Ο εχθρός του κακού δεν είναι το καλό, αλλά το χειρότερο.
Στην περίπτωση, μάλιστα, της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης, αυτό ισχύει καθολικά και κυριολεκτικά. Για χρόνια τώρα, το κακό ανταγωνίζεται το χειρότερο. «Κύλισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι»!
Ηγεσία και αντιπολίτευση δεν διαφέρουν (σε τίποτα) μεταξύ τους. Μοιάζουν σαν δύο σταγόνες νερού. Η μια συμπληρώνει την άλλη. Συνεπώς, ήταν θέμα χρόνου να φτάσουν τα πράγματα εδώ που έφτασαν: σε πλήρες αδιέξοδο. Στο (εντελώς) απροχώρητο.
Η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης, ο αρχαιότερος (και μεγαλύτερος) παροικιακός μας οργανισμός, με περιουσία που υπολογίζεται μεταξύ 70 και 100 εκατομμυρίων δολαρίων, παραμένει ουσιαστικά άφραγκος, (ακέφαλος) και ακυβέρνητος.
Συμβούλιο δεν υπάρχει. Δυο διαφορετικές ομάδες υπάρχουν, που επιστρατεύοντας κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο, προσπαθεί η μια να επικρατήσει της άλλης, άλλοτε με «στημένες» Γενικές Συνελεύσεις και εκλογές, άλλοτε με δικαστικές προσφυγές και ενίοτε με πραξικοπήματα και ανατροπές.
Μια προκλητική ντροπή για κάθε ηθική και δημοκρατική αρχή ήταν (χοντρικά) τα πεπραγμένα του σημερινού Διοικητικού Συμβουλίου τα τελευταία τρία χρόνια. Μια ντροπή για την οποία κανείς δεν ντρέπεται!
Οι δύο αντιμαχόμενες (για την εξουσία) ομάδες του σημερινού Διοικητικού Συμβουλίου είναι οι ίδιοι άνθρωποι που αποτελούσαν την ραχοκοκαλιά των Διοικητικών Συμβουλίων της τελευταία δεκαετίας. Το σημερινό κακό, δηλαδή, έχει ρίζες που πηγαίνουν πολύ πίσω. Έχει τη δική του (γραπτή) ιστορία και (προφορική) παράδοση.
Έχει γίνει κατεστημένο στην Κοινότητα. Έχει διαμορφώσει συνειδήσεις και έχει παραμορφώσει συμπεριφορές και προθέσεις. Άνθρωποι, που δεν διστάζουν να «πλαστογραφήσουν» το Μητρώο (με μαζικές εγγραφές άσχετων με την Κοινότηταμελών) και να παραμορφώσουν προκλητικά κάθε δημοκρατική διαδικασία, χωρίς καμιά (ηθική έστω) ενοχή, είναι άνθρωποι στους οποίους κανείς (λογικός) άνθρωπος δεν μπορεί να εμπιστευτεί τις τύχες της Κοινότητας.
Το σημερινό Διοικητικό Συμβούλιο έχει αποδείξει (εμπράκτως, παρακαλώ!) ότι ξοδεύει όλο του (σχεδόν) το χρόνο, την ενέργεια και τη φαιά ουσία στο κυνήγι της κοινοτικής εξουσίας.
Θήραμα αυτού του κυνηγιού είναι πάντα το κύρος και το ταμείο της Κοινότητας. Όσο για τους «κυνηγούς», αυτοί ασκούνται (μόνο) στο να πυροβολούν, να οπλίζουν και να ξαναπυροβολούν.
Ένα μήνα μετά τις εκλογές του 2007 και, συγκεκριμένα, στις 4 Ιανουαρίου του 2008, η σημερινή ηγετική ομάδα συνεδρίασε μόνη της (10 μέλη του τότε νεοεκλεγέντος Διοικητικού Συμβουλίου!) εξέλεξε πρόεδρο και Εκτελεστική Επιτροπή, την οποία η ομάδα Φουντά ανέτρεψε λίγες βδομάδες αργότερα με προσφυγή της στη Δικαιοσύνη.
