Πάτρικ Γουάιτ
Ψεγάδια στον καθρέφτη
Μια αυτοπροσωπογραφία
εισαγωγή – μετάφραση-σημειώσεις:
Γιάννης Βασιλακάκος
εκδόσεις Τυπωθήτω, σ. 459, 20 Є
Κατά καιρούς, άκουγα σε διάφορες περιστάσεις, αρκετά προτού ζήσω και εργαστώ στη Μελβούρνη για τέσσερα χρόνια ως Γενικός Πρόξενος, να τίθενται τα ερωτήματα «Μα γράφεται λογοτεχνία, ουσιαστική και πρωτότυπη, στους Αντίποδες; Υπάρχει όντως λογοτεχνικός κανόνας εκεί; Πώς διαφοροποιούνται ενδεχομένως οι Αυστραλοί από τους Βρετανούς ή τους υπόλοιπους της Ευρώπης από θεματική και υφολογική άποψη;» Απαντώντας κατ΄ οικονομία, θα αναφερθώ στην εξέχουσα περίπτωση των Γραμμάτων της Ωκεανίας με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του παραπάνω έργου στη γλώσσα μας. Εξονυχιστικές, αλλά καλώς συγκερασμένες ανασκοπήσεις ενός σχεδόν μυθιστορηματικού βίου, αποτυπώσεις των σημαντικότερων ανακατατάξεων του θυμικού, ανταποκρίσεις από τον εσωτερικό πόλεμο, αλλά και από τα πεδία συγκρούσεων του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, επιμελείς κωδικοποιήσεις του προσωποπαγούς γούστου και περιπλανήσεις στην ενδοχώρα των κρίσιμων ερώτων: ό, τι γράφεται περνάει κατ’ ανάγκην από το φίλτρο ενός διορατικού αισθητή. Κι όλα αυτά συνδυασμένα με νηφάλιες, αναστοχαστικές εκτιμήσεις των κυριοτέρων σταθμών μιας συγγραφικής σταδιοδρομίας, η οποία στεφανώθηκε την κατάλληλη στιγμή με το Βραβείο Νομπέλ.
Στο βαθμό μάλιστα που η τέχνη «ne reproduis pas le visible, il rend visible», όπως δίδασκε ως γνωστόν ο Paul Klee (1879 – 1940), τότε οι καταγραφές του Πάτρικ Γουάιτ (1912-1990) τεκμηριώνουν την εγκυρότητα της υποκειμενικής πραγματικότητας, την οποία διαισθάνεται στο έπακρο και επεξηγεί αναλόγως ο κατάλληλα οργανωμένος πεζογραφικός νους. Σύμφωνα και με τους έγκριτους «The Times» τα Ψεγάδια στον καθρέφτη είναι “ένα έργο τέχνης[…]αγνοώντας συμβατικές χρονολογίες, συνδέει συσχετιζόμενα θραύσματα προκειμένου να δημιουργήσει προυστιανές παρεκκλίσεις[…]Ένα υβριδικό ον σπάνιας αντίληψης και καυστικής εμπειρίας αναδύεται.
Η οικογένεια, οι φίλοι, είναι τοπία Κόλασης, Παραδείσου και Καθαρτηρίου μέσα στην τόσο γόνιμη φαντασία του νομπελίστα συγγραφέα”. Βεβαίως, πρόκειται για ένα βιβλίο αιρετικής δημιουργικής γραφής, όπως άλλωστε είναι τα περισσότερα του διακεκριμένου αυτού Αυστραλού. Είναι εμφανής η δια βίου παλινδρόμησή του μεταξύ των αγγλοσαξονικών του ριζών και των νέων, συναρπαστικών ή και δυσερμήνευτων δεδομένων, τα οποία συνείχαν εκ προοιμίου την παρατεταμένη διαμονή του στη φιλόξενη, πολυπολιτισμική Ε! Ήπειρο. Ο εκρηκτικός διχασμός του εγώ οδηγεί παραδόξως σε αισθητικά μορφώματα, τα οποία εννοείται θα τα εποφθαλμιούν πάντα οι comme il faut μυθιστοριογράφοι.
