«Η Ελλάδα είναι η πιο δύσκολη πίστα», λέει η Λίνα Νικολακοπούλου και παρότι αναφέρεται στο τραγούδι, δεν μιλάει μόνο γι’ αυτό. Η αναρθρία των νέων, η ευθύνη της γενιάς της να πει κάτι, έστω και λάθος, το κοινό που είναι πιο μπροστά από τους καλλιτέχνες, η ποίηση που λυτρώνει και οδηγεί, υπογραμμίζονται στον λόγο της – λόγο χειμαρρώδη, οξύ, ουσιαστικό, διεισδυτικό.
Σε τρία χρόνια, η πολυσχιδής δημιουργός και παραγωγός, κλείνει μια τριακονταετία πυκνής πορείας στο ελληνικό τραγούδι – ξεκίνησε το 1981 με το τραγούδι «Να σου λερώνω το φιλί» στο δίσκο «Σκουριασμένα χείλια». Δεν βιαστήκαμε να κάνουμε μια εφ’ όλης της ύλης αναδρομή εν είδει επετειακού αφιερώματος. Απλώς, δεν χάσαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε μαζί της για πολλά, με αφορμή τη μουσική «Φ Χρυσός Λόγος» – βασισμένη σε λόγο ποιητών – που παρουσιάζει κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στο θέατρο Αltera Pars.

– Η ποίηση έχει σήμερα δύναμη στους νέους;

– Ο έφηβος στην ποίηση θα ψάξει. Συμμερίζομαι τους προβληματισμούς κάποιων για το αν η ποίηση πρέπει να μεταφράζεται ή να μελοποιείται, πιστεύω όμως ότι αν πάρεις ένα μήνυμα, είτε μέσα από ένα τραγούδι είτε από ένα αποσπασματικό λόγο που κάποιος έχει βάλει σε ένα ημερολόγιο, μπορεί να βρεις μια κατεύθυνση για το πού θα πας. Ο σκοπός είναι η γονιμοποίηση. Θυμάμαι πάλι, όταν πήγαινα στα Αναφιώτικα, έβλεπα ότι είχαν βάλει στα κατώφλια τους μάρμαρα από ναούς. Τα βρήκαν γερά και τα χρησιμοποίησαν. Μέχρι να ισιώσει η ζωή και να συμπεριφερόμαστε όλοι με οδηγό τη γνώση και την καλλιέργεια, μέχρι δηλαδή να είναι σε θέση αυτός ο ίδιος άνθρωπος να τηλεφωνήσει στην αρχαιολογική υπηρεσία να έρθει να παραλάβει το μάρμαρο, δεν πειράζει να μετασχηματίσει το παλιό. Και για την ποίηση συγκεκριμένα πιστεύω ότι πιο πολύ έχει χαντακωθεί απ’ αυτούς που τη φοβήθηκαν και ήθελαν να είναι «εντάξει». Η ποίηση δεν είναι εντάξει. Είναι δύσκολη ντάμα για να τη χορέψεις. Αλλά η αλήθεια είναι ότι οι Ελληνες την χόρευαν πάντοτε καλά.

– Είναι κατάλληλος ο καιρός για «γονιμοποίηση»;
– Θα μιλήσω για το τραγούδι. Αυτή τη στιγμή υπάρχει κοινό που είναι πιο μπροστά απ’ αυτό που του παρέχεται απ’ τους καλλιτέχνες. Τα τελευταία χρόνια βλέπω να έχουν γίνει πολύ μονοφωνικά τα πράγματα, σαν να υπάρχουν συνθήκες δύσκολης οικονομίας, που σημαίνει δηλαδή ότι θα επενδυθεί κάτι μόνο σ’ αυτό που έχει τα χαρακτηριστικά να είναι εμπορικό, να σκίσει. Όταν όμως αναπαράγεται αυτό, είναι σαν τους μεταλλαγμένους σπόρους της Μονσάντο: δεν γεννάει τίποτε. Εδώ και μια δεκαετία δεν γεννιέται τίποτα. Και δεν μπορώ να κατηγορήσω τους καλλιτέχνες. Ας ψάξουν μόνοι τους αν κάνουν τις σωστές επιλογές. Ή μάλλον να το πω αλλιώς. Οι καλλιτέχνες φταίνε, αν με κοροϊδεύουν. Αν αυτή είναι η άποψή τους, καλά κάνουν. Εγώ νιώθω ότι έχω τη δύναμη να υλοποιώ τα όνειρά μου, και επίσης έχω μια ασίγαστη όρεξη να μη βαριέμαι, να είμαι εργατική σε δύσκολα μονοπάτια. Πιστεύω ότι αυτή η φάση αναζήτησης είναι κατάλληλη για να φυτευθούν καινούργιοι σπόροι.

