ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΝΕΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
Η πρόταση την οποία θέλω να καταθέσω με το παρόν κείμενο είναι ότι, επιτέλους, θα πρέπει να επαναπροδιορίσουμε και εμείς τις θέσεις μας ενόψει των νέων καταστάσεων και να μην επιμένουμε σε πράγματα που διαπιστώσαμε ύστερα από δεκαετίες ότι δεν δουλεύουν πια. Το όλο θέμα με τα Ελληνικά είναι να το θέσουμε σε νέες βάσεις, έτσι ώστε να μην είναι πια θέμα αποκλειστικά ελληνικό, παροικιακό, μειονοτικό, εθνοτικό και να το αφήνουμε στα χέρια της καλής θέλησης είτε της Αυστραλίας είτε της Ελλάδας, περιχαρακωμένο σε στενά εθνικές ή και εθνοτικές παραμέτρους κτλ. κτλ. κτλ.
Και τα Ελληνικά έχουν αυτή τη δυνατότητα. Προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας και να επιστρατεύσουμε τις δυνάμεις μας. Και αμέσως θα γίνω πιο σαφής. Κατ’ αρχήν, ίσως πω πράγματα ήδη γνωστά, που όμως έχουν μείνει ανεκμετάλλευτα μέχρι τώρα ως δυνατό επιχείρημα.
Θα ξεκινήσω με κάτι γενικότερο που για χρόνια με απασχολεί και ιδιαίτερα με απασχόλησε αυτά τα χρόνια της σιωπής μου και έχω ήδη ξεκινήσει κάποια projects. Θα αφήσω για λίγο το θέμα της γλώσσας και θα σταθώ στο θέμα του πολιτισμού, το πολιτισμικό στοιχείο και θα κάνω ακόμα και κάτι άλλο. Θα αφήσω για λίγο και την προαπασχόλησή μου με το ελληνικό θέμα και θα εντρυφήσω για λίγο στο πολυπολιτισμικό στοιχείο, γιατί και στην περιοχή αυτή έχουμε «χαρτί’» για να παίξουμε στο παιχνίδι της ορθολογιστικής γραφειοκρατίας.
Η περίοδος του δυναμικού πολυπολιτιστικού κινήματος της δεκαετίας του ’70 έχει φύγει ανεπιστρεπτί. Όμως η αναζωπύρωση των ρατσιστικών εκρήξεων στον καιρό μας είναι πιο έντονη παρά ποτέ, ιδιαίτερα στο πλαίσιο μιας παγκοσμιοποίησης που μάς έχει έρθει, για να μείνει.
Λυπάμαι που η κυβέρνηση έρχεται σε τέτοιους καιρούς να ψαλιδίσει τα εθνοτικά προγράμματα στο κεντρικό σύστημα και με τον τρόπο αυτό όχι μόνον να περιθωριοποιήσει αλλά και να βοηθήσει την γκεττοποίηση των μειονοτήτων και να μεγεθύνει τις εκρήξεις ρατσισμού με τα ολέθρια αποτελέσματα που συχνά παρακολουθούμε στα δελτία ειδήσεων τα τελευταία χρόνια.
Όλοι γνωρίζουμε το ρόλο που το εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να παίξει για να φέρει πιο κοντά τα διαφορετικά πολιτισμικά στοιχεία που κάθε εθνότητα φέρει, μιας και τις περισσότερες φορές παρά τη διαφορετικότητα στην επιφάνεια πολλά είναι τα κοινά, όμοια και παρόμοια στοιχεία που υπάρχουν μεταξύ τους. Σίγουρα είναι μια από τις περιοχές που μπορούν τα Ελληνικά και ο ελληνικός πολιτισμός (είτε αρχαίος είτε νέος είναι λεπτομέρεια) να συνεισφέρει πολλά, μαζί με τις άλλες εθνότητες εννοείται, ακόμα και ηγετικό ρόλο μπορεί να παίξει στην περιοχή αυτή. Με τους συναδέλφους των Κλασικών Σπουδών θα πρέπει να συνεργαστούμε. δεν πρέπει να κολλήσουμε σε αυτό. Απογκεττοποίηση είναι το κλειδί της επιτυχίας.
