Το προεκλογικό κλίμα των ημερών με παραπέμπει στο προεκλογικό κλίμα των πολιτειακών εκλογών 2002. Ποιο ήταν το κλίμα της εποχής εκείνης;
Η Εργατική κυβέρνηση του Στιβ Μπρακς, μετά από μία τριετία στην εξουσία, δεχόταν κριτική για την πολιτική της. Ο Συνασπισμός των συντηρητικών κομμάτων, που είχε ανατραπεί από την εξουσία στις πολιτειακές εκλογές του 1999, ορεγόταν την εξουσία, αλλά δεν κοπίαζε για να την εξασφαλίσει.

Ο διάδοχος του Τζεφ Κένετ, Ρόμπερτ Ντόϊλ, σημερινός Λόρδος Δήμαρχος Μελβούρνης, φιλοδοξούσε να γίνει πολιτειακός πρωθυπουργός, αλλά χωρίς να κοπιάσει. Χωρίς να διαθέσει χρόνο και κόπο για τη διαμόρφωση εναλλακτικών πολιτικών, που θα ανέτρεπαν την κυβέρνηση Μπρακς.

Περιοριζόταν στη συνεχή αρνητική κριτική των πεπραγμένων της κυβέρνηση Μπρακς, χωρίς να προσφέρει στους ψηφοφόρους εναλλακτικές λύσεις.
Σε συνέντευξη που είχα κάνει με τον κ. Ντόϊλ παραμονή των εκλογών, παρουσία των Νίκου Κότσιρα και Φιλ Χάνιγουντ, είχα θίξει με έμφαση την επικινδυνότητα της αρνητικής προεκλογικής εκστρατείας του Λίμπεραλ Πάρτι.

Είχα εκφράσει την άποψη στον κ. Ντόϊλ και στα παρόντα μέλη της σκιώδους κοινοβουλευτικής ομάδας του, ότι δεν κερδίζονται εκλογές με απλή επικέντρωση στα αρνητικά της κυβερνητικής πολιτικής, αν η κριτική αυτή δεν συνοδεύεται με ελκυστικά εναλλακτικά προγράμματα και πολιτικές σε αυτά  υποσχόταν η κυβέρνηση Μπρακς.

Οι επιτελικοί του Λίμπεραλ Πάρτι, που κρατούσαν στα χέρια τους την εκλογική τύχη του κόμματος, επέμειναν στη στείρα, αρνητική προεκλογική εκστρατεία με φυσικό αποτέλεσμα τον καταποντισμό του Συνασπισμού των συντηρητικών κομμάτων – το Εργατικό Κόμμα εξασφάλισε 62 έδρες έναντι 24 εδρών του Συνασπισμού.
Το ίδιο κλίμα κυριαρχεί σήμερα στην κοινοπολιτειακή σφαίρα. Ο πρωθυπουργός, Κέβιν Ραντ, βάλλεται πανταχόθεν για τις θεαματικές αναδιπλώσεις του σε βασικά θέματα, όπως η Εμπορία Ρύπων, η μόνωση σπιτιών, η κατασκευή παιδικών σταθμών, η αποτυχημένη εφαρμογή του προγράμματος κτιριακού εκσυγχρονισμού των σχολείων της χώρας.

  Μετά δε την ανακοίνωση της κυβέρνησης, ότι θα επιβάλλει 40% φόρο στην υψηλή κερδοφορία των εταιρειών μεταλλευμάτων, η κυβέρνηση Ραντ δέχεται και τα συντονισμένα πυρά της βιομηχανίας μεταλλευμάτων, του κλάδου της βιομηχανίας με δυνατότητες να ανατρέπει κυβερνήσεις.

Η δυσαρέσκεια του εκλογικού σώματος από τις αποφάσεις της κυβέρνησης Ραντ αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις, οι οποίες προεξοφλούν ήττα του Εργατικού Κόμματος στις επικείμενες εθνικές εκλογές – εικάζεται, ότι ο πρωθυπουργός μπορεί να προκηρύξει εκλογές για τον Αύγουστο.

Η τελευταία δημοσκόπηση της Age/Nielsen δείχνει, ότι ο Συνασπισμός των συντηρητικών κομμάτων φεύγει πέντε μονάδες μπροστά από το Εργατικό Κόμμα στην πρώτη καταμέτρηση και ισοψηφεί με την κυβέρνηση μετά τη διανομή των δεύτερων προτιμήσεων των μικρότερων κομμάτων.

Περισσότερο ανησυχητική για το κυβερνών κόμμα είναι η συνεχής αύξηση του ποσοστού αποδοκιμασίας του έργου του πρωθυπουργού από το εκλογικό σώμα. Η προαναφερόμενη δημοσκόπηση δείχνει, ότι το ποσοστό των ψηφοφόρων (49%) που αποδοκιμάζουν το έργο του κ. Ραντ είναι μεγαλύτερο από το ποσοστό αυτών που το επιδοκιμάζουν (45%). Αντίθετα το ποσοστό (46%) των ψηφοφόρων που επιδοκιμάζουν το έργο του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Τόνι Άμποτ, είναι μεγαλύτερο από το ποσοστό που το αποδοκιμάζουν (45%).

Παρά ταύτα, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν έχει εξασφαλίσει, ακόμη την εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος, με 38% των ψηφοφόρων να τον θεωρούν «κατάλληλο» για πρωθυπουργό, έναντι 53% που δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στον κ. Ραντ.

Γιατί δεν πείθει ο κ. Άμποτ; Απλούστατα, διότι προσπαθεί να καρπωθεί τη δυσαρέσκεια του εκλογικού σώματος προβάλλοντας τα λάθη, τις αδυναμίες, τις παραλείψεις και τις παλινδρομήσεις του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης.

Μέχρι χθες ο κ. Άμποτ δεν είχε δημοσιοποιήσει την πολιτική του Συνασπισμού στα θέματα που ενδιαφέρουν άμεσα τον μέσο ψηφοφόρο και θα κρίνουν την έκβαση των επικείμενων εθνικών εκλογών. Περιορίστηκε στην αποδόμηση της κυβερνητικής πολιτικής και την αρνητική κριτικής της, αλλοτριώνοντας τους ψηφοφόρους με δυνατότητες να επιλέξουν κόμμα και αρχηγό.

Η τελευταία ευκαιρία του κ. Άμποτ να κερδίσει την εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος θα είναι η κριτική του προϋπολογισμού, που θα κάνει στη βουλή εντός των ημερών. Αν περιοριστεί σε σκληρή κριτική, χωρίς να αντιπαραθέσει εναλλακτική πρόταση θα συντριβεί πολιτικά από τα πεπραγμένα της κυβέρνησης, που συνοψίζονται στην επιτυχημένη διαχείριση της οικονομικής κρίσης.

Άποψή μου είναι, ότι η κυβέρνηση Ραντ δεν κινδυνεύει από την στείρα, αρνητική κριτική της αντιπολίτευσης. Ο συνασπισμός κινδυνεύει να μονιμοποιηθεί στα έδρανα της αντιπολίτευσης.

Το παράδειγμα του 2002 στη Βικτωρία προεξοφλεί την επικράτηση της κυβέρνησης Ραντ στην εκλογική αναμέτρηση με μία στείρα ιδεών και προγραμμάτων αντιπολίτευση. Εκτός, εάν συμβεί το απρόβλεπτο. Που είναι πιθανό στην πολιτική.