Αφορμή για το σημερινό μου σημείωμα στάθηκε ένα κείμενο που έφτασε στα χέρια μου ως «Media Release – Ανακοίνωση Τύπου» από το Australian Hellenic Council και αφορούσε το θέμα που μας απασχολεί έντονα τώρα για τη μελλοντική τύχη της Ελληνικής στην Αυστραλία.

Ως ήταν φυσικό, διάβασα το κείμενο με μεγάλη προσοχή, όπως ακριβώς είχα κάνει και με ένα προηγούμενο που είχε κυκλοφορήσει παλιότερα και είχε σταλεί παντού, μεγαλεπήβολο μεν, αλλά γεμάτο «μαργαριτάρια» νοηματικά και στατιστικά. Είχα πει, τότε, ότι καλά θα είναι για τόσο σοβαρά θέματα να είμαστε πιο προσεκτικοί και ο μόνος τρόπος για να αποφύγουμε κάτι τέτοιο είναι να συνεργαζόμαστε συλλογικά και, κυρίως, με ομάδα «ειδικών» – με την ευρύτερη σημασία του όρου.

Για το λόγο αυτό, εξάλλου, όλοι οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι των Ελληνικών αυτής της χώρας και άλλοι πολλοί (εκπαιδευτικοί, κοινότητες, σύλλογοι, το ΣΑΕ κ.λπ.) αποφασίσαμε να δράσουμε ομαδικά και όχι ατομικά. Δυστυχώς, το κάλεσμα αυτό για ομαδική δράση από τη συντριπτική πλειοψηφία του Ελληνισμού αγνοήθηκε από ελάχιστα άτομα (δηλαδή: το εξής ένα), βιάζεται να τρέξει, «χωρίς να κοιτάζει πίσω», όπως είχα σημειώσει σε προηγούμενο κείμενό μου.

Έτσι η ίδια τακτική εξακολουθεί να αποδίδει τα ίδια και χειρότερα αποτελέσματα. Για την εν λόγω «Ανακοίνωση Τύπου», λοιπόν, στην οποία αναφέρθηκα πιο πάνω, δεν θα ήθελα να σχολιάσω ούτε το «βάθος» του κειμένου, ούτε την πολιτική «ωριμότητα» της κίνησης, γιατί αυτά είναι αυτονόητα στον καθένα.

Θα ήθελα μόνο να σχολιάσω τη «φαινομενολογία» του κειμένου, μια λέξη που χρησιμοποιεί ο ίδιος ο συγγράφων στην «ανακοίνωσή» του, χωρίς να εξηγεί τη σημασία της. Λέει, συγκεκριμένα, για την ιστορική συνέχεια της Ελληνικής από την εποχή του Αδάμ ώς τις μέρες μας: «Είναι θλιβερό την εξελικτική αυτή φαινομενολογία να την παρουσιάζουμε ως διγλωσσία», κατέληξε ο κ. Τάμης». Τώρα, όσοι ασχολούνται πιο σοβαρά με τις λέξεις και τις εκτιμούν, φροντίζουν να τις σέβονται. Έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο, όμως, για όσους θέλουν να εντυπωσιάζουν, να χρησιμοποιούν τις λέξεις ηχηρά και νεόπλουτα.

 Αν ακούσουν, π.χ., το όνομα Καστοριάδης, τρέχουν αμέσως να το εντάξουν στο λεξιλόγιό τους, χωρίς να έχουν διαβάσει ούτε γραμμή από τον μεγάλο φιλόσοφο. Μπερδεύουν το διάσημο Γάλλο συγγραφέα Φλωμπέρ με τα φλόμπερ, τη φαινομενολογία με τη φαινομενομετρία. Όσο πιο ηχηρή μια λέξη, τόσο και πιο ευπρόσδεκτη. Έτσι, λοιπόν, η πολύφημη λέξη «φαινομενολογία», μεγάλος κλάδος της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας και πολύτροπος νεολογισμός του ευρωπαϊκού πνεύματος αποκτά από σήμερα στην Αυστραλία μια νέα σημασία: γίνεται «εξελικτική», όπως, π.χ., για να επιβιώσουν τα καβούρια αναγκάστηκαν να αναπτύξουν δαγκάνες, τα φίδια δηλητήριο, οι κροκόδειλοι τεράστια δόντια και ο ουρακοτάγκος τη μαγκούρα.

Και πώς μια «φαινομενολογία» μπορεί να είναι «εξελικτική»; Απλούστατα, αφού κατά το συγγραφέα είναι ελληνογενής, μπορούμε να την κάνουμε ό,τι θέλουμε: είναι δηλαδή το «φαινόμενο» που εξελίσσεται χρονικά, όπως ο καρσιλαμάς, π.χ., μπορεί να χορεύεται λίγο πιο διαφορετικά από το ένα χωριό στο άλλο. Αν όμως έκανε τον κόπο να διαβάσει, πριν πει, θα διαπίστωνε ότι: α) η λέξη αυτή είναι ευρωπαϊκή (και το εννοώ σοβαρά) και β) δεν έχει καμιά σχέση με την ιστορική «εξέλιξη». Είναι ψυχολογικο-γνωσιακός όρος της πρόσληψης που δεν έχει κανένα πάρε δώσε με τη μελέτη ιστορικών αιτιών, ντετερμινιστικών εξελίξεων και φυσικά  επιστημονική καταγραφή φαινομένων.