Η εθνοτική γλώσσα και η εθνοτική κουλτούρα δεν μπορεί να αφορά τη συγκεκριμένη εθνότητα μόνον. Αν επικρατήσει κάτι τέτοιο η αποξένωση και ο ρατσισμός θα οργιάσει. Είναι σημαντικό και δημοκρατικό να μπορεί το παιδί κάθε μειονότητας να διδάσκεται τη γλώσσα του στο σχολείο του, εφόσον υπάρχουν οι αριθμοί και ταυτόχρονα να είναι ανοιχτή και σε οποιοδήποτε άλλο παιδί που θα ήθελε, έστω και προσφέρεται ως γλώσσα επιλογής στο σχολείο του. Οι παροικιακοί οργανισμοί έρχονται νε γεμίσουν τα κενά που θα δημιουργηθούν έτσι κι αλλιώς από αυτή την πρακτική.
Θα πρέπει να ομολογήσω ότι βρήκα πολύ ντόμπρα τη στάση του κ. Δουβαρτζίδη και καλά ισοζυγισμένον τον προβληματισμό του στο σχετικό άρθρο του (NK English Supplement, 29/3/2010). “Χτυπάει το καρφί στο κεφάλι”, γιατί κάποτε χρειάζεται “να πούμε τη σκάφη σκάφη και τα σύκα σύκα”, δηλαδή να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Προτείνει πρόσβαση σε όλες τις εθνοτικές γλώσσες και υποστηρίζει την υποστήριξη της προσφοράς των πολλαπλών παροικιακών φορέων. Κατ’ αρχήν, συμφωνώ, γιατί είναι μια πραγματικότητα που θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας στην κινητοποίησή μας, όπως είπα και παραπάνω, και χρειάζεται να καθίσουμε όλοι κάτω και νηφάλια να τη συζητήσουμε.
Επαναλαμβάνω ότι, κατ’ αρχήν, συμφωνώ ιδιαίτερα με το πρώτο σκέλος της πρότασής του, αυτό που με προβληματίζει είναι ότι, αν αφήσουμε ανεξέλεγκτη αυτή την τακτική, πεταχτούν οι εθνοτικές γλώσσες από το κεντρικό σύστημα, και περιοριστούν στις παροικίες, θα περιθωριοποιηθούμε, θα απομονωθούμε και θα γκεττοποιηθούμε ακόμα περισσότερο. Κάτι που, σε τελευταία ανάλυση, δεν συμφέρει ούτε την κυβέρνηση. Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι οι αριθμοί οι οποίοι μετράνε και μετρούν τη μεγαλοσύνη μας είναι οι αριθμοί των Ελληνικών στο δημόσιο σύστημα. Όλοι οι άλλοι αριθμοί είναι για εσωτερική κατανάλωση. Είμαστε εμείς που θα πρέπει να βρούμε τη μέση, “χρυσή οδό”, τη λύση μέσα σε κάθε εθνοτική παροικία και σε συνεργασία και με τις άλλες εθνότητες. Το πρόβλημά μας επομένως δεν είναι εκεί έξω, αλλά εδώ μέσα.
Αυτό που με ενοχλεί με την τακτική αυτή που για χρόνια η κυβέρνηση χρησιμοποιεί (για όλες τις μειονότητες), είναι το γεγονός ότι με το να χρηματοδοτεί κοινοτικούς, ιδιωτικούς και άλλους παροικιακούς εκπαιδευτικούς φορείς να διδάσκουν τη γλώσσα τους ακόμα και σε επίπεδο VCE, φοβάμαι ότι έμμεσα αποσύρει την υποχρέωσή της να διατηρήσει ικανοποιητικά αυτές τις εθνοτικές γλώσσες στο κεντρικό και επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα και δεν έκανε και δεν κάνει τίποτε άλλο από το να γκεττοποιεί αυτές τις γλώσσες και τις κουλτούρες που συνεπάγονται οι γλώσσες αυτές. “Θέλετε να κρατήσετε τις γλώσσες σας; Πάρτε επιδοτήσεις κατά κεφαλή μαθητή και αφήστε μας ήσυχους”. Οι τελευταίες ρατσιστικές εκρήξεις όμως έχουν δείξει το αντίθετο. Όμως με τον τρόπο αυτό μάς είχε ξεφορτωθεί για αρκετά χρόνια. Και χωρίς να το καταλάβουμε απομονωθήκαμε. Τώρα ερχόμαστε και ζητάμε και “την πίττα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο”.