Ένα σχεδόν χρόνο αργότερα, με την ψήφο του Δημήτρη Ιακωβάκη (που άλλαξε στρατόπεδο) ανατρέπεται (πραξικοπηματικά) η ηγεσία Φουντά και αναλαμβάνει πρόεδρος ο κ. Παπαστεργιάδης, υπό την προεδρεία του οποίου άρχισε ένα πρωτοφανές (αλλά όχι άσχετο με την… κοινοτική παράδοση) όργιο μαζικών εγγραφών νέων μελών – το όργιο των μαζικών εγγραφών μεθόδευσαν συνεργάτες του κ. Παπαστεργιάδη που «μαθήτευσαν» στις προηγούμενες διοικήσεις της Κοινότητας.
Αντιλαμβανόμενη η αντίπαλη ομάδα ότι χάνει και «τα αυγά και τα καλάθια», «επενδύει» στις φιλοδοξίες του ταμία, Κώστα Δικαίου, αλλάζει τη σύνθεση της Εκτελεστικής Επιτροπής (με νέο πραξικόπημα) και με ελεύθερη, πλέον, πρόσβαση στο Μητρώο, αρχίζει το δικό της όργιο μαζικών εγγραφών!
Αποτέλεσμα αυτής της κόντρας για την εξουσία ήταν να επιστρατευτούν, στο ίδιο χρονικό διάστημα, 3.000 «νέα μέλη» και από τις δύο παρατάξεις, με αποκλειστικό στόχο να χρησιμοποιηθούν ως «νούμερα» στις Γενικές Συνελεύσεις και (κυρίως) στις εκλογές.
Ο «Νέος Κόσμος», που για 50 και πλέον χρόνια έχει σταθεί στο πλευρό της Κοινότητας, επισήμανε τότε, από την πρώτη του σελίδα (και σε δύο διαδοχικές εκδόσεις), τις καταστροφικές συνέπειες, που μπορεί να έχει για την Κοινότητα η μαζική επιστράτευση μελών από τους μνηστήρες της κοινοτικής εξουσίας.
Υπογραμμίσαμε ότι η μαζική στρατολόγηση μελών αλλάζει τον χαρακτήρα της Κοινότητας, γιατί, ουσιαστικά, καταργεί (και εξευτελίζει) κάθε δημοκρατική (και καταστατική) διαδικασία.
Από τα μέλη η εξουσία περνά (αποκλειστικά) στα χέρια των μνηστήρων, οι οποίοι και αποφασίζουν (για λογαριασμό όλων μας), πότε θα γίνουν Γενικές Τακτικές ή Έκτακτές Συντελεύεις, ποια θέματα θα ψηφιστούν (ή καταψηφιστούν) σ’ αυτές, ποιοι θα εκλεγούν (ή αντικατασταθούν) στην Εφορευτική Επιτροπή, πότε θα γίνουν (ή θα ακυρωθούν) εκλογές και λοιπά.
Έτσι, φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, απ’ όπου… πιο εκεί δεν έχει.
Μετά την ακύρωση της Έκτακτης Συνέλευσης (πριν γίνει), την οποία είχαν καλέσει καμιά διακοσαριά ενδιαφερόμενα (δήθεν) μέλη τον περασμένο Ιούλιο για πρόωρες εκλογές, μετετέθησαν κατά 5 βδομάδες (μετά από προσφυγή στο δικαστήριο και την συμφωνία των δύο ομάδων) και οι κανονικές εκλογές.
Και σαν να μην έφτανε αυτό – και ενώ βρισκόμαστε μόνο μια βδομάδα πριν την τρίτη απόπειρα εκλογών – κανείς δεν μπορεί να πει βεβαιότητα αν θα γίνουν την επόμενη Κυριακή, μετά την κατάθεση αιτήματος 120 μελών για σύγκληση νέας Τακτικής ή Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης που θα ακυρώσει όλες τις αποφάσεις (και συμφωνίες) που ελήφθησαν από τις Συνελεύσεις της 20ης Νοεμβρίου 2009 ως «αντικαταστατικές και παράνομες!».
