Τον περασμένο μήνα είχα αναφερθεί στα Καταστατικά των οργανισμών μας και την ανάγκη αναθεώρησής τους για να προσαρμοστούν στις τωρινές συνθήκες της παροικίας μας, όπως αυτή εξελίχτηκε από τις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60, όταν ιδρύθηκαν οι περισσότεροι από τους συλλόγους μας.

Συγκεκριμένα, είχα γράψει ότι τα πιο πολλά από τα Καταστατικά των συλλόγων μας, επειδή έπρεπε να αναφέρονταν και στην πιθανότητα διάλυσής τους, όριζαν τότε ότι, σε τέτοια περίπτωση, η περιουσία τους να μεταβιβάζονταν σε εδώ κρατικά νοσοκομεία ή σε κάποιους αυστραλιανούς ευαγείς οργανισμούς.

Εισηγήθηκα τότε ότι με την αναθεώρηση των Καταστατικών των οργανισμών μας, τα σχετικά με τη διάλυσή τους Άρθρα να αλλάξουν για να κληροδοτηθούν οι περιουσίες τους στα παροικιακά μας γηροκομεία, πρώτα επειδή αυτά λειτουργούν ικανοποιητικά και με κυβερνητική επιτήρηση και δεύτερον επειδή όλοι μας λίγο-πολύ ίσως τα χρειαστούμε.

Την εισήγησή μου εκείνη, ξανατονίζω, χαρακτηρίζεται τώρα επιβεβλημένη, αν θέλουμε να εξασφαλιστεί η διάσωση των ομογενειακών κατεστημένων των περιουσιών των οργανισμών μας.

Επειδή, όμως, όσο κι αν στα Καταστατικά είναι ξεκάθαρη μια τέτοια αναφορά, για πρακτική επιβεβαίωση της εφαρμογής της, θα επεξέτεινα την προηγούμενη εκείνη εισήγηση με μια προσθήκη. Με την επίγνωση ότι τα γηροκομεία μας θα είναι οι νόμιμοι κληρονόμοι των συλλόγων μας, ίσως θα αποφεύγαμε πιθανές κατοπινές επιπλοκές, αν βρίσκονταν τρόποι για παροχή σε αυτά δικαιωμάτων για επέμβαση, σε περίπτωση που κάτι γίνεται με τρόπο που τελικά θα ζημιώσουν αυτά από όσα θα δικαιούνται σαν κληρονόμοι.

Για να εφαρμοστεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει κατ’ αρχήν τα ίδια τα γηροκομεία, ως σύνολο, να δημιουργήσουν ένα δικό τους συντονιστικό όργανο, στο οποίο να εκπροσωπούνται για τακτική, ομαδική εξέταση των γενικής φύσης προβλημάτων τους.

Η εβραϊκή παροικία έχει τέτοια συντονιστικά όργανα, που λειτουργούν με απόλυτη επιτυχία, αν ληφθούν υπόψη τα εντυπωσιακότατα επίπεδα απόδοσης των οργανισμών τους. Τα εβραϊκά κολλέγια, για παράδειγμα, έχουν τη δική τους εκπροσωπευτική επιτροπή, σε επίπεδο διευθυντών, που συνεδριάζει σε τακτά χρονικά διαστήματα, χωρίς να επηρεάζεται η ιδιαίτερη λειτουργία τους ή να γίνεται οποιαδήποτε επέμβαση μεταξύ τους. Οι συναγωγές τους έχουν δύο τέτοια συντονιστικά όργανα, το ένα για τη διαχείρισή τους και το άλλο από τους αρχιραββίνους τους.

Οι Κοινότητές μας στην Αίγυπτο – από τις πιο δυναμικά οργανωμένες σ’ όλο τον αποδημικό μας κόσμο και με κολοσσιαίες περιουσίες – είχαν εξασφαλίσει, σε περίπτωση διάλυσής τους, τις μεταβιβάσεις των περιουσιών τους στην πιο μεγάλη, την Κοινότητα Αλεξανδρείας.

Όταν είχε συναφθεί το σχετικό σύμφωνο με την αιγυπτιακή κυβέρνηση, ο συμπατριώτης μας νομικός που ενεργούσε για λογαριασμό των Κοινοτήτων μας, έγραφε τότε ότι ένιωθε σαν να υπέγραφε τη θανατική καταδίκη τού Αιγυπτιώτη Ελληνισμού.
Βέβαια, η κατάσταση στην Αίγυπτο ήταν αποτέλεσμα πολιτικών κίνητρων, παρ’ όλες, όμως, τις δυσκολίες τέτοιων επιπτώσεων, διατηρήθηκε το δικαίωμα διάθεσης τών κοινοτικών περιουσιών όπως ταίριαζε στον ίδιο τον Αιγυπτιώτη Ελληνισμό.

