Έτος εκλογών το 2010 – εθνικές και πολιτειακές – και τα συντηρητικά κόμματα παρουσιάζουν σημάδια ανάκαμψης.
Παράλληλες δημοσκοπήσεις της Newspoll για την εφημερίδα «The Australian» και της The Age/Nielsen για την εφημερίδα «The Age» δείχνουν άνοδο της ψήφου των συντηρητικών κομμάτων στην πρώτη καταμέτρηση, τόσο σε εθνικό όσο και πολιτειακό επίπεδο.
Σε εθνικό επίπεδο, η ψήφος του Εργατικού Κόμματος – πριν την κατανομή των δεύτερων προτιμήσεων των ψηφοφόρων των άλλων πολιτικών κομμάτων – υπολογιζόταν το περασμένο Σαββατοκύριακο σε 40%, δηλαδή ήταν 3,3% χαμηλότερη από την ψήφο που έδωσε στους Εργατικούς την ιστορική νίκη του 2007. Το αξιοσημείωτο είναι, ότι πρώτη φορά μετά τις εκλογές της 24ης Νοεμβρίου 2007 η ψήφος του Συνασπισμού των Φιλελεύθερων με τους Εθνικούς ανέβηκε σε 41%, δηλαδή ξεπέρασε την αντίστοιχη ψήφο του Εργατικού Κόμματος.
Η συρρίκνωση της ψήφου της κυβέρνησης Ραντ γίνεται περισσότερο εμφανής στη δεύτερη κατανομή, όπου, παρά το «πριμ» από τα μικρότερα κόμματα, η διαφορά κυβέρνησης-αξιωματικής αντιπολίτευσης μειώνεται σε τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες – Εργατικό 52%, Συνασπισμός 48%, από δώδεκα ποσοστιαίες μονάδες που ήταν τα μέσα Ιανουαρίου.
Η δημοσκόπηση της The Age/Nielsen καταγράφει σημαντικές απώλειες και του Εργατικού Κόμματος Βικτωρίας – που, επίσης, θα κριθεί από τους ψηφοφόρους της πολιτείας τον προσεχή Νοέμβριο. Η ψήφος της κυβέρνησης Μπράμπι στην Πολιτεία-προπύργιο του Εργατικού Κόμματος μειώθηκε πέντε ποσοστιαίες μονάδες σε 53%, ενώ τη ψήφος των συντηρητικών κομμάτων ανέβηκε πέντε μονάδες σε 47%.
Σε ποιους παράγοντες οφείλεται η φθορά του Εργατικού Κόμματος; Σίγουρα, όχι στην «ποιότητα» των ηγετών της συντηρητικής παράταξης, ούτε στην «αρτιότητα» της εναλλακτικής πολιτικής της σε μείζονα θέματα, διότι τόσον η κοινοπολιτειακή αξιωματική αντιπολίτευση όσο και η πολιτειακή δεν έχουν ανακοινώσει εναλλακτικές πολιτικές στα θέματα που απασχολούν άμεσα τον όγκο των ψηφοφόρων (οικονομία, φορολογία, δημόσια υγεία, παιδεία, περίθαλψη ηλικιωμένων, ανυδρία, δημόσια τάξη, συγκοινωνίες, κ.ά).
Μόλις προχθές (Τρίτη), ο νεοφώτιστος αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Τόνι Άμποτ, ανακοίνωσε την εναλλακτική πολιτική αντιμετώπισης των κλιματικών αλλαγών – απάντηση στην πολιτική Εμπορίου Ρύπων της κυβέρνησης Ραντ – επιφυλασσόμενος, όμως, να δηλώσει πώς θα καλυφθεί το κόστος υλοποίησης των μέτρων που εξήγγειλε, το οποίον υπολογίζεται σε 3.2 δις δολάρια την πρώτη τετραετία και 10 δις δολάρια την προσεχή δεκαετία.
Ο ίδιος, δε, ο κ. Άμποτ, δεν εμπνέει μεγάλη εμπιστοσύνη ακόμη και στους ψηφοφόρους της συντηρητικής παράταξης εξ αιτίας του θρησκευτικού φανταμενταλισμού, της αθυροστομίας και, από την Τρίτη της αξιοπιστίας του – η αναδίπλωση του κ. Άμποτ στο επίμαχο θέμα των κλιματικών αλλαγών, που αρνείτο μέχρι την ημέρα που ανέτρεψε τον Μάλκολμ Τέρνμπουλ, έπληξε καίρια την αξιοπιστία του.
