Ειλικρινής, ανειλικρινής, φιλαλήθης, ψεύτης, αφελής, αθυρόστομος, πολιτικά αδέξιος, πολιτικά ανώριμος, ανίκανος να κυβερνήσει, πρωτότυπος, ανεμοδούρα; Ποιος από τους χαρακτηρισμούς ταιριάζει στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Τόνι Άμποτ;
Η δήλωσή του την παρελθούσα Δευτέρα, στο πρόγραμμα επικαίρων θεμάτων 7,30 Report του κρατικού τηλεοπτικού σταθμού ABC, ότι πρέπει να πιστεύουμε «όσα διαβάζει, όχι όσα λέει» προσφέρεται για πολλαπλές ερμηνείες.
Υπό πίεση, από τον παρουσιαστή του προγράμματος, Kerry O’Brien, να εξηγήσει την αναδίπλωσή του στο επίμαχο θέμα της επιδότησης της μητρότητας από το κράτος, ο κ. Άμποτ ομολόγησε ότι δεν λέει, πάντα, την αλήθεια στο λαό. Ομολόγησε, ότι λέει υπερβολές, λέει πράγματα που δεν εννοεί, δίνει υποσχέσεις που δεν προτίθεται να τιμήσει. Άρα, δεν πρέπει να τον παίρνουμε, πάντα, στα σοβαρά.
Ο πολιτικός αρχηγός που φιλοδοξεί να κυβερνήσει τη χώρα, ο πολιτικός ηγέτης που εμφανίζεται ως εναλλακτικός πρωθυπουργός αποκάλυψε, στην προαναφερόμενη συνέντευξη, ότι η σχέση του με την αλήθεια είναι περιστασιακή. Δεν είναι σταθερή. Άρα, πρέπει να αμφισβητούμε μονίμως την ειλικρίνεια των δηλώσεων, των εξαγγελιών και των υποσχέσεών του.
Και είναι η πίεση, που υποχρεώνει τον κ. Άμποτ και τους άλλους πολιτικούς να θυσιάζουν την αλήθεια στην πολιτική σκοπιμότητα. Είναι η πίεση που υφίσταται κάθε πολιτικός αρχηγός να μηδενίσει την υπεροχή του αντιπάλου του, που τον υποχρεώνει να λέει στο λαό αυτά που θέλει να ακούει, όχι αυτά που πρέπει να γίνουν.
Με αυτή τη λογική τον περασμένο Φεβρουάριο – φρέσκος από τις θερινές διακοπές και αποφασισμένος να κάνει την πρώτη, μεγάλη εντύπωση ως νεοεκλεγμένος αρχηγός της συντηρητικής παράταξης, εν αγνοία των μελών της κοινοβουλευτικής ομάδας του, ανακοίνωσε πομπωδώς ότι ο Συνασπισμός, ως κυβέρνηση, θα πριμοδοτήσει την τεκνοποιία – θα προσφέρει επίδομα μητρότητας – το κόστος του οποίου θα καλύπτεται από δημοσιονομικές περικοπές, όχι από νέους ή πρόσθετους φόρους.
Ο Συνασπισμός, υποσχόταν ο κ. Άμποτ, θα καλύψει το κόστος αυτής της γενναίας παροχής (2,7 δισεκατομμύρια δολάρια κατά τους υπολογισμούς της αντιπολίτευσης) θα καλυπτόταν από περικοπές περιττών κρατικών δαπανών, όχι από νέους ή πρόσθετους φόρους.
Το Μάρτιο ο κ. Άμποτ άλλαξε το ρυθμό του. Ανακοίνωσε, ότι το κόστος παροχής επιδόματος μητρότητας θα καλύπτεται από φόρο που θα επιβάλλει ο Συνασπισμός στις μεγάλες επιχειρήσεις της χώρας. Δηλαδή ο Συνασπισμός, ως κυβέρνηση, θα κάνει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που είχε ανακοινώσει ο αρχηγός του το Φεβρουάριο.
