Στο νέο του βιβλίο, ο Γιώργος Βέης μας ταξιδεύει στις πρωτεύουσες της Ιαπωνίας και του Σουδάν, σε δύο πόλεις με μεγάλο πληθυσμό, με ποικιλία πολιτιστικών στοιχείων και πληθώρα σημείων που προσφέρονται προς εξάσκηση του βλέμματος. Γιατί ο Βέης προσυπογράφει την διαπίστωση του Ίταλο Καλβίνο ότι στα ταξίδια μαθαίνουμε να βλέπουμε.
Ωστόσο, στο έργο του, αυτό που κυρίως εξασκείται δεν είναι το βλέμμα αλλά η διανόηση. Ο συγγραφέας ξεκινά με κάποια αφορμή, ένα γεγονός, ένα στιγμιότυπο στο δρόμο, μια πινακίδα, μια επίσκεψη, μια γνωριμία, κ.ο.κ., και ακολουθεί το δρόμο του στοχασμού. Στη συνέχεια, αναπτύσσει μια αφήγηση ελεύθερου δοκιμιακού τύπου, με συγκροτημένες απόψεις, πληροφορίες, παραθέματα, καθώς και καλειδοσκοπική διαπραγμάτευση του επιλεγμένου θέματος – φιλοσοφική, κοινωνιολογική, πολιτική, φιλολογική.
Είναι σαφές ότι ο συγγραφέας διαθέτει ανεξάντλητη μόρφωση. Το καταδεικνύουν τα πολλά παραθέματα που χρησιμοποιεί, αλλά και το λεξιλόγιό του. Γνωρίζει το ιστορικό και το μυθιστορηματικό φορτίο των τόπων για τους οποίους γράφει. Γνωρίζει και την ιθαγενή λογοτεχνία, όχι μόνο τους Δυτικούς που έγραψαν για αυτά τα μέρη, όταν τα επισκέφτηκαν.
Ο Βέης συνδέει τα κείμενα με τους τόπους και διαβάζει τους τόπους ως κείμενα. Πριν από αφηγητής είναι πρώτα από όλα ερευνητής. Δεν ερευνά μόνο βιβλία, αλλά κάθε τι που μπορεί να προκύψει στο διάβα του. Νοιάζεται για το τι συμβαίνει γύρω του, με το ενδιαφέρον ενός κοσμοπολίτη που έχει βαθιά την πίστη ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε για να μας προσφέρει αναρίθμητες ευκαιρίες για να μάθουμε. Θαυμάζει, στέκεται απέναντι σε αξιοπερίεργα. Τον ενδιαφέρει με τη γραφή του να διασώσει από την ανωνυμία και τη λήθη του χρόνου ό,τι αξίζει να μην χαθεί.
Με τον ίδιο τρόπο ανησυχεί για τις αγνοημένες σκέψεις, αυτές που έχουν όλοι οι συγγραφείς όταν το μυαλό τους παράγει συνεχώς ιδέες, αλλά εκείνοι νιώθουν ότι είναι αδύνατο να ασχοληθούν με όλες. Όμως ο Βέης μπαίνει μέσα σε αυτόν τον άνισο αγώνα. Είναι δεμένος στο άρμα της διανόησης που τρέχει ξέφρενα. Είναι δεσμευμένος με τα πνευματικά του καθήκοντα: «Να φροντίσω να μάθω αργότερα μαζί με τόσα και τόσα ανάλογα», αναφέρει, ως μια επιταγή που πρέπει να καταγραφεί για να υλοποιηθεί οπωσδήποτε.
Η γλώσσα του Βέη είναι σχολαστική και οξυδερκής, γλώσσα που θα μπορούσε να ανήκει σε μελετητή. Το γεγονός ότι μένει αρκετό καιρό στους τόπους για τους οποίους γράφει, εξαιτίας των επαγγελματικών υποχρεώσεών του στο διπλωματικό σώμα, του δίνει τη δυνατότητα να μάθει σε βάθος τους τόπους που επισκέπτεται. Με αυτή την έννοια, τα κείμενά του δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αποκλειστικά ταξιδιωτικές σημειώσεις, γιατί δεν έχουν τον μινιμαλιστικό στοχασμό και τον ιμπρεσιονισμό των φευγαλέων εντυπώσεων, όπως συμβαίνει στην περίπτωση ενός περαστικού ταξιδιώτη. Ο Βέης απευθύνεται σε ένα ώριμο κοινό, που δεν αρκείται στις ποιητικές συγκινήσεις αλλά νοιάζεται και να πληροφορηθεί.