Τι τέλος πάντων θέλουμε ως παροικία; Και “γιατί το θέλουμε;” είναι το δικό μου ερώτημα. Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν κυβερνητικοί αντιπρόσωποι έρχονται και εισηγούνται σήμερα οικονομική ενίσχυση από την ελληνική παροικία για να δουν ευνοϊκότερα την ένταξη των Ελληνικών στο κεντρικό παναυστραλιανό εκπαιδευτικό σύστημα (Βλ. «Ν.Κ.», 22/4/2010)! Θέλω να πιστεύω ότι αν επιμείνουμε για τα Ελληνικά στο κρατικό σύστημα, τότε η κυβέρνηση ενδέχεται να αποσύρει τελείως ή μερικώς τα προνόμια που έχει παραχωρήσει στους παροικιακούς εκπαιδευτικούς οργανισμούς. Είναι κάτι που ως παροικία θα πρέπει να καθίσουμε και νηφάλια να συζητήσουμε. Όλα αυτά είναι θέματα προς συζήτηση. Εδώ απλώς θέτω μερικές παραμέτρους.
Είναι σημαντικό αρχικά να ξεκαθαρίσουμε τι εμείς θέλουμε ως παροικία και μετά να ζητήσουμε τη βοήθεια εξωτερικών παραγόντων, διαφορετικά θα αγόμεθα και θα φερόμεθα έστω και από τις καλές προθέσεις και διαθέσεις των άλλων. Θα πρέπει να προβληματιστούμε ως παροικία γύρω από τα ερωτήματα που τέθηκαν παραπάνω.
Ξεκινώ από την Πολιτεία της Βικτώριας, όπου γνωρίζω καλύτερα τα πράγματα, αλλά είμαι της γνώμης ότι ανάλογες θα πρέπει να είναι οι κινήσεις προς σ’ αυτή την κατεύθυνση και στις άλλες Πολιτείες, αν και η περίπτωση της Πολιτείας της Βικτώριας αποτελεί πολύ ειδική περίπτωση από την άποψη ότι ο ιδιωτικός φορέας της είναι υδροκεφαλικός. Κατανόηση, συνεργασία και συντονισμός είναι το άλλο «κλειδί» της κάθε μας ενέργειας. Η πρόσφατη κινητοποίηση του Australian Hellenic Council («N.K.», 26/2/2010) κατέληξε σε πραγματικό φιάσκο («N.K.», 18/3/2010 & 22/4/2010).
Επιτέλους, θα πρέπει να μάθουμε να δημιουργήσουμε ένα ισχυρά αποτελεσματικό λόμπυ για τα θέματα που μας απασχολούν ως παροικία στο σύνολό της στους Αντίποδες του Νότου. Ένα λόμπυ που θα είναι πλήρως ενημερωμένο ανά πάσα στιγμή για τα ομογενειακά πράγματα στην παραμικρότερη λεπτομέρειά τους. Πιστεύω ότι και σε αυτόν το τομέα έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου για κάτι τέτοιο. Δεν υπάρχουν περιθώρια για άλλες καθυστερήσεις.
Είδα να χρησιμοποιούνται μερικά τόσο άστοχα επιχειρήματα για την ένταξη των Ελληνικών στο δημόσιο σύστημα, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι η Ελληνική είναι μία των Ευρωπαϊκών γλωσσών («Ν.Κ.», 26/2/2010 & 31/3/2010:2). Αν ήταν λίγο στοιχειωδώς διαβασμένα τα άτομα αυτά, θα γνώριζαν ότι αυτό δεν λέει τίποτα ως επιχείρημα, αν και λέει πολλά για τους ίδιους, μιας και η Ελληνική ανήκει στην ομάδα των Ευρωπαϊκών γλωσσών οι οποίες έχουν χαρακτηριστεί ‘ασθενείς’ εδώ και χρόνια. Τα κριτήρια εκεί είναι διαφορετικά και για διαφορετικούς λόγους βέβαια.
