάσση Φραγκούλη. Η Κερέν βρίσκεται περίπου 90 χιλιόμετρα βορειοδυτικά από τη Ασμάρα και είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ερυθραίας. Η ιταλική απογραφή του 1894 έδειχνε ότι 178 Έλληνες κατοικούσαν στην Ερυθραία. Στην ακμή του στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ο ελληνισμός της Ερυθραίας αριθμούσε περίπου 400-500 άτομα. Η πλειοψηφία ασχολείτο με εμπορικές δραστηριότητες και ζούσε στις πόλεις της Ασμάρα και Κερέν, καθώς και στο λιμάνι της Μασάουας. Θυμάμαι τα λόγια του Ευάγγελου: «Ο παππούς μου, έμπορος από την Μασάουα, χρειαζόταν επτά μέρες με το άλογο να φτάσει στην Ασμάρα».

Η δεκαετία του 1970 αποδείχτηκε κρίσιμη για την πορεία της ελληνικής κοινότητας. Μετά την ανατροπή του καθεστώτος του Αιθίοπα αυτοκράτορα, Χαϊλέ Σελασιέ, με πραξικόπημα το 1974, ακολούθησαν μεγάλες οικονομικές μεταρρυθμίσεις και πολιτικές αναταραχές. Αυτές οι εξελίξεις έφεραν την απομάκρυνση πολλών Ελλήνων και ξένων μεταναστών. Η κοινότητα ποτέ δεν επανήλθε από αυτά τα πλήγματα και σήμερα έχουν απομείνει περίπου 30 μέλη. Ποιο θα είναι το μέλλον αυτής της κοινότητας; Με τις δυσμενείς συνθήκες στην Ερυθραία, είναι η εξαφάνισή της αναπόφευκτη; Μερικοί ακόμα αισιοδοξούν. Πιστεύουν ότι κάποιες ελπίδες υπάρχουν εάν επιστραφεί η σημαντική ακίνητη περιουσία. Η περισσότερη ακίνητη περιουσία της κοινότητας έχει κρατικοποιηθεί. Δεν είναι απόλυτο ότι αυτή η απόφαση του κράτους είναι αμετάβλητη. Η εκκλησία του Ευαγγελισμού έχει επιστραφεί. Μια τέτοια περιουσία θα έδινε στην κοινότητα την ρευστότητα να προβεί σε διάφορες πολιτιστικές πρωτοβουλίες.

Η Ερυθραία έχει περάσει θυελλώδη ιστορία. Έχει ξεπεράσει πολλές αναταραχές, βιώνοντάς τις από το αποικιακό παρελθόν σε ένα μακροχρόνιο απελευθερωτικό αγώνα, αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις μιας μικρής ανεξάρτητης χώρας. Σ’ αυτή τη διαδρομή υπάρχει και μια ελληνική κλωστή αφού τα διασπορικά πλοκάμια των Ελλήνων έχουν απλωθεί παγκοσμίως. Οι ενδεχόμενες κρίσιμες εξελίξεις στην Ερυθραία θα καθορίσουν εάν αυτή η κλωστή κοντεύει να φτάσει στο τέλος της ή έχει κάμποσο δρόμο να διανύσει πριν εξαντληθεί.