Αντίθετα, πάμπολλοι πολύ αξιόλογοι οργανισμοί μας, σκόρπιοι στις διάφορες χώρες της Αφρικής, έχασαν τα πάντα, από αδυναμία τους στην πρόβλεψη τέτοιων πιθανοτήτων.

Σοφό το λαϊκό γνωμικό: ο καλός ο νοικοκύρης πριν πεινάσει μαγειρεύει.

Αν, λοιπόν, παραδεχτούμε ότι η γενικότερη κατάσταση στην παροικία μας είναι ανησυχητική, έχουμε υποχρέωση να εκφράσουμε και μερικές, πρακτικές στην εφαρμογή τους, σκέψεις, με την ελπίδα ότι θα υποκινηθεί κάποια αναζωογόνηση στην ευρύτερη ομογενειακή μας δραστηριότητα.
Κατ’ αρχήν, πρέπει να κατανοήσουμε και να συνειδητοποιήσουμε ένα βασικό αξίωμα: ότι με το πέρασμα των χρόνων πάψαμε να είμαστε Έλληνες στην Αυστραλία και γίναμε Αυστραλοί ελληνικής καταγωγής. Προσαρμοστήκαμε στον ντόπιο τρόπο ζωής, αλλάξαμε τα χούγια μας, οι συνήθειές μας μετατράπηκαν ριζικά, τα ελληνικά μας – και όταν τα χρησιμοποιούμε – τα μαγαρίζουμε με αγγλικούρες και όταν πάμε στην Ελλάδα, τα βρίσκουμε όλα στραβά και ανάποδα.

Η αλλαγή στον αυτοχαρακτηρισμό μας θα υποχρεώσει και αλλαγή στις βασικές μας δραστηριότητες και στον τρόπο οργάνωσης και παρουσίασης των εκδηλώσεών μας. Θα πάψουν τα πανηγύρια και οι παραδοσιακοί χοροί να μονοπωλούν σε ό,τι κάνουμε και, χωρίς να παραμερίζονται ή να αγνοούνται, να πάψουν να είναι η  μονόπλευρη και αποκλειστική μας δραστηριότητα.

Η νεολαία μας, αν και δεν τα αγνοεί, ούτε και παρεξηγεί τη σημασία και τη διασύνδεσή τους με την ίδια την καταγωγή μας, σπάνια συμμετέχει ενεργά σ’ αυτά και, μην έχοντας άλλα παροικιακά ανάλογα  που να ταιριάζουν πιο πρακτικά στη δική της νοοτροπία, ικανοποιεί τις ψυχαγωγικές της ανάγκες με ό,τι της προσφέρει το ευρύτερο αυστραλιανό περιβάλλον, το οποίο επιτέλους το νιώθει και το αντιλαμβάνεται καλύτερα.

Οι πολλές εκατοντάδες οι πανεπιστημιακποί απόφοιτοι, που εξασκούν με επιτυχία τα επαγγέλματα τους, είναι πολύ αμφίβολο αν περάσουν, έστω και για λίγο, από τα φεστιβάλ μας της σαρδέλας, της φασολάδας και της πίτας, για λόγους άλλους από την επιφανειακή ικανοποίηση των απαιτήσεων των γονιών τους.
Μιλάμε για μια τεράστια μάζα έμψυχου υλικού, που θα μπορούσε να ανεβάσει ολόκληρη την ομογένεια σε επίπεδα ανώτερης εθνικής μας προβολής.
Οι «Διακρίσεις Χελλένικ», που επί είκοσι χρόνια επιβράβευαν την απόδοση συμπατριωτών μας στους τομείς της δραστηριότητάς τους, συχνότατα απονέμονταν σε δικούς μας που ως παροικία δεν τους είχαμε ποτέ υπόψη.

Η μανία μας να πιστεύουμε ότι μπορούμε μόνοι μας να διατηρούμε αυτά που φτιάχνουμε και ότι δεν χρειαζόμαστε τη βοήθεια άλλων, πιο πεπειραμένων και πιο ειδικών από εμάς, μας δημιούργησε το πρόβλημα να ξοδεύουμε μεν εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια για ν’ αποκτήσει ο σύλλογος μας εντευκτήριο, αλλά να μην επιτρέπουμε σε άλλους να μας υποδείξουν καλύτερους τρόπους από αυτούς που γνωρίζουμε, για να υπάρχει κίνηση στα κτίρια μας.

Αποτέλεσμα; Τα περισσότερα από τα εντευκτήρια των συλλόγων μας δεν χρησιμοποιούνται όπως θα τα θέλαμε, έτσι που κάποιοι σύλλογοι άρχισαν ήδη να τα νοικιάζουν για να καλύπτουν τα έξοδα συντήρησής τους ή να θέλουν να τα πουλήσουν, για ν’ απαλλαγούν εντελώς από αυτά.

Η κατάσταση θα αρχίσει να αλλάζει και, μάλιστα, ριζικά αν 2-3 ή και 4 σύλλογοί μας, όχι περισσότεροι στο αρχικό στάδιο, αρχίσουν μια σωστά συντονισμένη μεταξύ τους συνεργασία που, αν είναι καλά προγραμματισμένη και οργανωμένη, θα τους αποδώσει πολύ πιο εντυπωσιακά αποτελέσματα από όσα ίσως περιμένουν.
Επιπλέον, μία ή δύο επιτροπές, ανεξάρτητες από τους συνεργαζόμενους συλλόγους, θα αποτελούνται από πεπειραμένα και ειδικευμένα άτομα, βοηθώντας στην οργάνωση εκδηλώσεων και αναπτύσσοντας πολύπλευρη κίνηση, μετατρέποντας τούς συλλόγους τους σε πόλους προσέλκυσης πολλών από τους συμπάροικους μας που τώρα διψούν για καλή ομογενειακή δραστηριότητα, αλλά δεν τη βρίσκουν. Οι έτσι συνεργαζόμενοι σύλλογοι θα διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους αλλά θα επαυξήσουν τις δυνάμεις τους με τις υποδείξεις των συντονιστών τους στις ανεξάρτητες επιτροπές.

Έως τώρα πολλές από τις πρωτοβουλίες μας δεν αποδίδουν, επειδή, συνήθως, βασίζονται από την αρχή σε μεγάλη συμμετοχή και προβάλλονται σαν παμπαροικιακές. Αν είναι δυνατόν να μας επιτρέψει ποτέ η αχαλίνωτη ελληνική μας ανησυχία να συνεργαστούμε όλοι μαζί, αναντίρρητα, σε κάτι καινούριο, αδοκίμαστο ή και δύσκολο στην εφαρμογή του.

Αντίθετα, αν δοκιμάσουμε με μόνο 3-4 συνεργαζόμενους συλλόγους στο ξεκίνημα και αν τ’ αποτελέσματα είναι προκλητικά κι εντυπωσιακά, θα μπορέσουν αργότερα και σταδιακά να προστίθενται σ’ αυτούς 1-2 άλλοι κάθε τόσο αλλά υπό τους όρους που θα τους υποβάλλονται από τους αρχικά επιτυχημένους.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα γίνονταν αυτό που είναι τώρα αν ξεκινούσε ταυτόχρονα με όλα τα κράτη της, που να είχαν από την αρχή αποδεχτεί να έχουν κοινό νόμισμα και κοινή βουλή, σε βάρος ακόμη και των εθνικών τους χαρακτηριστικών.

Όταν πριν περίπου μια δεκαετία, ο Σύνδεσμος Χελλένικ λειτουργούσε τη λέσχη του στο Άσκοτ Βέιλ, με εσωτερική δραστηριότητα που απέδιδε τότε μηνιαία οικονομική κίνηση δύο εκατ. δολαρίων, απασχολώντας 25 υπαλλήλους, τον εκπροσώπησα σε συζητήσεις με άλλους συλλόγους  μας με την ίδια δραστηριότητα, για ξεκίνημα μιας καλής μεταξύ μας συνεργασίας. Είχαμε τότε υπογράψει και τα σχετικά Πρωτόκολλα Συνεργασίας με το Χελλένικ Κλαμπ της Καμπέρρας και άλλους οργανισμούς. Για το ότι η κίνηση δεν καρποφόρησε, τα αίτια ήταν διάφορα, αποτελούν, όμως, μάθημα για μη επανάληψη τους.

Ο ανήσυχος ελληνικός μας χαρακτήρας μάς δυσκολεύει να εμπιστευτούμε άλλους σε μεταξύ μας συνεργασία, όταν όμως παραδειγματιστούμε από τις επιτυχίες τους κι εντυπωσιαστούμε απ’ τα δυναμικά τους αποτελέσματα τότε συνήθως γινόμαστε ένθερμοι οπαδοί τους.

Η αποχή τής νεολαίας μας δεν είναι από αδιαφορία εκ μέρους της αλλά επειδή εμείς οι μεγαλύτεροι κι οι πιο παλιοί δεν καταφέραμε να τους προσφέρουμε τα παραδείγματα εκείνα που θα της εμψυχώσουν πιο δυναμικά τα εθνικά της αισθήματα. Τέτοιες εμψυχώσεις δεν γίνονται μόνο με περιγραφή θεωριών κι αναμασήματα ιστορικών παραδόσεων αλλά και με πρακτική απόδοση δράσης που μας κάνει να καμαρώνουμε.

Αν η περίπτωση απαρχής εποικοδομητικής συνεργασίας μόνον από 3-4 συλλόγους μας είχε πραγματοποιηθεί όταν την είχα πρωτογράψει πριν χρόνια, τώρα όχι μόνο θα είχε εδραιωθεί αλλά θα απέδιδε καρπούς.
 Ας ελπίσουμε ότι δεν είναι αργά.