Από την άλλη, όμως, είδα να χρησιμοποιείται από δυο-τρία άτομα το πολύ πιο εύστοχο επιχείρημα, αναφερόμενοι στα γλωσσικά δάνεια της Αγγλικής από την Ελληνική (ΝΚ, 26/2/2010 & 31/3/2010:2, English Supplement, 7/4/2010:1). Κατά την ταπεινή μου γνώμη, αυτό πρέπει να είναι ένα από τα βασικά επιχειρήματα που βγάζει την Ελληνική από την κατηγορία της εθνοτικής γλώσσας. Η Ελληνική είναι κάτι άλλο. Με εξέπληξαν πραγματικά τα σχόλια των αγαπητών μου ‘εν ενεργεία’ αναπληρωτών καθηγητών κ. Μιχάλη Τσιανίκα και κ. Βρασίδα Καραλή («N.K.», 22/4/2010) γύρω από το θέμα των ελληνικών δανείων στην Αγγλική. Τους έπιασα αδιάβαστους και τους δυο γύρω από το θέμα του νεοελληνικού λεξιλογίου, ιδιαίτερα μάλιστα όταν έρχονται και λένε ότι οι μόνες ελληνικές λέξεις που ξέρουν οι Αυστραλοί είναι οι τούρκικης προέλευσης λέξεις: “οι Αυστραλοί μπορούν και ψελλίζουν τη λέξη «taramas», «bouzouki», «saganaki» – που στο κάτω-κάτω δεν είναι ελληνικές, είναι τουρκικές!” («N.K.», 18/3/2010 & 22/4/2010). Τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά από ό,τι φανταζόμουν. Οι κ. καθηγητές ούτε καν Μ. Τριανταφυλλίδη φαίνεται να έχουν διαβάσει, πολύ περισσότερο πιο σύγχρονες γλωσσικές μελέτες.
Στο μεταξύ, θα ήθελα να προσθέσω ένα-δυο πράγματα γύρω από το τόσο παρεξηγημένο αυτό θέμα. Η συμβολή της Ελληνικής έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι πρόσφερε το βασικό λεξιλόγιο του πολιτισμού και των επιστημών από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα. Μιλάμε για ένα σύνολο μεγαλύτερο των 100.000 δάνειων λέξεων στην Αγγλική. “Από έναν πυρήνα 27.000 λέξεων, έχουν δημιουργηθεί 108.000 και πλέον αγγλικές λέξεις με αμιγώς ελληνικά στοιχεία” (2001) σύμφωνα με νεότερες μελέτες, όταν συνυπολογιστούν όχι μόνον οι λέξεις που υιοθετήθηκαν απευθείας από την Ελληνική αλλά και οι ελληνικές λέξεις που υιοθετήθηκαν μέσω της Λατινικής και οι ελληνικές λέξεις που εισήχθησαν στην Αγγλική μέσω της Γαλλικής, Ισπανικής, κ.ά. Ευρωπαϊκών γλωσσών, όπως και αυτές που φτιάχτηκαν από ξένους στο εξωτερικό με ελληνικές λέξεις, οι λεγόμενες ελληνογενείς λέξεις, γνωστές σε μας ως αντιδάνεια, νεολογισμοί π.χ. ‘αεροπλάνο’. Τα στοιχεία των μελετών αυτών είναι καταπληκτικά. Είναι γνωστή άλλωστε η αγγλική φράση ‘the Greeks have a word for it’, μιας και η Ελληνική για αιώνες, το τονίζω αυτό, έχει υπάρξει μια απύθμενη δεξαμενή γλωσσικών δανείων για άλλες γλώσσες και λαούς που παρέλαβαν την ηγεμονική σκυτάλη στους μετακλασικούς και σε μεταγενέστερους καιρούς.
Το θέμα είναι ότι, όταν μιλούν για γλωσσικούς δανεισμούς από την Ελληνική, ταυτίζουν αυτή την Ελληνική περισσότερο με την αρχαία Ελληνική παρά με τη νέα Ελληνική. Και θα έλεγε κανείς ότι αυτό είναι αληθές μέχρις ενός σημείου όμως. Ναι, έπαιρναν τις λέξεις από τα αρχαία κείμενα, αλλά τους έχει διαφύγει όμως το ότι πολλές από τις λέξεις αυτές εξακολουθούσαν να είναι ζωντανές στο στόμα του λαού μας σε όλες τις εποχές που γίνονταν τα δάνεια αυτά, πολύ περισσότερο στον καιρό μας. Τους έχει διαφύγει επίσης ότι η Ελληνική στη νέα, σύγχρονη μορφή της, διατηρεί ατόφιο ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ακόμα και ομηρικού λεξιλογίου στο σημερινό λαϊκό και λόγιο λεξιλόγιό της, σε αντίθεση με την Αγγλική που πολύ νωρίς έχασε το 85% του λεξιλογίου της Παλαιάς Αγγλικής. Φαίνεται ότι κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια. Κατά την περίοδο της Παλαιάς Αγγλικής, όπως και της Πρώιμης Σύγχρονης Αγγλικής, εισήχθησαν οι περισσότερες δάνειες λέξεις από την Ελληνική, κυρίως μέσω της Λατινικής, και τα δάνεια συνεχίστηκαν με την ανάπτυξη των επιστημών και της τεχνολογίας στις μετέπειτα εποχές. Για ποια αρχαία Ελληνική μιλούν και οι δύο ‘πρώην’ συνάδελφοί μου; Ποτέ δεν αισθάνθηκα αμήχανα δίπλα σε πανεπιστημιακούς συναδέλφους μου άλλων ειδικοτήτων στα κοντά τριάντα χρόνια της πανεπιστημιακής μου καριέρας, για να απαντήσω στο σχόλιο που κάνει ο κ. Καραλής («N.K.», 22/4/2010).