Ομοίως, η αξιωματική αντιπολίτευση Βικτωρίας δεν είχε ανακοινώσει, μέχρι χθες, συγκροτημένη πολιτική στα μείζονα θέματα της πολιτείας, ενώ η πλειοψηφία των ψηφοφόρων της πολιτείας θεωρούν τον αρχηγό του Συνασπισμού, Τέντ Μπάϊλιου, «ανίκανο» να κυβερνήσει την πολιτεία. Ως άνθρωπος, ο συμπαθής κ. Μπάϊλιου εισπράττει κολακευτικά σχόλια από τους ψηφοφόρους. Ως πολιτικός, απορρίπτεται από την πλειοψηφία.
Άρα, η στροφή ποσοστού ψηφοφόρων εναντίον του Εργατικού Κόμματος δεν είναι προϊόν νηφάλιας, ενδελεχούς σύγκρισης των πολιτικών του Εργατικού Κόμματος με τις αντίστοιχες πολιτικές της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Πού οφείλεται η στροφή αυτή; Στην περίπτωση του κ. Ραντ οφείλεται σε δύο, βασικά, λόγους.
Ο ένας λόγος είναι το υψηλό κόστος της περιβαλλοντικής πολιτικής της κυβέρνησης, που θα κληθεί να επωμιστεί ο Αυστραλός φορολογούμενος. Το Εμπόριο Ρύπων (Emissions Trading Scheme), που αποτελεί το βασικό πυλώνα της περιβαλλοντικής πολιτικής της κοινοπολιτειακής κυβέρνησης, έχει θορυβήσει το εκλογικό σώμα.
Ο δεύτερος λόγος είναι η ανειλικρίνεια του πρωθυπουργού. Ο λαός δεν ακούει από τον πρωθυπουργό αυτό που τον ενδιαφέρει. Ακούει αυτό που συμφέρει την κυβέρνησή του, δηλαδή αχώνευτη προπαγάνδα. Στρατιά ολόκληρη κυβερνητικών προπαγανδιστών δίνουν καθημερινά τη δική τους, φιλοκυβερνητική ερμηνεία σε κυβερνητικές αποφάσεις και πράξεις, υποχρεώνοντας ακόμη και παραδοσιακούς ψηφοφόρους του Εργατικού Κόμματος να ομολογούν, ότι ο κ. Ραντ είναι μία «βελτιωμένη έκδοση» του πρώην πρωθυπουργού Τζον Χάουαρντ.
Η κυβέρνηση της Βικτωρίας αποδοκιμάζεται από τους ψηφοφόρους για τις καραμπινάτες αποτυχίες της σε μείζονα θέματα, όπως η δημόσια τάξη, η δημόσια υγεία, οι δημόσιες συγκοινωνίες, η ανυδρία.
Εξαιρετικά επιζήμια, πολιτικά, είναι η αποτυχία της κυβέρνησης Μπράμπι να προστατεύσει το κοινό από επικίνδυνους πότες και η παταγώδης αποτυχία του συστήματος αυτόματης έκδοσης εισιτηρίων για τις δημόσιες συγκοινωνίες Myki. Τρία χρόνια μετά την ανάθεση σε ιδιώτες του έργου εκπόνησης και υλοποίησης του συστήματος Myki – και αφού δαπανήθηκαν 1,3 δις δολάρια από τα χρήματα των φορολογουμένων – το σύστημα υπολειτουργεί.
Ο κ. Μπράμπι χρεώνεται προσωπικά τις αποτυχίες αυτές, αλλά «σώζεται» πολιτικά από την ανυπαρξία του αντιπάλου του, τον ανθρωπισμό και την ευαισθησία που επέδειξε πέρυσι, που οι φωτιές προκάλεσαν βιβλική καταστροφή σε περιοχές της πολιτείας.
Συμπερασματικά, το εθνικό και το πολιτειακό εκλογικό σώμα διαβιβάζει έγκαιρα και προειδοποιητικά τη δυσαρέσκειά του στις κυβερνήσεις Ραντ και Μπράμπι, ώστε στους δέκα μήνες που απομένουν μέχρι τις εθνικές και τις πολιτειακές εκλογές να επανορθώσουν τα χοντρά λάθη τους και να αναθεωρήσουν πολιτικές που δυνητικά θα βλάψουν οικονομικά το μέσο πολίτη.
Το μήνυμα των ψηφοφόρων προς το δίδυμο Ραντ–Μπράμπι είναι ξεκάθαρο: Μην θεωρείτε δεδομένη την επανεκλογή σας ή στην καλύτερη περίπτωση, μην θεωρείται βέβαιη την επανεκλογή των κυβερνήσεών σας με την πλειοψηφία του 2007 και του 2006 αντίστοιχα.
Οι έχοντες αυτιά ας ακούσουν. Αν παρακούσουν ή αδιαφορήσουν θα πληρώσουν το τίμημα.