Τα μυστικά της μακροζωίας

Ένα κομμάτι φρεσκοψημένο ψωμί, με φίλεψε η 95χρονη γιαγιά Παρασκευή, όταν την επισκέφθηκα. Με πληροφόρησε ότι το ζύμωσε με τα χεράκια της, εκείνο το πρωί, λόγω της μέρας. Καθαρή Δευτέρα βλέπετε και το έθιμο…  έθιμο.

Ένας κήπος με φασολάκια, μελιτζάνες και πιπεριές με καλωσόρισε στο σπίτι της προ του γευστικού ψωμιού και η σκέψη ότι…  ο κηπουρός της πρέπει να είναι πολύ καλός, πέρασε από το μυαλό μου. Λανθασμένη εικασία. Η γιαγιά Παρασκευή είναι ο καλός κηπουρός, δεν αφήνει τον κήπο της σε ξένα χέρια. «Δεν έχω ντομάτες φέτος», είπε με παράπονο όταν τής ζήτησα να με ξεναγήσει σ’ αυτόν, «φύτεψα, αλλά κάτι τις πείραξε και δεν μού φτούρησαν», εξήγησε απολογητικά.
Το σπίτι της κυρα-Παρασκευής, σχολαστικά καθαρό και τακτοποιημένο. Ζει μόνη της τα τελευταία δέκα χρόνια και η μόνη βοήθεια που δέχεται σ’ αυτό είναι από μία γυναίκα από το Δήμο που δύο φορές την εβδομάδα κάνει το σκούπισμα, το σφουγγάρισμα και πλένει τα μπάνια. Δεν επιτρέπει άλλες επεμβάσεις στο νοικοκυριό της. Το κρεβάτι της, στρωμένο…  αεροδρόμιο κατά την στρατιωτική διάλεκτο. Το στρώνει μόνη της κάθε μέρα ανελλιπώς.
Η γιαγιά Παρασκευή δεν είναι από τους ανθρώπους που τα γηρατειά τους καταβάλουν. «Γιαγιά λεβέντισσα» την αποκαλούν τα εγγόνια της και δεν είναι δύσκολο να το διαπιστώσει κανείς.

Το γεγονός ότι η καρδιά της βρίσκεται δεξιά και όλα τα όργανά της στην αντίθετη θέση από αυτή των περισσοτέρων ανθρώπων την κάνει ξεχωριστή. Την ίδια στιγμή όμως και πιο ευάλωτη σε καρδιοπάθειες. Αυτό, όμως, δεν ισχύει για την γιαγιά Παρασκευή. Αυτή ξέρει τα μυστικά της μακροζωίας. Το μόνο φάρμακο που παίρνει επί καθημερινής βάσης στα 95 της χρόνια είναι μία ασπιρίνη και «που και που», όπως λέει, «κανένα Panadol», για τα αρθριτικά της. Δεν τής αρέσουν αυτά τα φάρμακα, αλλά αφού ο Βασίλης, ο γιατρός, τής τα συνιστά…  εκείνη ακολουθεί πιστά τις συμβουλές του.

Όχι, όμως, πάντα. Εκείνη έχει και κάποια άλλα φάρμακα κάτι που, βεβαίως, ο γιατρός της…  δεν το γνωρίζει. Ένα ποτηράκι κονιάκ, αποκλειστικά και μόνο αν είναι 7 αστέρων και δύο μπυρίτσες την ημέρα.

Η τσαχπίνα γιαγιά Παρασκευή, με δυσκολία δέχεται να την φωτογραφίσω. Οι ενδοιασμοί της προέρχονται από το γεγονός ότι δεν είναι φρεσκοβαμμένο το μαλλί της, αλλά καταφέρνουμε να βρούμε την χρυσή τομή που είναι η καινούρια της κουζίνα. «Να βγάλουμε εδώ φωτογραφία», μου λέει και, σίγουρα, γίνεται το χατίρι της.

ΑΓΑΠΗ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΚΑΛΟ ΦΑΓΗΤΟ

Η γιαγιά Παρασκευή ζει από το 1957 στο γραφικό της σπιτάκι στο Ρίτσμοντ. «Είναι το πρώτο μου και θέλω να είναι και το τελευταίο μου σπίτι», λέει.
Ο μπάρμπα-Κώστας ο σύντροφος της ζωής της έφυγε από τη ζωή πριν δέκα χρόνια. Μιλά για αυτόν, δακρύζει και θυμάται τα ωραία του, αλλά και το πέρασμα της οικογένειάς της στην Αυστραλία.

 «Έτσι από σπόντα ήρθαμε στην Αυστραλία». «Στο Τρίκορφο Ναυπακτίας κάναμε οικογένεια, εκεί γεννήθηκαν τα τέσσερα παιδιά μας. Μία μέρα ένας συγχωριανός ζήτησε του Κώστα επειδή θα κατέβαινε στην Ναύπακτο να φέρει δύο αιτήσεις για να φύγει για την Αυστραλία. Ο Κώστας πήγε πήρε τις αιτήσεις για τον συγχωριανό, αλλά συμπλήρωσε και αυτός μία. Σε λίγους μήνες, ήρθε το χαρτί. Δεν το περίμενα, αλλά το πήραμε απόφαση, φορτώσαμε τα παιδιά και ήρθαμε εδώ. Ούτε που το είχαμε φανταστεί, αλλά βρεθήκαμε στην άλλη άκρη του κόσμου».