Οι δε διάσπαρτες ομολογίες του είναι ενδεικτικές τόσο των προθέσεών του όσο και της συγκεκριμένης μεθοδολογίας, την οποία ακολούθησε κατά τρόπο συστηματικό και άλλο τόσο εύληπτο. Διακρίνω, μεταξύ των πολλών, τα εξής: «Αν κάποιος έγραφε ένα βιβλίο για τα νησιά του Αιγαίου, δεν θα συνέδεε τα στοιχεία που εγώ πρόκειται να συμπεριλάβω. Είναι ανόμοια σε χαρακτήρα και από διαφορετικές ομάδες το καθένα, μα όλα παίζουν ένα ιδιαίτερο ρόλο στη σχέση μου με την Ελλάδα και τον Μανόλη. Επανειλημμένα, στη διάρκεια αυτών των ταξιδιών και μετά, όταν ο Μανόλης μού λέει πως μισώ την Ελλάδα, δε μπορώ να του εξηγήσω την αγάπη μου.
Πάλι, στις πιο πικρόχολες, αλκοολικές συζητήσεις που κάνουμε στην κουζίνα μετά το βραδινό φαγητό, όταν μου λέει πως τελικά μισώ εκείνον, δε μπορώ να αποδείξω πως ό, τι πιστεύω βαθύτερα, τα μυθιστορήματα για τα οποία ο συνειδητός εαυτός δε μπορεί να αναλάβει πλήρη ευθύνη, τα όλο ταλαιπωρία πλην αναζωογονητικά ταξίδια μας ανά την Ελλάδα, η ζωή μας μαζί, οι εκρήξεις και οι ανταμοιβές της, η δική μου αδέξια πάλη με ό, τι θεωρώ θρησκευτική πίστη – όλα αυτά είναι που με κάνουν να συνεχίζω».
Ο Πάτρικ Γουάιτ εν ολίγοις ξεκαθαρίζει λογαριασμούς με τα φαντάσματα του παρόντος και του παρελθόντος. Ταυτοχρόνως ένδον σκάπτει και ανατέμνει εαυτόν με παρρησία και υποδειγματικό σθένος ψυχής. Πιθανότατα έχει κατά νου το όσα σπαρακτικά συνέθεσε στο κελί της φυλακής του Ρέντιγκ ο Όσκαρ Γουάιλντ(1854 – 1900). Κατά τα άλλα, γράφει με την αποφασιστικότητα που θυμίζει ρηξικέλευθους επαναστάτες της διεθνούς πολιτικής σκηνής.
Το ρήμα της κατηγορικής πρόζας του παραπέμπει πολύ συχνά σε διακηρύξεις μανιφέστων επαναστατημένων μειοψηφιών των μεταπολεμικών ανά τον κόσμο κοινωνιών. Παραμένει άλλωστε μαθηματικά συνεπής με τη βιωμένη στην πράξη πεποίθησή του ότι τα από ψυχολογική-κοινωνική άποψη εναλλακτικά μέλη της αστικής κυψέλης, αυτά και μόνον αυτά, διαθέτουν την κατ’ εξοχήν ευχέρεια να συμβάλλουν στη ριζική και βεβαίως ζείδωρη εξέλιξη της ίδιας της κοινωνίας. Έτσι αφήνει να εκτεθεί αριστοτεχνικά στην παρούσα ζέουσα κατάθεσή του ολόκληρο το πλέγμα των κατευθυντήριων τακτικών μιας από κάθε άποψη ολοκληρωμένης στάση ζωής. Η συναφής, σπάνιας καθαρότητας οδηγία του Ιμμάνουελ Καντ «πράττε έτσι ώστε να χρησιμοποιείς την ανθρωπότητα, τόσο στο πρόσωπό σου όσο και στο πρόσωπο οποιουδήποτε άλλου, πάντοτε συγχρόνως ως σκοπό, και ουδέποτε απλώς και μόνον ως μέσον» αποκτά εδώ ένα ευρύτατο χώρο κειμενικών και όχι μόνον εφαρμογών.(Ιδέτε την επιλογή από το έργο του γερμανού φιλοσόφου, σε μετάφραση του Κώστα Ανδρουλιδάκη, εκδόσεις Στιγμή, 2008). Ό, τι αντιστέκεται, ό, τι αμφισβητεί στην καθημερινή πράξη τα ατομικά μέτρα και σταθμά του ευθύβολου συγγραφέα του Σύδνεϋ πρέπει να ακυρωθεί τελεσίδικα.
