Την περασμένη εβδομάδα έδωσα, όσο πιο συνοπτικά μπορούσα, αλλά και με αναφορές σε έγκυρες ιστορικές πηγές, τους λόγους που εξώθησαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο να σχηματίσει δεύτερη κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη το Σεπτέμβριο του 1916.

Στόχος του Βενιζέλου ήταν η Ελλάδα να βρεθεί στο πλευρό των χωρών της Αντάντ – Μεγάλης Βρετανίας και Γαλλίας – στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον οποίο προέβλεπε πως θα κέρδιζαν, για να πάρει μέρος στη συνδιάσκεψη της ειρήνης που θα ακολουθούσε.

Βέβαιος πως οι σύμμαχοι θα προέβαιναν στο διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία στον πόλεμο είχε ενταχθεί στο πλευρό της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας, ο Βενιζέλος ήθελε η Ελλάδα να διεκδικήσει περιοχές που ιστορικοί και δημογραφικοί λόγοι συνηγορούσαν, κατά την άποψή του, για την ενσωμάτωσή τους στο ελληνικό κράτος.

Η προκλητική φιλογερμανική πολιτική του Κωνσταντίνου και των φερέφωνων κυβερνήσεών του, ανάγκασε τις δυνάμεις της Αντάντ να προβούν στη λήψη δυναμικών μέτρων. Στις αρχές του Ιουνίου 1917 γαλλικός στρατός αποβιβάστηκε στην Αθήνα, και εξανάγκασε τον Κωνσταντίνο να παραιτηθεί, και να παραχωρήσει το θρόνο στο γιο του Αλέξανδρο. Τις επόμενες ημέρες η βασιλική οικογένεια αναχώρησε για την Ιταλία, και από εκεί μετέβηκε στην Ελβετία, όπου παρέμεινε μέχρι το Δεκέμβριο του 1920.

Τον Ιούλιο του 1917 ο Βενιζέλος, ο οποίος από το Σεπτέμβριο του 1916 ήταν στη Θεσσαλονίκη ως πρωθυπουργός της δεύτερης κυβέρνησης που είχε σχηματίσει, επέστρεψε στην Αθήνα και σχημάτισε εθνική κυβέρνηση, επαναφέροντας τη Βουλή του 1915 που είχε διαλύσει ο βασιλιάς μετά τη διαφωνία του με τον Βενιζέλο.
Πρώτη ενέργεια της νέας εθνικής κυβέρνησης ήταν η κήρυξη πολέμου κατά της Γερμανίας και της Βουλγαρίας, στρατιωτικές δυνάμεις των οποίων το 1916 είχαν καταλάβει την Ανατολική Μακεδονία, με την ενθάρρυνση του βασιλιά Κωνσταντίνου.
Ένα από τα πρώτα μέτρα που έλαβε ο Βενιζέλος, μετά την επιστροφή του στην Αθήνα, για την πρόληψη στασιαστικών κινημάτων, ήταν η εξορία των κύριων συνεργατών του Κωνσταντίνου.

Μετά από γενική επιστράτευση, η κυβέρνηση του Βενιζέλου σχημάτισε στράτευμα 300.000 ανδρών, μεγάλο μέρος του οποίου πήρε μέρος στο μέτωπο της Μακεδονίας, όπου  στράτευμα των Αγγλογάλλων πολεμούσε εναντίον των δυνάμεων της Γερμανίας και της Βουλγαρίας.

Το ελληνικό στρατιωτικό σώμα θριάμβευσε στη μάχη του Σκρα το Μάιο του 1918. Λίγους μήνες αργότερα (Σεπτέμβριος 1918) η Βουλγαρία αναγκάσθηκε να συνθηκολογήσει, αποσύροντας τα στρατεύματά της από την Ανατολική Μακεδονία. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους και η Τουρκία υπέγραψε την ανακωχή του Μούδρου με τις δυνάμεις της Αντάντ. Το Νοέμβριο του 1918 ο αγγλογαλλικός στρατός, και ένα άγημα του ελληνικού στρατού, μπήκαν στην Κωνσταντινούπολη, ενώ τα ελληνικά θωρηκτά «Κιλκίς» και «Αβέρωφ» αγκυροβόλησαν έξω από την Κωνσταντινούπολη, με μονάδες του γαλλικού και βρετανικού ναυτικού.
Τελικά και η Γερμανία, καταβεβλημένη, απομονωμένη και ηττημένη, υπέγραψε ανακωχή, θέτοντας τέρμα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στις 11 Νοεμβρίου 1918.

ΚΥΡΙΑΡΧΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ Ο ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Η πρόβλεψη του Βενιζέλου ως προς την τελική έκβαση του πολέμου επαληθεύθηκε, και ο αγώνας του εναντίον της φιλογερμανικής πολιτικής του βασιλιά Κωνσταντίνου δικαιώθηκε απόλυτα. Η λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε την Ελλάδα, όπως είδαμε, στο πλευρό των νικητριών δυνάμεων της Αντάντ – Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας, Ιταλίας – και των Η.Π.Α.
Στο Συνέδριο Ειρήνης, που άρχισε στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1919 και κράτησε μέχρι το Νοέμβριο του ίδιου έτους, ο Ελευθέριος Βενιζέλος πρόβαλε τις ελληνικές διεκδικήσεις, οι οποίες μεταξύ άλλων περιλάμβαναν περιοχή των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας, στα αστικά κέντρα των οποίων το ελληνικό στοιχείο υπερτερούσε του τουρκικού.

Ένα από τα επιχειρήματα του Βενιζέλου, για την ενσωμάτωση στην ελληνική επικράτεια της περιοχής αυτής της Μικράς Ασίας, ήταν οι εκτοπισμοί από το 1911, και από το 1914 η συστηματική και μεθοδευμένη εξόντωση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το εθνικιστικό κόμμα των Νεότουρκων, που ονειρεύονταν τον εκτουρκισμό όλων των εθνοτικών μειονοτήτων της Τουρκίας.

Για τις απώλειες των άμαχων Ελλήνων στην Μικρά Ασία (συμπεριλαμβανομένου και του Πόντου) από τις διώξεις των Νεότουρκων κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου (1914-1918), ο Απόστολος  Βακαλόπουλος γράφει τα ακόλουθα:
«Υπολογίζεται ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου 900.000 Έλληνες της Μικράς Ασίας εξοντώθηκαν με εκτελέσεις ή εκτοπισμούς, ενώ 450.000 διώχθηκαν ή έφυγαν τρομοκρατημένοι ως πρόσφυγες στην Ελλάδα», (1).

Κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου Ειρήνης στο Παρίσι ο Βενιζέλος αναδείχθηκε σε πολιτικό και διπλωμάτη πρώτου μεγέθους. Η ρητορική του δεινότητα και η πειστική επιχειρηματολογία του εντυπωσίασαν τους ηγέτες των άλλων χωρών, και ιδίως τον Λόυντ Τζορτζ της Μεγάλης Βρετανίας, τον Ζωρζ Κλεμανσώ της Γαλλίας και τον Γούντροου Ουίλσον των Η.Π.Α.

Για την προσωπικότητα του Βενιζέλου ο Χάρολντ Νίκολσον, σύμβουλος του Λόυντ Τζορτζ, έγραψε τα ακόλουθα σε επιστολή του στον πατέρα του:
«Δεν μπορώ να σου περιγράψω το κύρος που έχει εδώ ο Βενιζέλος! Αυτός και ο Λένιν είναι οι μόνες πραγματικά μεγάλες φυσιογνωμίες της Ευρώπης».
Σε άλλη επιστολή του γράφει τα ακόλουθα:
«Η ομιλία του ήταν ένα περίεργο κράμα από γοητεία, ληστρικό πνεύμα, πολιτική διεθνούς εμβέλειας, πατριωτισμό, θάρρος και φιλολογία – μα πάνω από όλα, ήταν αυτός ο ίδιος, αυτός ο μεγαλόσωμος, γεροδεμένος, χαμογελαστός άνδρας, με μάτια που άστραφταν πίσω από τα γυαλιά του και με ένα τετράγωνο σκούφο από μαύρο μεταξωτό ύφασμα στο κεφάλι», (2).

ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΙΣ

Για τις διεκδικήσεις της Ελλάδας στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας παραθέτω  το ακόλουθο απόσπασμα από το βιβλίο του Michael Llewellyn Smith, από το οποίο είναι παρμένα και τα δύο παραπάνω αποσπάσματα:
Σύμφωνα με τα στοιχεία που είχε στα χέρια του ο Βενιζέλος, και που προέρχονταν από την απογραφή του Οικουμενικού Πατριαρχείου το 1912, η ζώνη που διεκδικούσε η Ελλάδα περιλάμβανε κάτι περισσότερο από 800.000 Έλληνες, έναντι λίγο παραπάνω από ένα εκατομμύριο Τούρκων και 100.000 Αρμενίους, Εβραίους και άλλους. Ο Βενιζέλος παρέκαμψε αυτούς τους ενοχλητικούς αριθμούς συμπεριλαμβάνοντας στη ζώνη, για στατιστικούς σκοπούς, τα γειτονικά νησιά, την Ίμβρο, την Τένεδο, τη Μυτιλήνη, τη Χίο, τη Σάμο, την Ικαρία, τη Ρόδο με το Καστελόριζο και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα, όπου οι Έλληνες είχαν μεγάλη αριθμητική υπεροχή (περίπου 370.000 έναντι 25.000). Δικαιολόγησε αυτό τον ελιγμό με το επιχείρημα ότι τα νησιά αυτά ήταν, από οικονομική και γεωγραφική άποψη, μέρος της ηπειρωτικής Τουρκίας, επιχείρημα που είχαν χρησιμοποιήσει οι ίδιοι οι Τούρκοι για να παρεμποδίσουν την παραχώρηση των νησιών του Αιγαίου στην Ελλάδα στους Βαλκανικούς Πολέμους, (3).

Σύμφωνα με τον Βενιζέλο, οι Έλληνες που θα έμεναν στις τουρκικές περιοχές της Μικράς Ασίας ανέρχονταν γύρω στις 800.000. Ο Βενιζέλος ήταν της γνώμης πως οι  Έλληνες αυτοί θα προέβαιναν σε εθελοντική ανταλλαγή με το ένα εκατομμύριο Τούρκους που υπήρχαν στην διεκδικούμενη από την Ελλάδα ζώνη της δυτικής Μικράς Ασίας, οδηγώντας έτσι σε μια ομοιογένεια πληθυσμών στο χώρο της Μικράς Ασίας. 
Οι διεκδικήσεις του Βενιζέλου βρήκαν σύμφωνες τη Βρετανία και τη Γαλλία, ενώ οι Η.Π.Α. ήταν επιφυλακτικές, γιατί πίστευαν πως μια άθικτη εδαφικά Τουρκία θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα οικονομικά τους συμφέροντα.

Η Ιταλία όμως πρόβαλε έντονες αντιδράσεις στις προτάσεις του Βενιζέλου. Για να καταλάβουμε τη στάση της Ιταλίας θα χρειαστεί να κάνουμε μια ιστορική αναδρομή.
 Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, για να δελεάσουν την Ιταλία να προσχωρήσει στην Αντάντ, η Βρετανία και η Γαλλία, με το Σύμφωνο του Λονδίνου τον Απρίλιο του 1915 της υποσχέθηκαν την περιοχή της Αττάλειας στην δυτική Μικρά Ασία.
Αργότερα, σε συνδιάσκεψη στον Άγιο Ιωάννη της Μωριέννης τον Απρίλιο του 1917, οι Αγγλογάλλοι διεύρυναν την περιοχή που είχαν υποσχεθεί στην Ιταλία, ώστε να περιλαμβάνει και την ελληνικότατη Σμύρνη.

Όπως θα δούμε την ερχόμενη εβδομάδα, η αποστολή πολεμικών ιταλικών πλοίων στην Μικρά Ασία κατά τη διάρκεια του Συμβουλίου Ειρήνης στο Παρίσι, έκανε τους Αγγλογάλλους, αλλά και τους Αμερικανούς που αρχικά ήταν επιφυλακτικοί, να παροτρύνουν τον Βενιζέλο να προβεί σε εσπευσμένες αποφάσεις, οι επιπτώσεις των οποίων θα αποδεικνύονταν τραγικές για τον Μικρασιατικό Ελληνισμό.

Σημειώσεις
1) Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος «Νέα Ελληνική Ιστορία, 1204-1985», Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 364. Ο Α. Βακαλόπουλος υπήρξε Καθηγητής Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
2) Michael Llewellyn Smith «Το όραμα της Ιωνίας – Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία, 1919-1922», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 2009, σελ. 141. Ο M. Llewellyn Smith σπούδασε Κλασική Φιλολογία στην Οξφόρδη, και υπηρέτησε πρέσβης της Βρετανίας στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1996-1999. Το παραπάνω είναι το τρίτο βιβλίο του για την Ελλάδα.
3) Όπως το (2), σελ. 151-152.