Πάνε μήνες που έλαβα το βιβλίο του Διονύση Συκιώτη «Θίγοντας τα κακώς κείμενα». με την αφιέρωση «Στον φίλο μου Σωτήρη – μια εικονοκλαστική εξιστόρηση γεγονότων και απόψεων».

Μέχρι σήμερα «δεν επρόκοψα» να γράψω δυο λόγια γι’ αυτή την αξιόλογη έκδοση, παρά το γεγονός ότι ο Διονύσης Συκιώτης με τιμά όλα αυτά τα χρόνια με την φιλία του και συχνά-πυκνά δημοσιεύει στο «Νέο Κόσμο» άρθρα του.
Κάλλιο αργά, παρά ποτέ όμως…

Στο βιβλίο περιλαμβάνονται άρθρα του συγγραφέα που δημοσιεύτηκαν τα τελευταία χρόνια στις εφημερίδες «Ελευθεροτυπία», «Αυγή», «Το Βήμα», «Νέος Κόσμος», αλλά κυρίως στο «Εμπρός»  της Λέσβου.

Όπως ξέρουν οι αναγνώστες του «Νέου Κόσμου», μιας και έχουν δείγματα γραφής του κ. Συκιώτη, ο συγγραφέας εκφράζεται χωρίς καθωσπρεπισμούς και μισόλογα για θέματα που τον ενδιαφέρουν.

Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι κατά την παρουσίαση του βιβλίου του, στη Μυτιλήνη, πρώτος εκείνος, όπως μαθαίνω, είπε ότι το βιβλίο του «δεν θα αρέσει, στο πανεπιστημιακό και φοιτητικό κατεστημένο, στο Κ.Κ.Ε. και στο παπαδαριό». Και δεν θα αρέσει, αφού μ’ αυτούς καταπιάνεται σε πολλά από τα άρθρα του.
Ο ίδιος ο συγγραφέας στον πρόλογό του παρατηρεί ότι «τα θέματα που θίγονται σ’ αυτό το βιβλίο δεν είναι ιδιαίτερα πρωτότυπα».
Και εξηγεί:
«Η διαφορετικότητά τους έγκειται στο ότι οι αναλύσεις της επικαιρότητας έγιναν από κάποιον που βρέθηκε «εκτός των τειχών» για μεγάλο χρονικό διάστημα, γεγονός που τον κατέστησε ικανό να βλέπει τα πράγματα από μια ασυνήθιστη οπτική γωνία».
Να συμπληρώσω εγώ ότι ο κ. Συκιώτης  αναφέρεται μόνο σε πράγματα που κατέχει καλά. Και τα προσεγγίζει  με τόλμη και χωρίς  εκπτώσεις.
 Αν και κάποια από τα άρθρα που δημοσιεύονται στο βιβλίο έχουν γραφεί εδώ και πολλά χρόνια, παραμένουν εξίσου επίκαιρα και ενδιαφέροντα, αφού οι καταστάσεις δεν έχουν αλλάξει, παρά τις όποιες αλλαγές γεγονός που διαπιστώνει και ο ίδιος ο συγγραφέας που αναφέρει:
«Με θλίψη διαπιστώνω ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο ότι τα διάφορα κεφάλαια παραμένουν επίκαιρα. Μάλιστα, θα έλεγα ότι ορισμένες πτυχές της ελληνικής καθημερινότητας έχουν χειροτερέψει».

Και τι προτείνει ως λύση;
«Ριζική ανατροπή και όχι μόνο στην πολιτική. Να μπει νυστέρι βαθιά, να αλλάξει η νοοτροπία μας. Θα δούμε καλύτερες μέρες όταν θα μπορέσουμε να προτάξουμε στο «εγώ» το «εμείς».

 Όπως εύστοχα παρατήρησε αναγνώστης του βιβλίου, ο Διονύσης Συκιώτης με το «Θίγοντας τα κακώς κείμενα», σχολιάζει με τόλμη, μιλώντας «έξω απ’ τα δόντια», γι’ αυτά που μάς προβληματίζουν και μάς ενοχλούν, έχοντας ανοικτό μέτωπο κατά συγκεκριμένων αντιλήψεων, που όχι μόνο δεν αποδέχεται, αλλά… ξιφουλκεί με στέρεα επιχειρήματα που προβληματίζουν ακόμη και τους φορείς αυτών των αντιλήψεων.
Ένα τέτοιο μέτωπο έχει ανοίξει ο κ. Συκιώτης και κατά των λεγόμενων «Ελληναράδων» στους οποίους αφιέρωσε ένα πρόσφατο άρθρο του και το οποίο δημοσιεύσαμε και στο «Νέο Κόσμο». Ένα άρθρο που προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις και μέρος του το αναδημοσιεύουμε σήμερα, κυρίως, για να δώσουμε μια γεύση του τρόπου με τον οποίο ο συγγραφέας προσεγγίζει τα θέματά του.