Έχω παρατηρήσει ότι στους διάφορους σχολικούς διαγωνισμούς αγγλικής ορθογραφίας (English Spelling Tests) είτε σε πολιτειακό είτε σε εθνικό επίπεδο αρκετές από τις ‘δύσκολες’ λέξεις στις οποίες συνήθως γίνονται ορθογραφικά λάθη είναι κυρίως δάνεια από ένα σωρό ξένες γλώσσες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελληνικής. Και εδώ μπορούμε να βοηθήσουμε. Αναρωτιέμαι πόσοι από τους ελληνικής καταγωγής μαθητές το γνωρίζουν αυτό.
Άκουσα αυτές τις μέρες σε πρωινό πρόγραμμα της αυστραλέζικης τηλεόρασης (The Morning Show στο Channel 7) την παρουσιάστρια να σχολιάζει την ετοιμολογία αγγλικής λέξης αναφερόμενη στην ελληνικότητα της προέλευσης του πρώτου συνθετικού της poly-, που προέρχεται από την ελληνική λέξη “πολύ”, εξηγώντας και τη σημασία της. Δεν με ξαφνιάζουν τέτοιου είδους φαινόμενα. Η δική μας η άγνοια με ξαφνιάζει. Ποιος Έλληνας μπορεί να αμφισβητήσει ότι η λέξη ‘πολύ’ είτε ως αυτόνομη λέξη είτε ως πρώτο συνθετικό δεν ανήκει εξ ίσου στη νέα Ελληνική όσο και στην αρχαία; Ξανά τονίζω ότι όλες αυτές οι λέξεις εξακολουθούν να είναι ζωντανές είτε στη λόγια είτε στη λαϊκή μορφή της γλώσσας μας. Κανένας δεν μπορεί να το αμφισβητήσει αυτό. Είναι τόσο αρχαίες όσο και νέες και πρέπει να είμαστε περήφανοι για αυτό. Η αποδοχή είναι καθολική, μόνον κάποιοι από μας δεν το γνωρίζουν. Κι όταν αυτοί οι κάποιοι έχουν πανεπιστημιακές θέσεις, αρχίζω και ανησυχώ στα σοβαρά. Φοβάμαι πως η αντιπάθειά τους προς το άτομο που συνέταξε το υπόμνημα του Australian Hellenic Council τούς στράβωσε. Γιατί λοιπόν αυτήν την κοινή αποδοχή από τους Αυστραλούς να μην την εκμεταλλευτούμε; Ε, όχι και να βγάζουμε τα μάτια μας μόνοι μας από άγνοια!
Παλαίμαχη εκπαιδευτικός των Ελληνικών μού υπέδειξε ότι στον καιρό της – και μιλάμε για το αυστραλέζικο σύστημα – υπήρχε υποχρεωτικό μάθημα στη μέση εκπαίδευση με τίτλο “Greek and Latin Roots”. Με την πρόσφατη επιστροφή της διδασκαλίας της γραμματικής στην Αγγλική στα σχολεία και την εισαγωγή του μαθήματος Αγγλικής Γλώσσας ακόμα και σε επίπεδο VCE, η Ελληνική έχει καλό “χαρτί” να παίξει και εδώ.
