ΠΡΙΝ αρχίσουμε με τα δικά μας και ξεχαστούμε, να ευχηθώ σε όλους (ακόμα και στους άσπονδους φίλους μου, τους Ελληναράδες) Καλή Ανάσταση.

ΑΝΘΡΩΠΟΙ είναι και αυτοί (οι Ελληναράδες δηλαδή) σαν όλους τους ανθρώπους. Εντάξει, έχουν τα «κουσούρια» τους, αλλά, ποιος δεν έχει;

ΓΕΝΕΕΣ δεκατέσσερις με περνά (πάλι σήμερα) εις εξ αυτών. Για τον… κλασικό πια στο είδος του, κύριο Κυριάκο Βαβάκη, πρόκειται, επιστολή του οποίου δημοσιεύουμε σήμερα σε άλλη σελίδα της εφημερίδας.

ΣΑΣ προτείνω να την διαβάσετε. Αξίζει τον κόπο, αν θέλετε να διαπιστώσετε από πρώτο χέρι, πώς λειτουργεί το μυαλό ενός ακραιφνούς «πατριώτη».

ΤΟ μυαλό των ανθρώπων της συγκεκριμένης κατηγορίας, ακολουθεί άλλα «μονοπάτια», που φωτίζονται από τη λάμψη τους αρχαιοελληνικού πολιτισμού και της ηρωικής μας δόξας.

ΕΙΜΑΙ σχεδόν σίγουρος ότι ο κύριος Κυριάκος, θα πάθει την «πλάκα» της ζωής του, όταν πληροφορηθεί, το όνομα του φίλου του που μού έπλεξε το εγκώμιο για τα όσα έγραψα πριν δύο βδομάδες και που τόσο πολύ ενόχλησαν τον ίδιο.

ΜΙΛΑΜΕ ότι έτσι και καταφέρω και «τουμπάρω», πέντε-έξι από αυτά τα λαμπρά παλικάρια, θα…  στείλω αδιάβαστο το «Πατριωτικό Μέτωπο» της πόλης μας.

ΞΕΡΩ ότι είναι πολύ δύσκολο να αλλάξεις τη ρότα τέτοιων τύπων, αλλά θα συνεχίσω να το προσπαθώ και ελπίζω ότι κάποιους θα καταφέρω να ξεκολλήσω από τις…  πατριωτικές εμμονές. Άλλωστε, η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία.

ΣΤΟΝ κύριο Κυριάκο δεν θα απαντήσω. Απαντά ο ίδιος, στην επιστολή του και για λογαριασμό μου.

ΒΕΒΑΙΩΣ και δεν θα περίμενε (κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια) ότι θα δημοσιεύσουμε τη συγκεκριμένη επιστολή, το αναφέρει κάπου και ο ίδιος. Έλα, όμως, που κάτι τέτοιες «ευκαιρίες» περιμένουμε και εμείς.

ΠΑΜΕ πιο κάτω. Το περασμένο Σαββατοκύριακο έγινε στη Μελβούρνη «το έλα να δεις». Εκτός από το δικό μας το… πολιτιστικό Φεστιβάλ (για το οποίο θα μιλήσουμε πιο κάτω), έγινε το Grand Prix, η ανθοκομική έκθεση και άρχισε με φουλ τις μηχανές και το φούτι.

ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΕΣ χιλιάδες κόσμος στο κέντρο της πόλης και στις πέριξ γειτονιές. Μου άρεσε η ανεχτική, πολύχρωμη (και πολυεθνική) Μελβούρνη που για όλους έχει τόπο.

ΜΑΣ παραχώρησε, μέσα σε ένα τέτοιο στριμωξίδι, ό«που η μάνα έχανε το παιδί και το παιδί τη μάνα» τους δύο πιο κεντρικούς δρόμους για να κάνουμε το Φεστιβάλ και την καθιερωμένη παρέλαση επ’ ευκαιρία της Εθνικής μας Εορτής.