Φαίνεται να το έχει μετανιώσει σήμερα που βρίσκεται τόσο μακριά από την Ελλάδα, αλλά…  «τώρα πια δεν υπάρχει δρόμος γυρισμού. Είμαι εδώ», λέει με αποφασιστικότητα. Η σοφία των 95 χρόνων της δεν επιτρέπει ανεκπλήρωτα όνειρα.
Πνίγει τα δάκρυα στα μάτια της καθώς συνεχίζει μιλώντας για τον Κώστα της. «Κάθε Σάββατο μου έφερνε γαρύφαλλα. Ποτέ του δεν τα ξέχασε, ποτέ του δεν με ξέχασε. Έφυγε νωρίς ο Κώστας μου», λέει και αφήνει την παύση στην φωνή της να αποκαλύψει έναν παντοτινό έρωτα.
Η γιαγιά Παρασκευή ποτέ δεν εργάστηκε στην Αυστραλία και αυτό χάρη στον Κώστα της. «Μεγάλωσα παιδιά, πρόσεξα τα εγγόνια μου – εννιά στον αριθμό, (έχει και τέσσερα δισέγγονα) – και άλλα παιδάκια, αλλά, όχι, δεν μπήκα στα εργοστάσια».
Ασυνήθιστο και αυτό για γυναίκα που ήρθε στην Αυστραλία το 1957 αλλά…  «ο Κώστας ήθελε πάντα το φαγητό στην ώρα του», λέει καθώς, για άλλη μία φορά, αναφέρεται στον άνθρωπο που πάνω του στήριξε όλη της την ζωή.

Ρητορική η ερώτηση, αλλά αποκαλυπτική η απάντηση: «Πόσο σημαντικός ήταν ο Κώστας για σένα» την ρωτάω.
«Αν με βλέπεις σήμερα στα πόδια μου να μπορώ ακόμα να μένω μόνη μου και να ζω σαν άνθρωπος, στον Κώστα το χρωστάω. Ο καλός σύντροφος, σου δίνει καλή ζωή και αν ζήσεις καλά, θα γεράσεις και καλά. Αγάπη, κοπέλα μου. Η αγάπη είναι το μεγαλύτερο μυστικό για μία καλή ζωή», μου λέει.
Αποκαλύπτει το πρώτο της και μεγαλύτερο μυστικό μακροζωίας και συνεχίζει…
«Δεν μού άρεσε στην αρχή. Αλλά πού να πας πίσω. Έπρεπε να τα καταφέρουμε», λέει, μιλώντας για τον πρώτο της καιρό στην Αυστραλία και επιβεβαιώνει αυτά που μου είπαν τα εγγόνια της πριν από λίγες μέρες. «Η γιαγιά δεν είναι από τους ανθρώπους που το βάζουν εύκολα κάτω». Η αποφασιστικότητά της παραδειγματική όπως αποκαλύπτουν τα λεγόμενά της.

Στα 94 της ήθελε καινούρια κουζίνα και έφτιαξε καινούρια κουζίνα. Αποφάσισε να μείνει στην Αυστραλία και το έκανε. Ενεργοποίησε μηχανισμούς που της έδωσαν την δύναμη να το κάνει θωρακίζοντας τον εαυτό της από ανώφελα συναισθηματικά ξεσπάσματα. Είναι αποφασισμένη να πεθάνει στο σπίτι της και κοιτώντας την δεν υπάρχει περίπτωση να αμφισβητήσεις ούτε ένα λεπτό πως αυτή η λεβέντισσα γιαγιά θα τα καταφέρει.
«Αν χρειαστεί να μπεις σε γηροκομείο κάποια στιγμή;» την ρωτάω.
«Αν το φέρει ο Θεός τι να κάνω. Αλλά προσέχω. Δεν θέλω να πέσω κάτω. Δεν το θέλω το γηροκομείο. Κανένας δεν ξέρει το τέλος του αλλά αν προσέχεις, κάνεις τουλάχιστον ό,τι μπορείς. Από το σπίτι μου θέλω να φύγω από τον κόσμο αυτό» λέει και προσθέτει «τρώω ό,τι έχω στον κήπο μου. Ποτέ δεν έβαλα στο σπίτι μου έτοιμο φαγητό. Ποτέ. Ούτε κάπνισα. Ο Κώστας μου κάπνιζε, αλλά το έκοψε μετά».

«Το κονιάκ, κονιάκ όμως!»
«Το κονιάκ παιδί μου είναι φάρμακο. Μόνο 7 αστέρων όμως» ξεκαθαρίζει κουνώντας το παρατεταμένο της δάκτυλο και προσφέρεται να με κεράσει από αυτό.
Η κουβέντα μας τελείωσε με ένα κονιάκ και με μία ευχή… «Καλό Πάσχα να έχουμε» είπε και τσούγκρισε το ποτηράκι της.