Θα ήταν ευχής έργο αν καταφέρναμε τα (νέα) Ελληνικά να κερδίσουν το ίδιο γόητρο με τα αρχαία Ελληνικά, τουλάχιστον γλωσσικά, στο σχολικό σύστημα παλαιότερα (θυμίζω τα παλιά Grammar Schools, όπου αρχαία Ελληνικά και Λατινικά ήταν υποχρεωτικά). Σήμερα οι μη ελληνικής καταγωγής μαθητές, μαζί με όλα τα άλλα θα είχαν να κερδίσουν και μια δεύτερη γλώσσα, μιας και η (νέα) Ελληνική είναι η ζωντανή, σύγχρονη μορφή της αρχαίας. Τα κέρδη λοιπόν θα είναι διπλά, ακόμα και πολλαπλά για αυτούς τους μαθητές.
Ο δημόσιος τομέας και φορέας λοιπόν φαίνεται να είναι ο καλύτερος δίαυλος για τη διδασκαλία των Ελληνικών που θα μας βοηθήσει, κατά την ταπεινή μου γνώμη, προς αυτή την κατεύθυνση. Και θα επαναλάβω κάτι που έγραψα και παραπάνω. Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι οι αριθμοί οι οποίοι μετράνε και μετρούν τη μεγαλοσύνη μας στον εκπαιδευτικό τομέα εδώ στους Αντίποδες είναι οι αριθμοί των Ελληνικών στο δημόσιο σύστημα. Όλοι οι άλλοι αριθμοί είναι για εσωτερική κατανάλωση. Και αυτός είναι ο λόγος που θα πρέπει να υποστηρίξουμε την κίνηση αυτή. Γι’ αυτό θα πρέπει όλοι να βοηθήσουν για να βρεθούν λύσεις που αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν. Γνωρίζω ότι μιλάμε για δουλειά πολλή και για πολύ μεγάλο δρόμο που έχουμε μπροστά μας, αν θέλουμε να επιτύχουμε. Θα χρειαστούμε νέα εργαλεία, και νέα μεθοδολογία. Όμως “Where there is a Will, there is a Way”. Κι εδώ περιμένω τη ζωντανή, ηθική, οικονομική κ.ά. συμπαράσταση όλων των παροικιακών εκπαιδευτικών φορέων όπως και των άλλων παροικιακών παραγόντων. Αν θέλουμε να πετύχουμε, θα πρέπει να κινηθούμε ενωμένοι σε μια γροθιά.
Ευνόητα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς: “γιατί έχει περιοριστεί η ‘εκστρατεία’ στα στενά πλαίσια του γκέττο μας;”. Αυτό θα πρέπει να είναι το επόμενο βήμα. Την οικουμενικότητα της Ελληνικής γλώσσας θα πρέπει να την υποστηρίξουμε και διακηρύξουμε σε όλη την αυστραλιανή επικράτεια και όχι μόνον. Είναι άξιον απορίας γιατί οι ελλαδικοί γλωσσολόγοι μας έχουν κρατήσει παθητική στάση σε ένα τέτοιο θέμα.
Βέβαια, δεν ξεχνάμε και το ότι η χρονική συγκυρία δεν είναι η καλύτερη και καταλληλότερη με την δυσχερή οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα και την ακόμα χειρότερη δυσφήμιση που δέχεται από ευρωπαϊκούς και μη, πολιτικούς και οικονομικούς κύκλους σε παγκόσμια κλίμακα. Σίγουρα, με την παρούσα κατάσταση δυσχεραίνεται λίγο περισσότερο η νέα μας προσπάθεια, όχι ανεπανόρθωτα όμως. Ευελπιστούμε για όλους και για όλα.