– Λέτε ότι εδώ και μια δεκαετία δεν γεννιέται τίποτα στο τραγούδι. Γιατί;
– Η γονιμότητα έρχεται από τους δημιουργούς. Εάν ο δημιουργός «σκοτωθεί», συμπιεστεί από τις συνθήκες, απογοητευθεί ή νιώσει απαξίωση και ανταγωνισμό από τους ερμηνευτές, δεν μπορούμε να περιμένουμε πολλά. Χωρίς τους δημιουργούς και τους τραγουδοποιούς, δεν έρχονται ανατροπές. Και αυτή τη στιγμή είναι λίγοι οι άνθρωποι που μπορούν να μας δώσουν φαντασία. Προσωπικά δεν με πειράζει ο μεγάλος που κουράστηκε και λέει «δεν μπορώ άλλο». Νιώθω ευγνωμοσύνη απέναντί του γι’ αυτά τα δύο-τρία που μου έδωσε. Με πειράζει που κοιτάζω τον πάγκο πίσω και δεν έρχονται άλλοι. Και δεν έρχονται επειδή δεν υπάρχουν παραγωγοί. Κάποια στιγμή είχαμε πολύ καλούς παραγωγούς στο ελληνικό τραγούδι. Τώρα έχουμε πλασιέ που τους έχουν βάλει να βρίσκουν ποιος θα βγει από τα τάλεντ σόου ή ποιος θα κάνει μπαμ στην αγορά με μηδέν επένδυση. Οπότε αυτοί που είναι έτοιμοι να «γεννήσουν» δεν ξέρουν πού να πάνε. Αυτό το τεράστιο πρόβλημα ανέδειξε το Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης τα τέσσερα χρόνια που πραγματοποιήθηκε. Δεν έφερε την επανάσταση των ρόδων, είδαμε όμως ότι υπάρχει κόσμος που θέλει κάτι να πει, αλλά είναι μπλοκαρισμένος. Ας εξυγιανθεί το κόστος για το Φεστιβάλ έτσι ώστε να γίνεται σταθερά κάθε χρόνο. Δεν χρειάζεται να αιμορραγεί κανείς οικονομικά για να μαζευτούν τριάντα παιδιά να πουν τα τραγούδια τους. Δυστυχώς, η Ελλάδα είναι η πιο δύσκολη πίστα, σε σκάει. Αλλά μπορεί και να σε συγκινήσει όσο δεν φαντάζεσαι. Ο τραγουδιστής για τους Έλληνες είναι ο παπάς, ο γιατρός, ο φίλος, ο μάγος της φυλής. Κι αυτό δεν θα αλλάξει.

– Σε λίγα χρόνια κλείνετε τριακονταετία στο τραγούδι. Σε αυτή την πορεία είχατε άνισες στιγμές;

– Θα πω με θάρρος, ναι, έχω κάνει άνισα πράγματα. Μάλλον δεν έχω συνειδητοποιήσει τα γερά μου πράγματα για να πω ότι αυτό είναι το σκαλί μου και τώρα θα πηγαίνω από δω και πέρα. Ανεβοκατεβαίνω τη σκάλα. Όταν επιστρέφω σε παλιά μου κείμενα, χαίρομαι. Αν δω μια φωτογραφία με εμένα μωρό, χαίρομαι. Δεν πειράζει αν εκείνη τη στιγμή χάζευα ή αν είχα φάει τούμπα. Είμαι εγώ. Απλώς, είναι ωραίο μεγαλώνοντας να μπορείς να δεις τι σου έφταιγε, είχες φοβηθεί, ήσουν επιπόλαιος ή ήσουν επηρμένος; Κι εγώ θυμάμαι πάντα πού ήμουν και σε τι ψυχική συνθήκη όταν έγραφα ένα κείμενο, που σημαίνει ότι ήμουν πολύ συγκεντρωμένη. Ξέρετε, σε ό,τι έκανα το κριτήριο ήταν πάντα η μητέρα μου? ένας αρκετά σνομπ άνθρωπος, με την έννοια ότι δεν είχε ανάγκη πολλά πράγματα. Μου έλεγε λοιπόν: «Έχεις γράψει πολύ ωραία πράγματα». Παράλληλα, όμως, με παρατηρούσε με το βλέμμα του εκπαιδευτικού – ήταν δασκάλα – και ανησυχούσε για το ότι δίνομαι πάρα πολύ. Μάλλον γιατί αγαπώ βαθιά τους ανθρώπους.
Η τέχνη μπορεί κάποια στιγμή να σου δώσει τη βεβαιότητα ότι αυτό που έχεις μέσα σου υπάρχει. Κάποιοι άνθρωποι μου λένε: «Αυτά που γράφετε είναι σαν να τα έχω γράψει εγώ». Τους απαντώ: «Ο εσωτερικός μας κόσμος είναι ίδιος σε όλους». Αν λοιπόν εγώ αφουγκράστηκα το μέσα του κόσμου και το μετέφρασα καλά, τότε ταυτίζονται πολλοί.

– Γράφετε τραγούδια με σταθερή συχνότητα;

– Τώρα γράφω κάποια τραγούδια στην Άλκηστη. Είχα χρόνια να της γράψω τραγούδια. Της έδωσα ήδη δυο κείμενα, τα οποία μελοποίησε ο Στέφανος Κορκολής και ευχαριστήθηκα πολύ από το πόσο καλός μελωδός είναι. Χαίρομαι όταν μου βγαίνει ένα καλό τραγούδι, αλλά για να είμαι ειλικρινής το μυαλό μου δεν είναι εκεί. Η γνώση που έρχεται με τα χρόνια, για την καλύτερη χρήση του ταλέντου, το μέστωμα που λένε οι πολλοί, όταν δεν γίνεται γήρας, δημιουργεί τον καμβά για να μπορέσει κανείς να κάνει και κάτι άλλο.

