Αν σχεδιάστε να παραιτηθείτε από τη δουλειά σας στα 65, για να προλάβετε να απολαύσετε τα προϊόντα της σκληρής εργασιακής ζωής σας, βιαστείτε. Βιαστείτε, διότι οι πολιτικοί μας ταγοί σχεδιάζουν να μας πηγαίνουν στο νεκροταφείο από τις δουλειές μας.

Δεν υπερβάλλω. Σε μερικά χρόνια «συγγενείς τε και φίλοι» δεν θα μας δίνουν «τον τελευταίον ασπασμό» στους ναούς. Θα μας ασπάζονται και θα μας λένε «καλό κατευώδιο στην κεντρική πόρτα του εργοστασίου, στην είσοδο του γραφείου, στη κεντρική πύλη του εργοταξίου, πίσω από το γκισέ της τράπεζας, ή πίσω από τον πάγκο του καταστήματος, όπου, τέλος πάντων, χάσουμε το σκληρό αγώνα με τον χάροντα.

Γιατί; Διότι ο 50χρονος μόχθος μας – 49 χρόνια είναι η εργασιακή ζωή κάθε Αυστραλού πολίτη – δεν θα επαρκεί για τη συνταξιοδότησή μας σε ηλικία που θα μας επιτρέπει να απολαμβάνουμε αυτά που δημιουργήσαμε με τους κόπους μας.

Εμπεριστατωμένη μελέτη για τις μελλοντικές πληθυσμιακές αλλαγές και το οικονομικό κόστος τους, που έδωσε στη δημοσιότητα προ ημερών ο Θησαυροφύλακας, Γουέϊν Σουάν, καταδικάζει τους γέροντες του μέλλοντος να δουλεύουν μέχρι να σωριαστούν άπνοοι.

 Κατά τη μελέτη, η αυστραλιανή οικονομία δεν θα δύναται, μελλοντικά, να μας παρέχει μία αξιοπρεπή σύνταξη, διότι παράλληλα με τον πληθυσμό θα αυξάνεται ο αριθμός των υπερήλικων πολιτών που θα εξαρτώνται από το κράτος για το σιτισμό τους, την κοινωνική και την ιατρο-νοσοκομειακή περίθαλψή τους.
Υπολογίζεται, ότι το 2050 ο πληθυσμός της Αυστραλίας θα έχει αυξηθεί σε 35,9 εκ., από 22,2 εκ. άτομα που είναι σήμερα. Από αυτούς 8,1 εκ. – πάνω από ένας στους τέσσερις – θα είναι άτομα 65 ετών και άνω, δηλαδή άτομα με μεγάλο βαθμό εξάρτησης από το κράτος.

Η εξάρτηση αυτή μεταφράζεται σε δυσβάσταχτο παθητικό για την εθνική οικονομία που, εν τω μεταξύ, θα χάνει τη δυναμική της και δεν θα παράγει αρκετό εισόδημα για τις ανάγκες νέων και γέρων πολιτών. Η γήρανση του πολιτισμού θα δημιουργεί, κατά τη μελέτη, μία ανισορροπία εσόδων και εξόδων του κράτους, ένα μόνιμο, αυξανόμενο έλλειμμα του προϋπολογισμού.

Αν συνέφερε το σύστημα να εκτελεί τους ανήμπορους πολίτες του, θα το έκανε. Αν βόλευε το σύστημα, θα αντέγραφε, είμαι βέβαιος, την σπαρτιατική ιδέα του Καιάδα για να πετά σε αυτόν τα ανήμπορα μέλη της κοινωνίας, αντί «να τα φορτώνεται» ο προϋπολογισμός.

Τέτοια μέτρα δεν ενδείκνυνται, διότι θα μας απαλλάσσουν δια μιας από το μαρτύριο της επιβίωσης με μία σύνταξη πείνας, από την εξουθενωτική αναμονή στις ουρές των νοσοκομείων, από την ταπεινωτική διεκδίκηση αυτονόητων ευεργετημάτων. Μα πιότερο, η εκτέλεση ή το ρίξιμο στον Καιάδα πολιτών συντάξιμης ηλικίας θα στερεί από το κράτος τους πρόσθετους φόρους που θα εισπράττει ανεβάζοντας την ηλικία συνταξιοδότησης.

 Το κράτος θέλει να μας «αρμέγει» μέχρι την τελευταία μας πνοή. Γι’ αυτό μας παρέχει κίνητρα, σήμερα, να εργαζόμαστε μετά τη συντάξιμη ηλικία και μελλοντικά θα ανεβάζει την ηλικία συνταξιοδότησης που θα ελαφρύνουν τη δουλειά του χάροντα – θα μας έχει εξοντώσει η δουλειά και θα είμαστε εύκολοι αντίπαλοι.
«Δουλειά μέχρι τελικής πτώσης» – όπως έγραφε πρωτοσέλιδα και ο «Νέος Κόσμος» της Πέμπτης – στην «τυχερή χώρα», στο «lucky country», για να θησαυρίζουν οι διαχειριστές του πλούτου της χώρας και να καλοπερνούν οι πολιτικοί.