Οι τοποθετήσεις Ελλήνων πολιτικών στα θέματα των αποδήμων, πιστοποιούν την άγνοιά τους για τον τρόπο ζωής και λειτουργίας μας, ως οργανωμένων κοινοτήτων του εξωτερικού.
Ο βουλευτής του ΛΑΟΣ, Θανάσης Πλεύρης, ζήτησε προ ημερών από την ελληνική κυβέρνηση να μην καταργήσει τους εορτασμούς εθνικών επετείων στο εξωτερικό, μήτε τις δεξιώσεις των διπλωματικών Αρχών της Ελλάδας επ’ ευκαιρία των εθνικών μας επετείων – κατά τους υπολογισμούς του υπουργείου Εξωτερικών οι δεξιώσεις κοστίζουν ετησίως στους Έλληνες φορολογουμένους 1.300.000 ευρώ.
Ο υφυπουργός Εξωτερικών αρμόδιος για Θέματα Αποδήμων, κ. Σπύρος Κουβέλης, έσπευσε να διαβεβαιώσει τον βουλευτή του ΛΑΟΣ, ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου δεν καταργεί τις επετειακές εκδηλώσεις, καταργεί, λόγω της οικονομικής κρίσης, τις δαπανηρές δεξιώσεις των πρεσβειών και των προξενείων.
Τα δύο μέλη του ελληνικού κοινοβουλίου όφειλαν να γνωρίζουν, ότι η οργάνωση επετειακών εκδηλώσεων (25η Μαρτίου, 28η Οκτωβρίου, Μάχη της Κρήτης κ.ά.) δεν οργανώνονται από την Αθήνα. Οργανώνονται από τους μαζικούς φορείς της ομογένειας, οι οποίοι επωμίζονται και το κόστος αυτών των εκδηλώσεων. Άρα, η Αθήνα δεν έχει βαρύνοντα λόγο στην οργάνωση ή μη τέτοιων εκδηλώσεων.
Στην Αυστραλία τις εκδηλώσεις για την Εθνική Επέτειο της 25ης Μαρτίου οργανώνουν η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας, οι Κοινότητες και οι εντεταλμένοι μαζικοί φορείς της ομογένειας.
Για παράδειγμα, στη Μελβούρνη τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου οργανώνει η Οργανωτική Επιτροπή Εορτασμού Εθνικής Επετείου, ένα φορέας με κύρος που αντλεί από τη συλλογική εκπροσώπηση της ομογένειας. Η Επιτροπή καλύπτει εξ ολοκλήρου το κόστος εορτασμού της εθνικής επετείου από το τέλος συμμετοχής ($100) που πληρώνει κάθε φορέας που παρελαύνει και συμβολική, οικονομική βοήθεια από την Επιτροπή Πολυπολιτισμικών Υποθέσεων Βικτωρίας Victorian Multicultural Commission).
Παλαιότερα, η Ελλάδα ενίσχυε, συμβολικά, την Επιτροπή με ένα χρηματικό ποσόν. Μετά τις εκλογές του 2004, η Νέα Δημοκρατία, που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, διέκοψε τη συμβολική βοήθεια, χωρίς να αιτιολογήσει την απόφασή της. Από τα ταμεία τους, κυρίως, καλύπτουν το κόστος επετειακών εκδηλώσεων και οι άλλοι φορείς της ομογένειας.
Η μοναδική οικονομική επιβάρυνση της Αθήνας ήταν το κόστος συμμετοχής στους εορτασμούς διακομματικών αντιπροσωπειών για «να τονώνουν το εθνικό φρόνημα των ομογενών, να διαβεβαιώνουν τον Ελληνισμό, ότι η Ελλάδα είναι παρούσα σε όλες τις εκδηλώσεις του» και, φυσικά, να μας επαινούν με τη στερεότυπη δήλωση «… είστε περισσότερο Έλληνες, από τους Έλληνες του εξωτερικού».
Χρήματα χαμένα, στην ουσία, διότι τα ταξίδια των περισσότερων Ελλήνων πολιτικών στην Αυστραλία ήταν ταξίδια αυτοπροβολής, άμεσης ψηφοθηρίας, προώθησης κομματικών θέσεων και ενδιαφερόντων και, φυσικά, αφορολόγητα ψώνια από αγορές της Ασίας.
Οι κομματικές συναγωγές, πριν ή μετά τα δημόσια κηρύγματά τους για «ενότητα και ομοψυχία», καθώς και οι συγκρούσεις τους στις συνεντεύξεις Τύπου για τις πολιτικές των κομμάτων τους συνηγορούν υπέρ της οριστικής κατάργησης τέτοιων επισκέψεων.