Αν κοντά σε όλα αυτά προσθέσετε το ότι δεν υπάρχει Διοικητικό Συμβούλιο, αλλά δύο ομάδες που αλληλοσπαράσσονται στην κοινοτική αρένα για προσωπικές τους (αποκλειστικά) φιλοδοξίες, μπορείτε εύκολα να αντιληφθείτε τη δεινή θέση στην οποία έχει περιέλθει ο Οργανισμός.
Έτσι, το κοινοτικό σκάφος βυθίζεται στην αναξιοπιστία, στα ελλείμματα και τα χρέη.
Κύρια αιτία για την οποία η Κοινότητα έχει φτάσει στο σημερινό αδιέξοδο, είναι η (δήθεν) ελεύθερη εγγραφή μελών που τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου (και όσοι ενδιαφέρονται να το παίξουν παράγοντες) έχουν μετατρέψει σε μαζική στρατολόγηση συγγενών, φίλων και κουμπάρων.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο καθένας μπορεί να επιστρατεύει τους δικούς του και «νόμιμα» πλέον να ζητά την ακύρωση αποφάσεων Γενικών Συνελεύσεων ή εκλογών.
Ας το πούμε όσο πιο απλά μπορούμε: για όσα συμβαίνουν στην Κοινότητα τα τελευταία χρόνια, δεν αποφασίζουν τα μέλη, αλλά καμιά δεκαπενταριά άτομα που έχουν επιδοθεί συστηματικά στις μαζικές εγγραφές.
Αυτοί (και μόνο αυτοί!) αποφασίζουν ποιοι θα εκλεγούν στο Διοικητικό Σσυμβούλιο, πότε θα γίνουν οι Συνελεύσεις, τι αποφάσεις θα ληφθούν, ποιοι θα εκλεγούν στην Εφορευτική Επιτροπή, ποιοι θα απομακρυνθούν ή θα αντικατασταθούν και πάει λέγοντας και… κλαίγοντας.
Χρησιμοποιούν τα μέλη απλώς και μόνο για να επικυρώνουν τις αποφάσεις, που ήδη έχουν πάρει εκ των προτέρων για όλα τα θέματα.
Και τα μέλη και τις Συνελεύσεις και τις εκλογές, η κοινοτική «ολιγαρχία» τα χρησιμοποιεί για τη δικαίωση των δικών της φιλοδοξιών και για την ικανοποίηση του «εγώ» των μελών της.
Σκεφτείτε μόνο τούτο: κανείς δεν θα είχε τολμήσει να μεταθέσει την ημερομηνία των εκλογών ή να αλλάξει τη σύνθεση της Εφορευτικής Επιτροπής, αν τις αποφάσεις τις είχε πάρει μια γνήσια και δημοκρατική Συνέλευση.
Από τη στιγμή, όμως, που τις πιο πάνω αποφάσεις τις πήραν επιστρατευμένα για το σκοπό αυτό μέλη (ως συνήθως), οι μνηστήρες έχουν τη δυνατότητα να αλλάζουν και να προσαρμόζουν τα πάντα στις δικές τους (προσωπικές) επιλογές.
Τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει, ούτε με νέες Γενικές Συνελεύσεις, ούτε με εκλογές, αν δεν καθιερωθούν διαδικασίες ελέγχου της επιρροής και της αντιδημοκρατικής δράσης των σημερινών μνηστήρων και των «φυτευτών» μελών που παραμορφώνουν τον χαρακτήρα της Κοινότητας και υποβαθμίζουν κάθε δημοκρατική διαδικασία. Αν δεν γίνει κάτι τέτοιο, η Κοινότητα θα παραμείνει αιχμάλωτη των φιλοδοξιών μιας χούφτας ανθρώπων. Εξυπακούεται, ότι οι πόρτες της Κοινότητας πρέπει να παραμείνουν ανοιχτές για όλους τους συμπαροίκους, αρκεί οι ενδιαφερόμενοι να μπαίνουν στον κόπο να φτάνουν και μέχρι την πόρτα της Κοινότητας.