ΣΥΝΕΙΡΜΙΚΑ, σύγκρινα τις εικόνες. Αυτή, δηλαδή, της Μελβούρνης, της περασμένης Κυριακής, με αυτές από την Αθήνα όπου ένα στρατιωτικό άγημα (των ειδικών δυνάμεων παρακαλώ), μετά το τέλος της παρέλασης, φώναζε στο κέντρο της πόλης, συνθήματα κατά των «ξένων» και αιώνιων εχθρών μας.

ΤΟ γύρο του κόσμου έκαναν οι εικόνες, τόσο από την Αθήνα, όσο και από τη Μελβούρνη. Ο κόσμος όλος τις είδε και έβγαλε τα συμπεράσματά του, για το επίπεδο του πολιτισμού των δύο χωρών.

ΠΑΡ’ ΟΛΑ αυτά και ενώ τις ρατσιστικές και ξενόφοβες εικόνες της Αθήνας τις καταδίκασαν σχεδόν οι πάντες στην πατρίδα (πολιτικοί, Μέσα Ενημερώσεις, προσωπικότητες, κόμματα και λοιπά) βρέθηκαν και…  «υπερπατριώτες» που χειροκρότησαν αυτή την εθνική ντροπή.

ΔΙΑ γυμνού οφθαλμού φαίνεται, πλέον, αγαπητοί συμπατριώτες, ότι η πατρίδα μας βρίσκεται πολύ πίσω ακόμα. Παραμένει κολλημένη σε μια άλλη εποχή. Δεν μπορεί να ξεκολλήσει από το μίζερο (και όχι ένδοξο) παρελθόν της.

ΣΕ έναν κόσμο, που εκ των πραγμάτων γκρεμίζονται τα σύνορα και τείνει να γίνει ένα χωριό, η πατρίδα μας συνεχίζει να μένει ερμητικά κλεισμένη στο καβούκι της και να βλέπει τον κόσμο με τα ίδια «γυαλιά» που τον έβλεπε πριν 100 χρόνια.  

ΓΙΑ εμάς που ζούμε σε έναν άλλο κόσμο, συμβιώνουμε (και νταραβεριζόμαστε) αρμονικά με τόσος διαφορετικούς ανθρώπους, από κάθε γωνιά της γης, μπορούμε ευκολότερα να καταλάβουμε τι σημαίνει μια ανοιχτή χώρα και κοινωνία που αποδέχεται όλες τις άλλες κουλτούρες καλυτερεύοντας τη δική της.

ΚΑΙ ερωτώ, όλους τους… εθνικά σκεπτόμενους συμπάροικους που δεν ανέχονται μύγα στο πατριωτικό σπαθί τους: μπορείτε να φανταστείτε να γιορτάζουν στο κέντρο της Αθήνας (με παρέλαση!) οι Αλβανοί, την Εθνική τους Εορτή (και, μάλιστα, φορώντας φουστανέλες!) και να καταθέτουν στεφάνι στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη στο Σύνταγμα;

ΟΧΙ, βέβαια! Τουλάχιστον προς το παρόν και την αμέσως επόμενη εικοσαετία! Αν γίνει κάτι τέτοιο τώρα, θα ξεσηκωθεί ο λαός!

ΜΠΟΡΕΙΤΕ να φανταστείτε να κάνουν το ίδιο οι Πακιστανοί και οι Κενυάτες; Μπορείτε να διανοηθείτε την ανέγερση «ξένων» Εκκλησιών, Τζαμιών, Κολεγίων και Πολιτιστικών Κέντρων,  στο κέντρο της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης ή των Πατρών;

ΑΝ, λοιπόν, δεν μπορείτε να διανοηθείτε όλα τα πιο πάνω να συμβαίνουν στην πατρίδα μας ακόμα και στο προσεχές μέλλον, τότε είναι ευκολότερο να αντιληφθείτε, πόσο πίσω είμαστε από τις υποτιθέμενες δημοκρατικές χώρες στις οποίες και επιδιώκουμε να μοιάσουμε.