Ευελπιστώ ότι η νέα τροπή που πήρε η κινητοποίηση ύστερα από τη συνάντηση της περασμένης Παρασκευής (23/4/2010) θα φέρει καλύτερα αποτελέσματα, αρκεί να αποφύγουμε τις κακοτοπιές. Αυτός ήτανε άλλωστε και ο σκοπός του παρόντος κειμένου.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: «Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΤΣΕΠΗΣ»
Με λύπη διάβασα το άρθρο του κ. Νικολόπουλο («Ν.Κ.», 22/4/2010), όπου σχολιάζει κάτι φοβερό: «Οι εργαζόμενοι στο σύστημα σημειώνουν, ότι βασική προϋπόθεση για την περίληψη της ελληνικής γλώσσας στο Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας είναι η οικονομική συμμετοχή της ομογένειας στο κόστος υλοποίησης του προγράμματος. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει κινητοποίηση του ελληνισμού για την ανάληψη μέρους των δαπανών που θα απαιτηθούν για την εισαγωγή της γλώσσας μας σε κρατικά σχολεία της Αυστραλίας». «Οι εργαζόμενοι στο σύστημα» έχουν κάνει παρόμοιες υποδείξεις και στις άλλες 7 γλώσσες που έχουν επιλέξει;
Βέβαια, πολύ φοβάμαι ότι την ευθύνη για μια τέτοια ανταπόκριση από «τους εργαζόμενους στο σύστημα’» την φέρουμε εμείς, όταν στα υπομνήματα που ήδη κατατέθηκαν στην Κυβέρνηση γίνεται έντονα αναφορά στη συμβολή των $9.000.000 της Ελλάδας, της οικονομικά αιμορραγούσης αυτόν τον καιρό Ελλάδας. Και, βέβαια, κάτω από αυτές τις συνθήκες «οι εργαζόμενοι στο σύστημα» ζήτησαν και άλλα χρήματα, μιας και τα χρήματα αυτά πηγαίνουν κυρίως σε παροικιακούς εκπαιδευτικούς φορείς, όπως έγραψα και παραπάνω. Εδώ η Ελλάδα δεν μπόρεσε να ανταπεξέλθει στο σχετικά πρόσφατο θέμα των συντάξεων και μας ζητιέται, εξ αιτίας της βλακείας μας, να ζητήσουμε κι άλλα χρήματα από την Ελλάδα; Θα κάναμε μεγάλη χάρη στην Ελλάδα, αν μπορούσαμε να την γλυτώσουμε από αυτό το ετήσιο έξοδο των $9.00.000 αυτόν τον καιρό.
Κατ’ αρχάς, δεν μπορώ να πιστέψω ότι στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας υπάρχουν γλώσσες πρώτης και δεύτερης διαλογής, έστω και αν επικαλούνται ανοιχτά οικονομικούς λόγους; Για τι είδους δημόσιο σύστημα μιλάμε; Να μας λείπει. Καλύτερα ‘κρυφό σκολειό’. Στο κάτω-κάτω της γραφής αυτοί είναι που τελικά θα χάσουν, αν δεν πετύχουμε το επιδιωκόμενο, όπως έχω αποδείξει πιο πάνω.
Η Κυβέρνηση δεν μπορεί να χρησιμοποιεί διπλά μέτρα και σταθμά. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν λάβουμε υπόψη ότι συνήθως δίνει τη μερίδα του λέοντος στα ιδιωτικά σχολεία της χώρας. Άλλωστε, τα Ελληνικά είναι ήδη στο σύστημα εδώ και δεκαετίες. Κατ’ αρχήν, είναι ανήθικο κι αισχρό, για να μην πω συνταγματικά παράνομο, αυτό που «οι εργαζόμενοι στο σύστημα» προτείνουν να γίνει στην προκείμενη περίπτωση. Με τη λογική αυτή, όποια μειονότητα πληρώνει μπορεί να εντάσσει τη διδασκαλία της γλώσσας και του πολιτισμού της στο Ενιαίο Πρόγραμμα του δημοσίου συστήματος της χώρας. Είναι φοβερό. Αυτό κι αν δεν είναι επικίνδυνο! Πιο επικίνδυνο και από τις ‘ψυχοπαθητικές ναζιστικές’ ρατσιστικές εκρήξεις στους δρόμους της Μελβούρνης και του Σίδνεϊ, στις οποίες αναφέρθηκε ο κ. Καραλής.
Αυτές οι κυβερνητικές προτάσεις δεν είναι καθόλου σοβαρά πράγματα.
* Η κ. Άννα Χατζηνικολάου υπηρέτησε αρχικά ως βοηθός και αργότερα ως λέκτορας και συντονίστρια του Προγράμματος Νεοελληνικών όπως και επίτιμη συνεργάτης για κοντά μία τριακονταετία στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης (1977-2005), συνέβαλε ενεργά στην εδραίωση των Ελληνικών στο Πανεπιστήμιο του Monash τη 10ετία του ’80 όπως και στο Πανεπιστήμιο του La Trobe (1983-1986 & 1998-2003), όπου το 1986 είχε δημιουργήσει τον πρώτο ανεξάρτητο πυρήνα Ελληνικών Σπουδών στη Βικτώρια (Greek Studies Unit), του οποίου υπήρξε και η πρώτη προεδρεύουσα.