Πιστεύω, ότι στην Αυστραλία, τουλάχιστον, η συμμετοχή Ελλήνων κοινοβουλευτικών δεν προσθέτει στη σημασία των εκδηλώσεων αυτών, ούτε συντελεί στη μεγαλύτερη προβολή τους εντός και εκτός των ορίων της ομογένειας.
Η συμμετοχή Αυστραλών πολιτικών μάς εξασφαλίζει δημοσιότητα και προσελκύει τον ελληνισμό, ιδιαίτερα τους νέους και τις νέες, που στην πλειοψηφία τους ταυτίζονται με τους ντόπιους πολιτικούς, ενώ αγνοούν τους ελλαδίτες.
Η Ελλάδα, την κρίσιμη περίοδο που διανύει, καλά θα κάνει να διακόψει τις αποστολές κοινοβουλευτικών στις κοινότητες της διασποράς. Θα «βουλώσει κάποια τρύπα» με τα χρήματα που θα γλιτώσει από εισιτήρια και έξοδα διαμονής μελών του εθνικού κοινοβουλίου.
Περιττές – θα υποστήριζα – και οι «ανοιχτές δεξιώσεις» των διπλωματικών Αρχών, για τους ακόλουθους λόγους:
Τα τελευταία χρόνια, οι δεξιώσεις αυτές δεν χαρακτηρίζονται από «εθνική ανάταση», συγκίνηση ή οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα προκαλεί ο εορτασμός της επετείου της απελευθέρωσης της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό. Χαρακτηρίζονται από τον διαγκωνισμό των ματαιόδοξων να φωτογραφηθούν με τους «επισήμους» και από την «κάθετη εφόρμηση» άλλων στους δίσκους με τα ποτά και τα φαγητά που περιφέρονται στο χώρο της εκδήλωσης.
Η απουσία των αμύητων νέων μας από αυτές τις δεξιώσεις είναι αισθητή, διότι δεν τους ενδιαφέρουν, «… they mean nothing to them».
Οι ξένοι προσκεκλημένοι, ιδιαίτερα οι διπλωματικοί αντιπρόσωποι άλλων κρατών, συγκεντρώνονται σε κάποια γωνία της αίθουσας και παρακολουθούν τα τεκταινόμενα σε πλήρη απομόνωση από τον υπόλοιπο κόσμο.
Ο χώρος και η μέρα δεν προσφέρονται για «λόμπι» υπέρ των εθνικών και ομογενειακών μας υποθέσεων. Η ενημέρωση και η άσκησης πίεσης σε ξένους διπλωμάτες ή πολιτικούς γίνεται πίσω από κλειστές πόρτες, όχι εις επήκοον εκατοντάδων προσκεκλημένων.
Κάποιοι πολιτικοί ηγέτες, που προσκαλούνται στις δεξιώσεις αυτές, τις περισσότερες φορές «κάνουν αγγαρεία». Γι’ αυτό, εξαφανίζονται μόλις εκφωνήσουν τους έξυπνα δομημένους λόγους τους.
Δεν προσφέρονται, κατά συνέπεια, οι δεξιώσεις αυτές για την προβολή των ανοιχτών υποθέσεών μας, ούτε για ενημέρωση των ξένων για τα τρέχοντα προβλήματά μας. «Η σοβαρότητα και η συνέπεια» της Ελλάδας δεν προάγονται σε τέτοιες δεξιώσεις.
Θα ήταν ωφέλιμη, ίσως, για την Ελλάδα και τις υποθέσεις της η οργάνωση επετειακής εκδήλωσης με «αποκλειστικό προσκλητήριο» πολιτικούς και ξένους διπλωμάτες. Σε μια τέτοια εκδήλωση, οι Έλληνες διπλωματικοί θα έχουν την ευκαιρία να κάνουν «λόμπι» και να δημιουργήσουν σχέσεις που μπορεί να ωφελήσουν την Ελλάδα. Δεξιώσεις αυτού του είδους είναι δυνατόν να γίνουν στις πρεσβείες και τις προξενικές κατοικίες, με ασύγκριτα χαμηλότερο κόστος αυτού που επωμίζεται, σήμερα, το ελληνικό δημόσιο.
Μέσα στη φτώχεια της, η Ελλάδα μπορεί να κάνει τα αναγκαία, χωρίς να δαπανά έξτρα χρήματα, που δεν έχει.