Έχεις να γράψεις κάτι ουσιώδες; Γράψε το. Τι είναι ουσιώδες; Εξαρτάται.

Ήταν δύο ή τρία θέματα που στριφογύριζαν στο μυαλό μου. Ήθελα να μιλήσω για ορισμένα από τα παιδιά, όχι απαραιτήτως ελληνόπουλα, που με σύστημα και προσεκτική «συσκευασία», αποστέλλουν τον έναν ή και τους δύο γονείς, συστημένους στο… πλησιέστερο γηροκομείο. Συνηθισμένο και ψυχοπλακωτικό το θέμα.
Το ζευγάρι που γερνάει μαζί και έρχεται κάποια ώρα που, εκείνος ή εκείνη, αυτός που μπορεί, ο πιο γερός, αφιερώνεται και αφοσιώνεται στον ή την σύντροφό του. Πονεμένες ιστορίες και τα δύο αυτά θέματα, Ιστορίες της πίκρας και της στεναχώριας. Αρκετά.

Ευχαριστώ τις χιλιάδες των…  Καλά εντάξει τις εκατοντάδες. Ας πούμε τις δεκάδες. Επιτέλους, τους τρεις-τέσσερις που τηλεφώνησαν και ρωτούσαν γιατί δεν έγραψα τις περασμένες δύο εβδομάδες. Είπαμε. Έχεις να γράψεις κάτι; Το γράψιμο δεν είναι διαφήμιση απορρυπαντικού: «Ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε»
Διάβαζα κάτι για τον Βίκτορα Ουγκώ και είπα να σας πω δύο λόγια γι’ αυτόν τον φανατικό, τον αδιαμφισβήτητο, αδιαφιλονίκητο, αδιαπραγμάτευτο λάτρη της Ελλάδος και φιλέλληνα.

Οι περισσότεροι Έλληνες γνωρίζουν τον συγγραφέα από τα γνωστά του βιβλία, «Παναγία των Παρισίων», «Οι Άθλιοι», όπου ο Γιάννης Αγιάννης είναι ο καταπιεσμένος, η φτώχια, ο αγώνας. Αυτός που κλέβει ένα ψωμί και για τούτο το κρίμα κυνηγιέται μια ζωή. Μαζί και όλα τα άλλα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στα βιβλία του, γνωστά πρόσωπα του… καθρέφτη της κοινωνίας μας. Ο Ιαβέρης, η Τιτίκα, ο Γαβριάς, και ο Κουασιμόδος από την Παναγία των Παρισίων, υπήρξαν σύμβολα, φωνές, κραυγές.
Ο Ουγκώ, έχοντας διανύσει μια από τις πιο φωτεινές πορείες στο λογοτεχνικό Πάνθεο του 19ου αιώνα που τον ανέδειξε σε πραγματικό Τιτάνα του Πνεύματος, εμφανίζεται στον Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης, το 1850, με μεταφρασμένα στα ελληνικά τα έργα του «Λουκρητία Βοργία» και «Άγγελος, Τύραννος της Παδούης».

Πολλοί και μεγάλοι οι αγώνες του για την απελευθέρωση της Κρήτης: Προσπαθούσε να ξεσηκώσει χώρες της Ευρώπης και συνέβαλε για να δοθούν η Βενετία στην Ιταλία και η Κρήτη στην Ελλάδα:
«Κάποια κραυγή ακούγεται από την Αθήνα. Φτάνει στ’ αυτιά μου. Από την πόλη του Φειδία και του Αισχύλου, μια πρόσκληση μου στέλνουν, τιμή μεγάλη για μένα. Ποίος είμαι ν’ αξίζω τέτοιας τιμής; Ένας ηττημένος.

Και ποίοι με καλούν; Οι νικητές. Ναι, ηρωικοί Κρήτες, καταδυναστευόμενοι σήμερα, θα είστε οι νικητές του αύριο…, έγραφε.
Στις 16 Ιανουαρίου του 1867, ο αρχηγός των τεσσάρων επαρχιών της Κρήτης Ι. Ζυμβρακάκης, έγραψε ένα γράμμα στον Ουγκώ, από το οποίο σας μεταφέρω μόνο ορισμένες παραγράφους: «Πνοή της ισχυρής ψυχής σου ήλθε προς εμάς και σταμάτησε τους θρήνους μας. Είχαμε πει στα παιδιά μας: «Πέρα από τη θάλασσα υπάρχουν λαοί γενναίοι και ισχυροί που αγαπούν την δικαιοσύνη και θα έλθουν να σπάσουν τα δεσμά μας. Αν εμείς καταστραφούμε, αν σκοτωθούμε αγωνιζόμενοι και σας αφήσουμε ορφανά να περιπλανιόσαστε στα βουνά του νησιού μας μαζί με τις πεινασμένες και πονεμένες μανάδες σας, οι λαοί αυτοί, έστω και αν αργήσουν, θα έρθουν να σας σώσουν…»