Αν, όμως, στάθηκα στη χρήση της λέξης αυτής για να «φαινομενολογήσω» το συγγραφέα της «Ανακοίνωσης» δεν το κάνω από μίζερο σχολαστικισμό. Υπάρχει πίσω από αυτό μια λανθάνουσα, αλλά ατίθαση, ορμή προς τα μεγάλα «έπεα». Είναι, δηλαδή, ένα χούι που κρύβει και άλλα πολλά, παρενεργητικά και αποκαλυπτικά. Γιατί, στη σχετική «ανακοίνωση» – και, επιμένω, στο επίπεδο των λέξεων μόνο – διαβάζουμε εμβρόντητοι: «Το Αυστραλιανό Ελληνικό Συμβούλιο ενημερώνει ότι τη Δευτέρα 3 Μαΐου οργανώθηκε ευρεία συνάντηση εργασίας στην Αδελαΐδα μεταξύ του σκιώδους υπουργού Παιδείας και Εργασίας της Νοτίου Αυστραλίας, κ. David Pisoni, του συντονιστή της Υποεπιτροπής του ΑΕΣ για την ένταξη της Ελληνικής Γλώσσας στο Ενιαίο Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας, καθηγητή κ. Αναστασίου Τάμη και του εκπαιδευτικού κ. Παναγιώτη Φωτάκη».

Εντυπωσιακά, πράγματι, λόγια, αλλά η προσοχή μου αγκιστρώνεται από τη φράση «ευρεία συνάντηση», η οποία, τελικά, φανερώνει δύο μόνο άτομα από την ομογένεια. Ως Έλλην, συλλογίστηκα ότι, αν ο Λεωνίδας μπόρεσε να συνάξει τριακόσιους από τη σχετικά ολιγάριθμη Σπάρτη, γιατί ο καθηγητής μας δεν μπόρεσε να βρει περισσότερο από έναν στο μεγάλο αυστραλιανό πανελλήνιο! Έτσι γίνεται φανερό ότι ο καθηγητής εδώ προφανώς αγνοεί την ακριβή σημασία της βαρύγδουπης φράσης «ευρεία συνάντηση», αφού δεν ανταποκρίνεται στα «φαινόμενα».

Η απορία μου ξεπεράστηκε προς στιγμήν, όταν είδα ότι η «ανακοίνωση» συνοδεύεται από επίσημο επιστολόχαρτο, όπου, στο αριστερό της μέρος, παρελαύνουν τα ονόματα δεκάδων μαζικών φορέων του Ελληνισμού της Αυστραλίας και σκέφτηκα ότι, μάλλον με αυτά συναναστρέφεται και σε αυτά θα αναφέρεται ο άνθρωπος και τον αδικούσα. Καλού κακού, πάντως, έκανα μερικά τηλεφωνήματα και με έκπληξη διαπίστωσα ότι σε όσους τηλεφώνησα είχαν παντελή άγνοια του θέματος και εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους για μια τόσο σοβαρή πρωτοβουλία, χωρίς να ρωτηθούν. Αυτό ισχύει πιο πολύ για τους εν Αδελαΐδι, λες και οι άνθρωποι είχαν κάποια κολλητική ασθένεια, και τους κρατούσε σε απόσταση ο μεγαλόπνοος «συντονιστής».

Το πιο εντυπωσιακό, όμως, μέρος της «ανακοίνωσης» αφορά στο «μάθημα» γλωσσολογίας που έδωσε ο κ. καθηγητής στον πολυάσχολο πολιτικό, χωρίς να του ζητήσει κανείς το λόγο και, φυσικά, ο καημένος ο «σκιώδης υπουργός» συννέφιασε και δεν φαίνεται να είχε τίποτε να προσθέσει στο επιστημονικό κατεβατό που του προέκυψε εν αιθρία.

Συγκεκριμένα ο ειδικός του απήγγειλε, σαν να έφταιγε ο κ. Pisoni: «Είναι αντιεπιστημονικό να ομιλούμε για διγλωσσία της Ελληνικής. Πρόκειται για μια, ενιαία και συνεχή γλώσσα […]. Η εφεύρεση της «Nέας Ελληνικής» χρησιμοποιήθηκε από ορισμένους αλλογενείς Ελληνιστές στο εξωτερικό πριν από 40 χρόνια για να διαφοροποιηθούν επιστημονικά […]». Εδώ, πια, τα χάνει κανείς με το φαινομενολογικό ύφος και εισέρχεται στο χώρο της «ψαλτικής» τέχνης, την οποία θα σχολιάσουμε άλλη φορά.


* O καθηγητής Μιχάλης Τσιανίκας είναι υπεύθυνος του Τμήματος Ελληνικών του Πανεπιστημίου Flinders  της Νότιας Αυστραλίας.