Την ποιητική ποιότητα του έργου του τη βρίσκουμε κρυμμένη, ίσως περισσότερο απ’ ό,τι θα περιμέναμε, στην αφορμή της γραφής, στους σπινθήρες της έμπνευσής του: ο χορός των δερβίσηδων σε ένα νεκροταφείο υποβάλλει την υπέρβαση του θανάτου, το γυάλινο βλέμμα των θυσιασμένων καμήλων την πίκρα της άχρηστης σπατάλης, και το σώμα που υποφέρει, τη σκέψη ότι το άτομο εκμηδενίζεται από τον τόπο που το περιβάλλει. Ορισμένες εύγλωττες αντιθέσεις: Η μουσουλμάνα φυλακισμένη στο «ρούχο-κελί» της, κόντρα στην απεραντοσύνη της ερήμου, η γριά διπλωμένη στα δύο, ενώ στο βάθος ορθώνεται ο ουρανοξύστης, το μοντέλο που υποδύεται τον νεκρό και εκχωρεί την ποιότητα του ζωντανού στο ρούχο που διαφημίζει. Και οι δύο τόποι, το Χαρτούμ και το Τόκιο, αν και γεωγραφικά απομακρυσμένοι, υποτιμούν την ανθρώπινη αξία από διαφορετικούς δρόμους, το Ισλάμ και την αγορά.
Στην ενότητα που αναφέρεται στο Τόκιο, ένα από τα πιο πετυχημένα κείμενα του τόμου είναι αυτό που αφορά στους χικιμόρι, τους «αλκοολικούς της μόνωσης» όπως τους μεταφράζει ελεύθερα ο Βέης. Πρόκειται για νέους που κλείνονται για χρόνια στο δωμάτιό τους και αρνούνται να βγουν στον έξω κόσμο. Ο Βέης γνωρίζει τυχαία μια γυναίκα, που εργάζεται περίπου ως κοινωνική λειτουργός, μαθαίνει για το θέμα και διεισδύει στο ζήτημα του εκούσιου εγκλεισμού με το δοκίμιό του, κοινωνικά (πόσο ανταγωνιστική είναι η ιαπωνική κοινωνία που ωθεί σε τέτοια αμυντική στάση), φιλοσοφικά (τι σημαίνει ο εγκλεισμός ως στάση ζωής), αλλά και λογοτεχνικά (ποια παρόμοια πρότυπα υπάρχουν στη λογοτεχνία, όχι μόνο στην ιαπωνική, αλλά και στην ευρωπαϊκή). Το χειμωνιάτικο τοπίο μέσα στο οποίο τοποθετεί αυτήν τη γνωριμία προσθέτει ιδιαιτέρως στην ατμόσφαιρα, κάνοντας τον αναγνώστη να κουρνιάσει μέσα στις σελίδες του – μια νοσταλγία εγκλεισμού…
Στην ενότητα που αναφέρεται στο Χαρτούμ, ο ποταμός Νείλος είναι κυρίαρχος. Ο αφηγητής θα πρέπει να εντυπωσιάστηκε από τον ποταμό αυτό, που οι πηγές του παραμένουν άγνωστες και που η ορμή του, όταν ξεχειλίζει, βγάζει κροκόδειλους στους κήπους των σπιτιών. Ο Βέης εκφράζει το δέος του με λογοτεχνικές αναφορές στον Νείλο που εκτείνονται από τη Τζορτζ Έλιοτ έως τον Ηρόδοτο και συνειδητοποιεί τελικά πόσο ξεπερνά τις λογοτεχνικές παρομοιώσεις των ποταμών το ζωντανό νερό του Νείλου όταν το βλέπει να τρέχει μπροστά του.
Ο Βέης μας ταξιδεύει σε τόπους και εμπειρίες που δεν είναι εύκολα προσβάσιμες σε όλους. Η γραφή του είναι ένα εισιτήριο στη γνώση και τη χαρά του ταξιδιού. Η παρουσία του στα διάφορα μέρη του κόσμου μας καθησυχάζει ότι τα ωραία και τα περίεργα αυτού του κόσμου δεν θα ξεχαστούν.