Ο Γιάννης Μακριδάκης είναι η ψυχή του «Πελινναίου», ενός κέντρου για τη διαφύλαξη της παράδοσης που χάνεται στο νησί του, τη Χίο. Ο τόπος με τις ιστορίες του αποτελούν και την πρώτη ύλη της συγγραφικής του παραγωγής, η οποία αριθμεί ήδη τρία μυθιστορήματα μέσα σε τρία χρόνια (ένας ρυθμός αναμφισβήτητα πολύ έντονος).
Από τον φυγάδα που γίνεται θρύλος στα βουνά πριν από εκατό χρόνια στον απομονωμένο μοναχό που ζει αφιερωμένος στα σκυλάκια του μια απλή ζωή μέσα στη Φύση που φανερώνει τον Θεό (δεν κομίζω γλαύκα επισημαίνοντας το παπαδιαμαντικό του θέματος) την περίοδο του θανάτου του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, προ διετίας δηλαδή, και στην ιστορία του «γυναικωτού» Κωνσταντή από τον Μεσοπόλεμο ώς τη μεταπολεμική εποχή, ο Μακριδάκης επιβεβαιώνει τον βιωματικό χαρακτήρα των έργων του. Έργα τα οποία φιλοδοξούν να μνημειώσουν τη χαμένη ιστορία, τον παρόντα κι αλλοτινό τόπο, τους ανθρώπους και τα πάθη τους. Όλες οι περιπτώσεις που τον απασχολούν είναι παρεκκλίνουσες, λοξές, ένας φονιάς, ένας εντελώς απόκοσμος μοναχός, ένας ομοφυλόφιλος. Από την άλλη, όλα του τα έργα έχουν ώς σήμερα συναντήσει θερμή υποδοχή από μια μεγάλη μερίδα της κριτικής και του κοινού.
Κατ’ αρχάς πρέπει να πω ότι το τρίτο αυτό βιβλίο είναι κατά τη γνώμη μου πιο ώριμο από τα δύο προηγούμενα, τόσο σε επίπεδο οικονομίας, παρότι δεν θα έβλαπταν και πάλι κάποιες περικοπές, όσο και γλώσσας, αφού η ντοπιολαλιά υποχωρεί υπέρ της κοινής.
Ο Μακριδάκης αφηγείται την ιστορία του Κωνσταντή, ενός παιδιού μεγαλωμένου χωρίς πατέρα, παρέα με τις πόρνες, που χάνει και τη μητέρα του νωρίς, όταν αυτή πέφτει από τη σημαία την περίοδο της μικρασιατικής εκστρατείας, μια εποχή που η Σμύρνη, όπως σχολιάζει ο απλοϊκός Κωνσταντής, άλλαζε κάθε δυο και τρεις χέρια με ολέθρια αποτελέσματα για την προσωπική του ζωή. Στο τέλος, υιοθετείται άτυπα από τον παντρεμένο εραστή της μητέρας του. Παιδί ακόμα, κακοποιείται σεξουαλικά από έναν άνθρωπο που θα τον εξουσιάζει σε όλη του τη ζωή, αλλά σταδιακά, η κοινωνία, η οποία τον λοιδωρεί για την έκδηλη ομοφυλοφιλία του, θα τον αποδεχτεί και θα τον ενσωματώσει.
Το βιβλίο ξεκινά με τον Κωνσταντή να αφηγείται τη ζωή του μπροστά στον καθρέφτη, μετά από μια κρίση που έχει περάσει και η οποία τον εμποδίζει να θυμηθεί μια αποφράδα, όπως φαίνεται, ημέρα, για τον ίδιο και την πόλη του. Η εξομολόγηση αυτή, η οποία καλύπτει τρεις μπομπίνες, είναι εξαιρετικά ζωντανή, γεμάτη σασπένς, το οποίο διατηρείται αμείωτο και στη συνέχεια, όταν τη σκυτάλη παραλαμβάνει αυτός που πρώτος απομαγνητοφώνησε τις μπομπίνες και στη συνέχεια αυτός που κληρονόμησε το δικό του κείμενο.
ΔΙΑΡΚΕΙΣ ΑΝΑΤΡΟΠΕΣ
Μέσα από διαρκείς ανατροπές και, κυρίως, μέσα από ένα ωραία δομημένο παιχνίδι ταυτότητας γεμάτο υπονοούμενα, υποδηλώσεις και αποκρύψεις, ο Μακριδάκης εξιχνιάζει το αίνιγμα, που μοιάζει ωστόσο να είναι μόνο μια ωραία αφορμή, σαν τα «όμορφα πράγματα» που λέει ο παραθεριστής στο τέλος του «Η δεξιά τσέπη του ράσου», για την εκδίπλωση του ασθματικού λόγου του Κωνσταντή και της αποτύπωσης των διχασμών του, για την παρουσίαση μιας τυραννισμένης ψυχής από μια κοινωνία που απορρίπτει το διαφορετικό μέσα σε μια συγκεκριμένη φέτα ιστορικού χρόνου.
Οι αναφορές στη Χίο, πολυπληθείς, είναι πιο οργανικά δεμένες με το κείμενο, που είναι σαφώς πιο σφιχτό από τα προηγούμενα. Ο Μακριδάκης μοιάζει να ελέγχει το υλικό του και το διαχειρίζεται αποτελεσματικά. Το ερώτημα όμως το οποίο μου είχε δημιουργηθεί με τα δύο πρώτα βιβλία του παραμένει: πώς μπορεί το τοπικό και ο πλούτος του να λειτουργήσουν σήμερα λογοτεχνικά, χωρίς να παράγουν ένα είδος νεοηθογραφίας (στο οποίο ανήκαν κατά τη γνώμη μου τα δύο πρώτα του έργα); Πώς μπορεί η ιστορία και η γλώσσα να γονιμοποιήσουν το κείμενο και να του προσδώσουν νέα δυναμική; Με το τρίτο βιβλίο του, ο Μακριδάκης επιβεβαιώνει ότι και ταλέντο έχει και να γράφει ξέρει. Μένει να δουλέψει στην κατεύθυνση της πολυπλοκοποίησης των κειμένων του, ενισχύοντας τη δυναμική ενός λόγου και μιας πρακτικής που διαφορετικά δεν μπορούν παρά να παραμείνουν, νομοτελειακά, νεκρό γράμμα. Ήδη το τρίτο του βιβλίο κινείται προς την κατεύθυνση αυτή.