Οι Έλληνες επιρρεπείς στην κατάθλιψη

Πρόκειται για τα αποτελέσματα έρευνας την οποία διενήργησε η δρ. Λίτσα Κυροπούλου, κλινική ψυχολόγος, όταν στο διδακτορικό της, έκανε σύγκριση κατάθλιψης και άγχους μεταξύ  Ελλήνων, Ιταλών και Αγγλοσαξώνων, ηλικίας 60-65 χρόνων και διαπίστωσε ότι στους Έλληνες ο βαθμός είναι κατά πολύ υψηλότερος.
Αν και τα αίτια δεν αποτελούσαν μέρος της έρευνας, σε συνεντεύξεις που έκανε με συμπάροικους πρώτης γενιάς βρήκε ότι «τα περισσότερα θέματα που φαίνεται να τους απασχολούν και να τους προκαλούν στενοχώρια και άγχος, είναι οικογενειακής φύσης. Συνήθως, σχετίζονται με τον/την σύντροφο των παιδιών τους ή τα ίδια τα παιδιά τους».

Ο τρόπος που τους φέρονται, αν τους επισκέπτονται ή όχι συχνά, αν βλέπουν όσο συχνά θα ήθελαν τα εγγόνια τους, είναι από τα κύρια θέματα που απασχολούν αυτή την κατηγορία των συμπαροίκων, κατά την Ελληνίδα επιστήμονα η οποία έχει δαπανήσει εννέα χρόνια σε έρευνες με αντικείμενο τους Έλληνες μετανάστες.
Η ίδια, στην ιστοσελίδα www.midonline.com.au δίνει πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με την κατάθλιψη, παρουσιάζοντας, μάλιστα, τρεις περιπτώσεις Ελλήνων που πάσχουν από «τη νόσο της εποχής μας».

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ (68 ΧΡΟΝΩΝ)

«Αισθάνομαι συνέχεια λυπημένος. Πριν είχα τόση ενεργητικότητα να κάνω διάφορα πράγματα, ενώ τώρα δεν έχω κέφι να κάνω σχεδόν τίποτε από όλα αυτά που απολάμβανα, όπως, για παράδειγμα, η κηπουρική. Με το ζόρι πάω στη δουλειά. Τις περισσότερες μέρες δεν θέλω να μιλώ ούτε να βλέπω κανέναν. Αισθάνομαι απομονωμένος και μόνος. Το βρίσκω δύσκολο να μιλώ για το πώς νοιώθω, ακόμη και στη γυναίκα μου. Σταμάτησα να βλέπω ακόμη και αυτούς τους φίλους μου. Τα παιδιά μου δεν με επισκέπτονται πολύ συχνά. Είναι κάμποσος καιρός τώρα που δεν μπορώ να κοιμηθώ κανονικά. Δεν έχω διάθεση να φάω και έχω χάσει πολύ βάρος. Αισθάνομαι ότι τα πράγματα δεν πρόκειται ν’ αλλάξουν προς το καλύτερο. Μερικές φορές αισθάνομαι ότι η ζωή δεν αξίζει να τη ζει κανείς. Ο γείτονάς μου έτυχε να με δει τις προάλλες και σχολίασε το πόσο βάρος έχω χάσει, είπε ότι δεν φαίνομαι καλά και μάλιστα πρότεινε να πάω να δω κάποιο γιατρό».
Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση της Νίνας, 60 χρόνων.

«Οι φίλοι και η οικογένειά μου, λένε πόσο δυνατή είμαι, στην πραγματικότητα όμως δεν μπορώ να σταματήσω να αισθάνομαι λύπη και μοναξιά. Τα παιδιά μου είναι όλα παντρεμένα. Ο μικρότερος γιος μου και η γυναίκα του μένουν μαζί μας τώρα.

Ο ρόλος μου πάντα ήταν να φροντίζω το σύζυγό μου και τα παιδιά μου. Τώρα όμως, τις περισσότερες μέρες, το βρίσκω πραγματικά δύσκολο ακόμη και να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι. Αισθάνομαι ότι δεν έχω την ενέργεια ή τη διάθεση να κάνω πράγματα που μου άρεσαν πριν, όπως  για παράδειγμα, να πηγαίνω για ψώνια.