ΟΛΑ αυτά, πρώτα απ’ όλα, έχουν να κάνουν με την παιδεία και τον πολιτισμό. Το μεγάλο μας εθνικό έλλειμμα.

ΟΣΟ πιο ανοιχτή και ανεχτική είναι μια κοινωνία, τόσο πιο δημοκρατική και πολιτισμένη. Και εμείς (δυστυχώς) δεν είμαστε.

ΕΚΤΟΣ των άλλων, δημοκρατία σημαίνει να ανέχεσαι τον άλλο να είναι διαφορετικός από εσένα. Τα ίδια ισχύουν και για τον πολιτισμό που μάς λείπει.

ΓΙΑ τον πολιτισμό, που είδε και αποείδε στην Ελλάδα των Νεοελλήνων και πήρε τα μάτια του να ζήσει και αυτός (όπως και εμείς) σε άλλες χώρες.

ΤΟΝ Ελληνικό μας πολιτισμό και τις παραδόσεις (που υποτίθεται ότι σχετίζονται με αυτόν) γιορτάσαμε και εμείς εδώ το περασμένο Σαββατοκύριακο.

ΤΟ όλο σκηνικό, του πανηγυριού στο Lonsdale Street και των υπόλοιπων εκδηλώσεων που το «περιέβαλαν», δείχνει (επίσης) ανάγλυφα πώς κατανοούμε και εμείς εδώ, τον Ελληνικό πολιτισμό. Τι ποιότητες του αποδίδουμε.

ΤΟ γεγονός και μόνο ότι τον βιώνουμε αποκλειστικά ως πανηγύρι, δείχνει ότι μάλλον τον βαλκάνιο πολιτισμό έχουμε κατά νου και αυτόν (μη γνωρίζοντας άλλον) προβάλουμε.

ΔΕΝ θα επεκταθώ άλλο στο θέμα, αφού τα ίδια και τα ίδια λέω 20 ολόκληρα χρόνια. Η ιστορία απέδειξε περίτρανα ως σήμερα, ότι εγώ τα λέω εγώ τα ακούω.

ΘΑ πρέπει, όμως, να ομολογήσω ότι, φέτος, η συνολική εικόνα έδειχνε λιγότερο βαλκανική. Το όλο πράγμα ήταν πιο οργανωμένο και πιο προσεγμένο. Αν, μάλιστα, αντί του Διονυσίου τραγουδούσε το Σάββατο το βράδυ η «Απόδημη Κομπανία» και ο παλιός μου φίλος Γιώργος Ξυλούρης, θα ήταν (πολύ) καλύτερα.

ΣΕ πανηγύρι δεν πάει κανείς για να ακούσει τραγούδια όπως «Τη σκότωσα γιατί την αγαπούσα»! Ούτε πάει «να τα δώσει όλα στον ταξιτζή», αφού η παλιά του αγάπη άλλο δεν ζει! Έλεος αδελφοί…

ΚΛΕΙΝΩ το θέμα με μια σημαντική πληροφορία. Έμαθα ότι φέτος όλα σχεδόν τα έξοδα για το πανηγύρι βγήκαν από τους χορηγούς. Πάντα τέτοια και να μας μένει και κανένα φράγκο από τις χορηγίες (για να οργανώνουμε και καμιά εκδήλωση της προκοπής), θα ήταν ακόμα πιο καλά.

ΕΜΑΘΑ, επίσης. ότι το επόμενο Φεστιβάλ, θα είναι πάρα πολύ καλύτερο (και διαφορετικό) αφού το Δ.Σ. της Κοινότητας θα έχει έναν ολόκληρο χρόνο μπροστά του για να το προετοιμάσει.

