Η νοσταλγία, μαζί με χιλιάδες άλλες μαμάδες, με πνίγει κυριολεχτικά αυτές τις μέρες, παραμονές, της μεγάλης Γιορτής της Μητέρας.

Θυμάμαι το παραδοσιακό – για τα δεδομένα της Αυστραλίας – breakfast in bed. To εφτασφράγιστο μυστικό – υποτίθεται – του τι θα ήταν… κι’ ας ήταν προβλεπόμενο. Το ίδιο κάθε χρόνο για τα λίγα χρόνια που κράτησε.

Ένας πελώριος δίσκος πιο μεγάλος από το μπόι του μπόμπιρα γιού μου και της κόρης μου, που λόγω του ότι ήταν μικρότερη είχε ρόλο βοηθού. Το άρωμα του καμένου – χωρίς παράλειψη – τοστ, με προειδοποιούσε πολύ πριν για το τι να περιμένω. Απαγορευόταν να σηκωθώ από το κρεβάτι μέχρι να συμπληρωθεί η ιεροτελεστία.

Ν’ ανοίξει η πόρτα, μετά από ένα «μαμά ξύπνα» και ψιθύρους που έμοιαζαν με επιπλήξεις  κάποιου σε κάποιον που δεν έκανε σωστά τη δουλειά του, να φτάσει ο δίσκος με το καμένο τοστ, τη μαρμελάδα φράουλα, κι’ ένα παγωμένο πόριτζ που ήξεραν ότι ήταν η αδυναμία μου, όχι με το ίδιο φυσικά αποτέλεσμα και μετά τα δύο μουτράκια κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο να με βλέπουν να τρώω, χωρίς να το κουνάνε από την άκρη του κρεβατιού.

Αυτή ήταν η αποζημίωση των κόπων τους, δυο ώρες μέσα στην κουζίνα, μέχρι ν’ αποφασίσουν σε ποιο πιάτο θα βάλουν το τοστ – στο λουλουδάτο ή στο λευκό – να μην αφήνουν τον μπαμπά τους να πλησιάσει γιατί ήθελαν να είναι δική τους υπόθεση το breakfast in bed, να γίνεται σωστός πανζουρλισμός από τα κατσαρολικά που άλλα έβγαιναν και άλλα έμπαιναν πίσω στο ντουλάπι ως ακατάλληλα και στο τέλος αυτός ο θρίαμβος στα πρόσωπά τους σα να είχαν κάνει το μεγαλύτερο επίτευγμα στη γη.
Μεθαύριο αυτός ο μπουφές με του πουλιού το γάλα σε κάποιο winery δε νομίζω ότι θα μπορεί να συγκριθεί με το καμένο τοστ. Όχι… είμαι σίγουρη γι’ αυτό.