Φοβάμαι μήπως ο σύζυγος και τα παιδιά μου προσέξουν κάποια αλλαγή στη συμπεριφορά μου, γι’ αυτό και σπρώχνω τον εαυτό μου να κάνω τις καθημερινές δουλειές, όπως το μαγείρεμα και το καθάρισμα. Συχνά μένω άγρυπνη τα βράδια, κάνοντας απαισιόδοξες σκέψεις, όπως «δεν έχω κάνει τίποτε αξιόλογο στη ζωή μου», «κανένας δεν μ’ αγαπά». Προσπαθώ να τις αγνοώ, αλλά έχω προσέξει ότι έρχονται όλο και πιο συχνά και πιο επίμονα. Μερικές φορές αισθάνομαι πόνους σ’ όλο μου το σώμα. Για όλα αυτά δεν έχω πει τίποτε σε κανέναν γιατί δεν θέλω να σκεφτούν ότι δεν είμαι δυνατή. Απλά, επαναλαμβάνω στον εαυτό μου ότι όλα αυτά είναι μέρος της ζωής και πολύ σύντομα θα περάσουν. Η μόνη πραγματική απόλαυση στη ζωή μου είναι όταν βλέπω τα εγγόνια μου. Μερικές φορές αισθάνομαι ότι αν δεν υπήρχαν αυτά, ίσως δεν άξιζε να ζω».

ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ

Η δρ. Κυροπούλου θα πει ότι «πολλά άτομα πιστεύουν ότι τα συναισθηματικά συμπτώματα που προκαλούνται από κατάθλιψη μπορούν να εξαφανιστούν αν το ‘εύχονται’ ή το ‘επιθυμούν’. Νομίζουν ότι τα συμπτώματα δεν είναι σοβαρά ή πραγματικά. Μπορεί ακόμη να πιστεύουν ότι μπορούν να ‘συνέλθουν’ γρήγορα ή ότι απλά ‘είναι μέρος της ζωής τους’. Επομένως, πολλά άτομα δεν αναγνωρίζουν ότι πάσχουν από κατάθλιψη και δεν ζητούν βοήθεια ή δεν παραμένουν στη θεραπευτική αγωγή που χρειάζονται. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν μπορούν να την ξεπεράσουν χωρίς την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή από καταρτισμένους επαγγελματίες.
Γεγονός είναι ότι, σε κάποιο στάδιο, όλοι αισθανόμαστε μελαγχολικοί ή λυπημένοι. Αυτό είναι φυσιολογικό μέρος της ζωής. Η κατάθλιψη, όμως, είναι κάτι περισσότερο από μια περαστική μελαγχολική διάθεση. Όταν η αίσθηση λύπης ή μελαγχολίας συνεχίζεται για μεγάλο διάστημα και διαταράσσει την καθημερινή ζωή για εβδομάδες, μήνες ή και χρόνια ακόμη, τότε δε χωρεί αμφιβολία ότι πρόκειται για κατάθλιψη».

Αναφερόμενη η δρ. Κυροπούλου στις θεραπευτικές αγωγές της ασθένειας, θα πει ότι «είναι θεραπεύσιμη στο 80%-90% των ατόμων τα οποία ανταποκρίνονται θετικά σε θεραπευτική αγωγή και εξασφαλίζουν κάποια ανακούφιση στα συμπτώματά τους. Ο τρόπος που αντιμετωπίζεται η ασθένεια αυτή είναι με τη λήψη φαρμάκων ή μέσω λεκτικής επικοινωνίας. Και οι δύο αυτοί τύποι θεραπευτικής αγωγής έχουν αποδειχτεί να είναι αποτελεσματικοί στην αντιμετώπιση καταθλιπτικών διαταραχών. Υπάρχουν, επίσης, άλλες θεραπευτικές αγωγές για την ασθένεια αυτή, όπως η λήψη ορισμένων βιταμινών ή φαρμάκων από βότανα, αν και τα αποδεικτικά στοιχεία γι’ αυτές είναι αμφισβητήσιμα», θα πει η δρ. Κυροπούλου.

ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΟΚΥΠΤΟΥΜΕ

Η ίδια θα προσθέσει, ότι μπορεί το άτομο να βοηθηθεί, αν κάνει μια επιπλέον προσπάθεια να μην ‘υποκύψει’.

«Όταν έχουμε κατάθλιψη είναι συνηθισμένο να μη θέλουμε ή να μην έχουμε την ενεργητικότητα που απαιτείται να κάνουμε διάφορα πράγματα, ιδιαίτερα μαζί με άλλα άτομα. Συνήθως, χάνουμε το ενδιαφέρον για δραστηριότητες που συνηθίζαμε, που απολαμβάναμε και που μας έδιναν χαρά. Αυτή η απώλεια ενδιαφέροντος όμως επιδεινώνει την κατάσταση. Μας κάνει να αισθανόμαστε μεγαλύτερη κατάθλιψη. Μας κάνει πιο αρνητικούς.

Γι’ αυτό είναι μεγάλης σπουδαιότητας να καταβάλουμε προσπάθεια να οργανώνουμε δραστηριότητες που βρίσκουμε απολαυστικές, χαλαρωτικές και ενδιαφέρουσες. Ακόμη κι αν δεν έχουμε κέφι, θα πρέπει να επιμείνουμε να τις κάνουμε σε καθημερινή βάση. Τότε διαπιστώνουμε ότι άξιζε πραγματικά η προσπάθεια.
Συνήθως, μέλη της οικογένειας ή φίλοι, μπορούν να βοηθήσουν, παρέχοντας στήριξη και ενισχύοντας την αυτοπεποίθησή μας.

Είναι σημαντικό να κάνουμε παρέα με άτομα που μας αρέσουν και τα οποία έχουν θετική επίδραση πάνω μας».

Συνοψίζοντας, θα πει ότι «στην καθημερινή μας ζωή θα πρέπει να κάνουμε χρήση και επέκταση των δικτύων κοινωνικής στήριξής μας. Θα πρέπει να αυξήσουμε τις καθημερινές δραστηριότητές μας και να αλλάξουμε τον αρνητικό τρόπο σκέψης».

ΑΝ ΓΝΩΡΙΖΑΝ…

Η τελευταία έρευνα την οποία έχει αναλάβει η Ελληνίδα επιστήμονας είναι αναφορικά με τον καρκίνο του προστάτη, με δείγμα Έλληνες, Ιταλούς και Αγγλοσάξωνες.
«Πρόκειται για άτομα τα οποία έχουν προσβληθεί από καρκίνο του προστάτη τα τελευταία δύο χρόνια. Στόχος της έρευνας αυτής είναι να εντοπιστούν προβλήματα τα οποία αντιμετώπισαν, κενά ή ελλείψεις που μπορούν να καλυφθούν σε περιπτώσεις άλλων ασθενών ώστε να βοηθηθούν άλλα άτομα τα οποία μελλοντικά θα βρεθούν στην ίδια θέση. Έχει πέσει στην αντίληψή μας ότι πολλοί είναι εκείνοι οι οποίοι δεν είχαν επαρκείς πληροφορίες για τον τρόπο θεραπείας, τους εναλλακτικούς τρόπους  θεραπευτικής αγωγής, αλλά και για στοιχειώδη θέματα όπως αυτό της σεξουαλικής συμπεριφοράς μετά την επέμβαση».

Η έρευνα χρηματοδοτείται από το Victorian Cancer Agency και οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να τηλεφωνήσουν Τετάρτη και Πέμπτη στο 90354063 και να ζητήσουν την δρα Κυροπούλου.

«Με τον τρόπο αυτό βοηθούν τους συνανθρώπους τους. Η συνέντευξη γίνεται τηλεφωνικά, είναι άκρως εμπιστευτική και σ’ αυτήν παίρνει μέρος και η σύντροφος, αν επιθυμεί. Αυτό γίνεται για να εντοπιστούν τυχόν προβλήματα στον τρόπο αντιμετώπισης του όλου θέματος εκ μέρους της. Αν έλαβε επαρκείς πληροφορίες, αν είχε τη στήριξη που χρειαζόταν και τι θα ήθελε να δει να γίνεται για τη βελτίωση της επικοινωνίας μεταξύ θεράποντος γιατρού, του ασθενούς, αλλά και της ίδιας».