Θα άξιζε τον κόπο να μεταφέρω, αυτούσια, τα άρθρα στον Ευρωπαϊκό τύπο και τις επιστολές του Ουγκώ προς ηγέτες και πολιτικούς, με ισχύ, αλλά ο χώρος είναι περιορισμένος και πιθανόν να γινόμουν βαρετός. Πάρτε μια ακόμη μικρή γεύση: «Η ζοφερά εγκατάλειψη ενός λαού στον βιασμό και την σφαγή, από τον λεγόμενο πολιτισμένο κόσμο, είναι μια ατιμία που θα μείνει στην ιστορία και δεν θα μπορέσετε να την ξεπλύνετε με τίποτα…», έγραφε αλλού
Πολλοί Έλληνες λογοτέχνες επηρεάστηκαν από τον Ουγκώ και περισσότερο από όλους ο Κωστής Παλαμάς, ο οποίος και αυτοαποκαλέστηκε «λάτρης του Ουγκώ». Ο Παλαμάς μετέφρασε αρκετά ποιήματα του Ουγκώ μεταξύ των οποίων και ένα με τον τίτλο «Το Ελληνόπουλο» που μιλάει για την καταστροφή της Χίου. Θα αποτολμήσω να μεταφέρω ορισμένους από τους στίχους, μετατρέποντας τους σε πεζό. Ας πούμε πως οι παρακάτω αράδες για τη Χίο, γράφονται, τιμής ένεκεν, για την επέτειο της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας που είναι την ερχόμενη εβδομάδα.

«Οι Τούρκοι πέρασαν, χαλασμός και θάνατος παντού. Πέρα για πέρα. Η Χίος τ’ ολόμορφο νησί έχει απομείνει μαύρη ξέρα. Το νησί με τα κρασιά, με τα δέντρα, το αρχοντονήσι με τα βουνά, τα σπίτια, τα λαγκάδια και τις λυγερές που, τα όμορφα βράδια, καθρεφτίζονταν με χάρη, στα γαλανά νερά.
Ερημιά παντού. Μα κοίταξε εκεί επάνω, εκεί στο βράχο στου κάστρου τα χαλάσματα, κάποιο παιδί μονάχο κάθεται και σκύβει θλιβερά το κεφαλάκι του. Μοναδικό στήριγμά του και σκέπη του μια άσπρη αγράμπελη που έχει απομείνει. Φαίνεται πως μέσα στο χαλασμό οι Τούρκοι ξέχασαν την αγράμπελη και το παιδί.
Φτωχό παιδί που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες τι θάθελες να σου δώσω για να σταματήσεις να κλαις; Τι θα ήθελες για να δω στεγνά τα όμορφα γαλάζια σου ματάκια;  Τι θέλεις για να ξανασηκώσεις το κεφάλι σου ψηλά; Τι θέλει η καρδιά σου για να λάμψει το πρόσωπό σου χαρωπό, να ξαστερώσουν και να λάμψουν ξανά τα μάτια σου, να σηκώσεις περήφανα το κεφάλι με τα ξανθά, τα ολόχρυσα μαλλιά σου; Τι θέλεις άτυχο παιδί να σου δώσω για να πλέξης τα πλούσια μαλλιά που πέφτουν, σαν την ιτιά την κλαίουσα, στους ώμους σου;  Τι θα μπορούσε να σου διώξει το μαράζι; Θέλεις τον κρίνο από το Ιράν που μοιάζει με τα μάτια σου; Θέλεις τον καρπό από το δέντρο που λένε πως φυτρώνει σε μουσουλμανικό παράδεισο; Και μιλάω για τον καρπό ενός δέντρου που ένα αραβικό άλογο, εκατό χρόνια κι αν πιλαλάει δεν θα τα καταφέρει να βγει από τον ίσκιο του.

Θέλεις να σου χαρίσω το πουλί που κελαηδάει στο δάσος νύχτα ημέρα και έχει τέτοια γλύκα το κελάηδημά του που ξεπερνάει και την φλογέρα; Τι θες απ’ όλα τούτα τα αγαθά; Το λουλούδι; Τον καρπό; Θες το πουλί; Και ξαφνικά το Ελληνόπουλο με τα γαλάζια μάτια μπήγει μια φωνή, μια δυνατή φωνή και κράζει: Βόλια, μπαρούτι θέλω, να!