Γράφει, λοιπόν:
«Πιο παλιά τους λέγαμε «φασιστόμουτρα» και έκλεινε το θέμα. Ακόμα πιο παλιά, στο διάστημα της κατοχής, τους λέγαμε «ταγματασφαλίτες» (ή «ταγματαλήτες»). Ο ευφημισμός «Ελληναράδες» (εμείς οι νεοέλληνες τα πάμε καλά με τους «ευφημισμούς») εφευρέθηκε για να δώσουμε ευκαιρία στη λήθη να σκεπάσει πολλά από τα συμβάντα εκείνων των δίσεκτων χρόνων.
Ο φασίστας, μεταξύ άλλων, είναι και ρατσιστής. Ο ρατσισμός του νεοέλληνα φασίστα είναι για γέλια και για κλάματα. Επηρεασμένος από την πλύση εγκεφάλου, που την ονομάζουν μάθημα Ιστορίας στα ελληνικά σχολεία και τις ανοησίες του κάθε χουντοχριστόδουλου, δηλώνει απόλυτα σίγουρος για το «όμαιμον» όλων των κατοίκων της ελληνικής επικράτειας και βέβαιος ότι όλοι εμείς οι νεοέλληνες έχουμε ένα μερίδιο από τα γονίδια των ενδόξων προγόνων μας αρκετά μεγάλο ώστε να εγγυάται την…  ανωτερότητα της «φυλής» μας. Αγνοεί το ότι για αιώνες δεν υπήρχε ελληνικό έθνος και ότι στη ρωμαιοκρατούμενη Ελλάδα οι κάτοικοι αποτελούνταν από μια πανσπερμία εισβολέων και ντόπιων (ουσιαστικά παλαιότερων εισβολέων) κι ότι σχεδόν κανένας δεν δήλωνε Έλληνας.

Πάνω απ’ όλα, ο «Ελληναράς» αγνοεί ή δεν θέλει να παραδεχτεί ότι ο μόνος ορισμός του σημερινού Έλληνα που ευσταθεί ιστορικά και λογικά είναι ο βενιζέλειος ορισμός: Έλληνας είναι όποιος δηλώνει Έλληνας, δηλαδή ένα άτομο με ελληνική εθνική συνείδηση.

Ο βενιζέλειος ορισμός του Έλληνα δίνει και τη λύση σε ένα πρόβλημα που έχει προκύψει στην οικογένειά μας στη μακρινή Αυστραλία. Όταν λένε στη μικρή μου εγγονή (μοναχοπαίδι του δεύτερου γιου μου, εφτάμισι χρονών) ότι μόνο ένας από τους γονείς των γονιών της (ο υπογράφων) είναι Έλληνας, βάζει τις φωνές και δηλώνει Ελληνίδα. Επιπλέον, κατσαδιάζει τον πατέρα της που δεν τής μιλάει ελληνικά και υποχρέωσε τους γονείς της να τής πάρουν δασκάλα για ιδιαίτερα μαθήματα στην ελληνική γλώσσα. Αν αυτός ο αυτοπροσδιορισμός παραμείνει ο ίδιος και μετά την ενηλικίωσή της, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι η εγγονή μου είναι Ελληνίδα (το νομικό μέρος του προβλήματος έχει ήδη τακτοποιηθεί).

Επανερχόμενοι στο θέμα μας, οι πιο αξιοθρήνητοι Ελληναράδες είναι οι μετανάστες Ελληναράδες. Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία είπαν «ναι» στην ενσωμάτωση (συμμετοχή στην πολιτική και συνδικαλιστική ζωή της Αυστραλίας) και «όχι» στην αφομοίωση. Θέλαμε να παραμείνουμε Έλληνες με όλες τις ιδιαιτερότητές μας: θρησκεία, παιδεία, έθιμα κ.λπ. Πιστεύαμε ότι η αφομοίωση χρειάζεται πολύ χρόνο, και ούτε είναι επιθυμητή, γιατί μια κοινωνία με διαφορετικότητες, μια πολυπολιτισμική κοινωνία, είναι πιο σφριγηλή, πιο ζωντανή.

Οι Ελληναράδες βέβαια δεν μπορούσαν παρά να αντισταθούν στον ειδεχθή ρατσισμό των Αγγλοαυστραλών (κοκκινόκωλους τους έλεγε η παρέα μου). Αυτό το φαινόμενο βέβαια είναι η ιλαροτραγική πλευρά του ρατσισμού. Οι ρατσιστές διαφόρων προελεύσεων αλληλομισούνται. Το σκεπτικό τους πολύ απλό: «Εφ’ όσον εμείς είμαστε ο εκλεκτός λαός, δεν επιτρέπεται να αφομοιωθούμε μ’ αυτά τα σκύβαλα που πίνουν για να μεθάνε, που η μπάλα τους έχει το σχήμα πεπονιού κ.λπ.»
Αυτοί λοιπόν οι Ελληναράδες μετανάστες πρέπει να στείλουν σαφές μήνυμα στους ομοϊδεάτες τους στην Ελλάδα ότι δεν επιτρέπεται να ζητούν την αφομοίωση, δηλαδή την πολιτισμική εξαφάνιση των μεταναστών, αλλά και των ντόπιων μειονοτήτων στην Ελλάδα. Δεν επιτρέπουν οι κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού δύο μέτρα και δύο σταθμά».

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του, ο Διονύσης Συκιώτης δημοσιεύει και μια Ιρλανδέζικη προσευχή που αναφέρει μεταξύ άλλων: «Βρες τον καιρό να διαβάσεις. Αυτό είναι το θεμέλιο της σοφίας».

Συστήνω στους αναγνώστες του «Νέου Κόσμου» να διαβάσουν το βιβλίο «Θίγοντας τα κακώς κείμενα». Σίγουρα, θα διευρύνουν  τους ορίζοντες τους αφού, σύμφωνα με την ίδια προσευχή πρέπει να έχουμε χρόνο για να κοιτάξουμε και γύρω μας μιας και «ο χρόνος είναι λίγος για να είμαστε εγωιστές».