Η περιφρούρηση του υποκειμένου προέχει, ιδίως όταν ζει κι εργάζεται σε συνθήκες εκμαυλισμού που διοργανώνει και υποστηρίζει στη συνέχεια η ντόπια αλλά και η διεθνής, ακμαία και αυτοτροφοδοτούμενη συνεχώς εμπορευματική πράξη. Το αυστραλιανό ή έτερο τοπίο διαβάζεται συνεπώς κριτικά, ανατρεπτικά, εν τέλει διορατικά. Ο παρατηρητής που γράφει δεν βολεύεται με τα δάνεια του ωραίου, του υψηλού και του χρήσιμου που προτείνονται από τους λεγόμενους ταγούς ή φορείς της θεσμικής κανονικότητας. Η παρεπόμενη ρήξη ανακαλεί βεβαίως, τηρουμένων των αναλογιών, το παράδειγμα των συγγενών του, από καθαρά πνευματική άποψη, Λόρδου Βύρωνα και Λόρενς της Αραβίας. Δονκιχωτικές εμμονές, αλλά και εμπράγματες εμπεδώσεις των ιδανικών, ικανή και αναγκαία δόση εναντίωσης κατά των επωνύμων και ανωνύμων αντιπάλων, σεβασμός των καταστατικών ινδαλμάτων, εκτέλεση του σχεδίου πλεύσης στη θάλασσα της ζωής με αυταπάρνηση: αυτό που άλλοι θα αποκαλούσαν ενδεχομένως «εκδηλώσεις ενός τυφλού εγωισμού» για εκείνον υπήρξε η ύψιστη τήρηση ενός προσωποπαγούς κανόνα ηθικής.
Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα συνιστά με άλλα λόγια στην προκειμένη περίπτωση ένα περίκλειστο στάδιο, όπου δοκιμάζεται κάθε λεπτό η ανδρεία της ψυχής. Εξ ου και δυναμική προοπτική των αφορισμών του τύπου: «Μας μεταχειρίζονταν με την καλοσύνη που οφείλει να δείχνει κανείς στους συμπάσχοντες. Από τις επαφές μας με τους «Ρωμιούς» της Κωνσταντινούπολης και τους Τουρκοκυπρίους της Σμύρνης, κατάλαβα πως θα είχαν αλληλοϋποστηριχθεί οι πρώτοι χριστιανοί όταν καταδιώκονταν, όπως οι εβραϊκές μειονότητες και οι ομοφυλόφιλοι της σήμερον». Η γνώση του άλλου περνάει ασφαλώς μέσα από το φίλτρο ενός φλεγματικού ταξιδιώτη.
Οι διεξοδικοί συσχετισμοί, οι αποκαλυπτικές αναλογίες, τα απρόβλεπτα συμπεράσματα συνιστούν τα αποκτήματα μιας πεισματικά φιλελεύθερης ματιάς. Η ρήξη με καταστημένες ιδεολογικές, πολιτικές δομές συνήθως προαναγγέλλεται. Μια φαντασιακή πατρίδα που ό, τι και να κάνει ως συγγραφέας-νομάς-απόδημος-φυγάς δεν μπορεί να την ταυτιστεί πλήρως με τη χώρα μας. Η κοιτίδα της καταγωγής του δια βίου συντρόφου του Μανόλη αντιστέκεται είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο: η οριακή σύγχυση, η οποία αναπόφευκτα παράγεται συνιστά την αρχή και το τέλος των κειμενικών εκρήξεων. Ελάχιστα παραδείγματα: «Το να φτάνω στην Ελλάδα και να νιώθω όπως ένιωθα ήταν οδυνηρά απογοητευτικό[…]ένα κατάλευκο εκκλησάκι στην κορφή, εκείνο το επαναλαμβανόμενο σύμβολο του ελληνικού μαζοχισμού[…]Δεν υπήρχε κανένας που να μπορώ να μοιραστώ τον ενθουσιασμό μου για μια Ελλάδα που είχα έως τότε βιώσει μόνο στη φαντασία μου ∙ κι αυτό με ανησυχούσε σφόδρα.[..]Δεν υπήρχε τουαλέτα. Αλλά μου πρότειναν να επισκέπτομαι αυτήν ενός γειτονικού διαμερίσματος. Αντί να ενοχλώ το γείτονα και να ενοχλούμαι ο ίδιος, τα έκανα σ’ ένα δοχείο αποτσίγαρων και πετούσα το περιεχόμενο έξω απ’ το παράθυρο».
Η μετάφραση, οφείλω να το επισημάνω, παρακολούθησε όσο μπορούσε καλύτερα το εξαιρετικά απαιτητικό πρωτότυπο. Βεβαίως οι εσφαλμένες ονομασίες «Ντούρμπαν» και «Καρτούν» αφορούν στις γνωστές πόλεις Ντέρμπαν και Χαρτούμ της Νότιας Αφρικής και του Σουδάν αντιστοίχως.