ΚΑΙ τελειώνω με ένα περιστατικό που έζησα την περασμένη Παρασκευή το απόγευμα στο  Lonsdale St., για το οποίο τόσο η Κοινότητα, που έχει τα γραφεία της εκεί, όσο και οι συμπατριώτες μας καταστηματάρχες, προσπαθούν, όχι μόνο να τον διατηρήσουν… ελληνικό δρόμο, αλλά και να αναβαθμίσουν την…  ελληνικότητά του!

ΠΡΙΝ πάω σε ένα ελληνικό μαγαζί να φάω ένα ελληνικό σουβλάκι, γίνομαι μάρτυρας μια εικόνας όπου ένας Έλληνας γκαρσόνι στο διπλανό, επίσης ελληνικό, μαγαζί τα «έχωνε» χοντρά σε έναν Γερμανο-αυστριακό, που είχε τολμήσει να τον ρωτήσει «πώς πάνε τα οικονομικά της Ελλάδας».

ΚΑΙ τι δεν του είπε… Του θύμισε τις σφαγές των αμάχων, τις εκτελέσεις, τα δισεκατομμύρια που μάς έκλεψαν, τις αποζημιώσεις που δεν μάς έδωσαν, και βεβαίως τους Εβραίους που δολοφόνησαν.

ΔΕΥΤΕΡΗ σκηνή: μπαίνω στο μαγαζί (το ελληνικό) που φέρει πίσω του μέρες δόξας και λέω σε μια σερβιτόρα ότι θέλω ένα σουβλάκι.

ΑΠΟ το ύφος της κατάλαβα ότι δεν καταλάβαινε τι της έλεγα. Δεν μιλούσε ελληνικά. Ήταν… Γερμανίδα! Γερμανίδα ήταν και η δεύτερη σερβιτόρα του μαγαζιού, ενώ το σουβλάκι μου το έφτιαξε ένας…  Ινδός!

ΡΩΤΗΣΑ από περιέργεια, αν υπάρχει κανείς στο μαγαζί που να μιλά ελληνικά. Δεν υπήρχε. «Ήταν πριν λίγο εδώ μια κοπέλα, που μιλούσε λίγα», μου είπαν, «αλλά έφυγε…»!

ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ το…  ελληνικό σουβλάκι που παράγγειλα…  γερμανικά και θα το έφτιαχνε Ινδός ψήστης, με αυστραλιανά υλικά, με πλησιάζει το γκαρσόνι από το διπλανό μαγαζί για να συνεχίσουμε τη συζήτηση (καθόμουν σε ένα τραπεζάκι έξω).

ΤΟΥ λέω: μη βρίζεις τους Γερμανούς, γιατί οι συνάδελφοί σου στο διπλανό (ελληνικό) μαγαζί είναι Γερμανοί.

«Ε, τι περιμένεις» μου λέει, «έτσι είμαστε εμείς οι Έλληνες. Μόνο την τσεπούλα μας κοιτάμε και να πληρώνουμε όσο λιγότερα εργατικά μπορούμε. Και μετά μάς φταίνε οι Γερμανοί…»

ΤΟΤΕ, του λέω, γιατί τα «έχωνες» στον Γερμανό; «Άλλο όταν μιλάμε μεταξύ μας, μου απαντά και άλλο όταν μιλάμε με ξένους». Και συνεχίζει:

«Το ξέρω ότι οι Γερμανοί είχαν δίκιο για όσα μας είπαν, αλλά από αυτούς δεν μπορώ να το δεχτώ, Είμαστε ό,τι είμαστε, αλλά, είμαστε για εμάς».

ΝΑΙ, κύριοι είμαστε αυτό που είμαστε. Έλα, όμως, που το λέμε δεν το λέμε, το ξέρουν και οι άλλοι. Είπαμε, πολιτισμός που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει.

ΑΥΤΑ για σήμερα αγαπητοί μου αδελφοί. Να είστε όλοι καλά, προσέξτε τα αρνιά, τα κοκορέτσια και τα γλυκά, που σε τέτοια ηλικία κάνουν διπλή ζημιά στην καρδιά. Γεια χαρά.