Η ΓΕΝΙΑ ΜΟΥ ΓΕΡΑΣΕ ΚΑΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΒΓΕΙ ΝΑ ΜΙΛΗΣΕΙ

– Τι συμπέρασμα βγάλατε απ’ όσα συνέβησαν ένα χρόνο πριν;
– Το τι συνέβη ένα χρόνο πριν το εξήγησε ο καθένας ξεχωριστά. Το συλλογικό ήταν – με χοντρά λόγια – ότι δεν πήγαινε άλλο. Και τώρα οι ισορροπίες είναι πολύ λεπτές. Είμαστε στο ένα πόδι και κάνουμε ότι είμαστε άνετοι. Γι’ αυτό έχει μεγάλη σημασία να μιλάμε εμείς οι ενήλικοι, έστω και λανθασμένα, παρά να μη μιλάμε καθόλου. Η γενιά μου γέρασε. Δεν το λέω για να αποσυρθεί, αλλά για να μιλήσει. Έχει εμπειρίες, χρόνια στην πλάτη της, έχει ευθύνη και δικαίωμα να μιλήσει. Βλέπω τον Μίκη Θεοδωράκη που παραμένει αφυπνισμένος ακόμη και τώρα, σ’ αυτή την ηλικία. Εμένα μ’ αρέσει γιατί λέει αυτό που νιώθει. Πρέπει να τον ακούμε, ακόμη κι αν δεν συμφωνούμε μαζί του. Η σιωπή των μεγάλων είναι που δημιουργεί αναρθρία στους νέους. Και αυτή τη στιγμή ο νέος ζει μέσα στην κοιλιά του μπαμπά του και της μαμάς του, δεν έχει γεννηθεί ακόμα.

– Υπάρχει πάντως μια γενικότερη αφύπνιση…
– Ναι. Δεν έχω, βέβαια, την ψευδαίσθηση ότι με το που γνωρίζεις ένα θέμα αλλάζει κιόλας, αυτές είναι πολύ αργές διαδικασίες, απλώς χρειάζεται να ξέρουμε από πού είναι δεμένα τα πόδια μας και τα χέρια μας. Είναι πολύτιμη αυτή η γνώση. Πρέπει να φροντίζουμε να έχουμε ψύχραιμη σκέψη, κριτική ματιά και να μη χάφτουμε ό,τι μας προσφέρεται σαν είδηση. Είναι η μόνη ελευθερία μας.

ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΛΜΗΣΑ ΕΝΑ ΒΗΜΑ

Στην παράσταση «Φ Χρυσός Λόγος» η ποίηση της Κικής Δημουλά, του Τζαλαλαντίν Ρουμί, του Γιώργου Σκούρτη, του Ανδρέα Εμπειρίκου, του Dylan Thomas, της Βασιλικής Νικοπούλου και της ίδιας της Λίνας Νικολακοπούλου, συναντάει τη μουσική του ντουέτου «Άνεμος» (Κώστας Χατζόπουλος – Κατερίνα Νιτσοπούλου), την εικαστική παρέμβαση του Γιώργου Ξένου και την ερμηνεία του ηθοποιού Σωτήρη Σταθακόπουλου. «Οι “Άνεμος” ήρθαν και με βρήκαν πριν από δύο χρόνια», εξηγεί η Λίνα Νικολακοπούλου. «Αρχίσαμε να χαιρόμαστε από την ανταλλαγή ιδεών και χωρίς να το καταλάβουμε ολοκληρώθηκε αυτό που θέλαμε να πούμε. Δεν είχα συνεργαστεί μαζί τους στο παρελθόν, είχα ακούσει όμως προηγούμενες δουλειές τους και ήξερα ότι οι «Άνεμος» είχαν πάντα μια ιδιοπροσωπία. Κατάλαβα από την αρχή ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να επικοινωνήσουν αυτό που θέλουν μέσα σε άλλο περιβάλλον. Έπρεπε να απλωθούν και να πουν την ιστορία τους. Και χαίρομαι που έγινε έτσι γιατί πιστεύω ότι έχουν να πουν κάτι ουσιαστικό. Η Κατερίνα Νιτσοπούλου είναι πολύ καλή ερμηνεύτρια και αν τη δεις στη σκηνή είναι εντυπωσιακό το ότι ένα άγνωστο πλάσμα αιχμαλωτίζει το βλέμμα σου. Αυτή η παράσταση ήταν για μένα μια πηγή χαράς, ένα ξόδεμα πολυτελείας αλλά και μια βεβαιότητα ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που αναζητούν μια φωλιά, αλλά και μια διάσταση της τέχνης η οποία πλησιάζει στην ουσία της. Νιώθω ότι με αυτή την παράσταση τόλμησα ένα βήμα».