Ο κ. Άμποτ απέδωσε την ανασκευή της αρχικής δέσμευσής του στην καθιερωμένη συνήθεια των πολιτικών να λένε ψέματα, για να μην χάνουν τη δουλειά τους, για να μην χάνουν τη βουλευτική ή την υπουργική καρέκλα τους.
Ο υπουργός των πρώην Εργατικών κυβερνήσεων Χοκ και Κίτινγκ, ο πολύς Graham Richardson, στο βιβλίο του «Whatever it Takes» (Bantam Books, Sydney, 1994) περιγράφει το ψέμα ως υπαρξιακή ανάγκη των πολιτικών. “You have to lie to keep your job. If you have to lie, it is probably a good system” γράφει. «Πρέπει να λες ψέματα για να μην χάσεις της δουλειά σου. Αν πρέπει να λες ψέματα το σύστημα, μάλλον, είναι καλό» ήταν η εμπειρία του κ. Richardson από τα 11 χρόνια θητείας του στο κοινοπολιτειακό κοινοβούλιο.
Κατά τον κ. Richardson, ο Τόνι Άμποτ δεν πρωτοτύπησε. Ακολούθησε την πεπατημένη, την κατεστημένη πρακτική των πολιτικών να μας κοροϊδεύουν, κάποτε ενσυνείδητα και άλλοτε υπό πίεση από τα μέσα ενημέρωσης, τους πολιτικούς αντιπάλους ή από την ανάγκη επιβίωσης.
«Κάποιες φορές στην έξαψη μίας πολιτικής συζήτησης το παρατραβάμε. Λέμε υπερβολές, λέμε λόγια που δεν έχουν πρακτική αξία», είπε στον ανακριτή O’Brien ο κ. Άμποτ στην προσπάθειά του να δικαιολογήσει την ασυνέπειά του.
«Μόνο οι ήρεμες, αξιολογημένες, γραπτές δηλώσεις πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από το λαό» προσέθεσε ο κ. Άμποτ. Συμπερασματικά, λοιπόν, οι προφορικές δηλώσεις, εξαγγελίες, υποσχέσεις, δεσμεύσεις, ανακοινώσεις, διαβεβαιώσεις του κ. Άμποτ πρέπει να αγνοούνται.
Το διανοείστε; Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ομολογεί, ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει υπό πίεση, γι’ αυτό οφείλουμε να αγνοούμε οτιδήποτε λέει και να συγκρατούμε, ως σοβαρά και αληθή, όσα διαβάζει.
Ο άνθρωπος αυτός ζητά να τον ψηφίσουμε στις προσεχείς εθνικές εκλογές. Να του δώσουμε εντολή να μας κυβερνήσει. Λέει αλήθεια ή μας κοροϊδεύει; Να τον πιστέψουμε ή να τον αγνοήσουμε μέχρι να υποβάλει την παράκληση γραπτώς;
Και αν τον πάρουμε στα σοβαρά και τον εκλέξουμε πρωθυπουργό, πόσο βέβαιοι επιτρέπεται να είμαστε για την ικανότητά του να μας κυβερνήσει αποτελεσματικά, λαμβανομένου υπόψη ότι οι πρωθυπουργοί κρατών λειτουργούν υπό διαρκή πίεση; Αν ως αρχηγός της αντιπολίτευσης δεν αντέχει την πίεση και αερολογεί, πόσο βέβαιοι επιτρέπεται να είμαστε ότι θα αντέξει την πολλαπλάσια πίεση των πρωθυπουργικών καθηκόντων;
Ο λαός θα αποφασίσει ποιος από τους προαναφερόμενους χαρακτηρισμούς ταιριάζει στον αρχηγό της αντιπολίτευσης, την ημέρα των εκλογών.
Μέχρι τότε, ας μην πανηγυρίζει η κυβέρνηση για την απογύμνωση του κ. Άμποτ, διότι είναι εξ ίσου ένοχη θεματικών αναδιπλώσεων και λαθών. Έχει και η κυβέρνηση μεγάλο έλλειμμα αξιοπιστίας και ρεκόρ παλινδρομήσεων με εξέχουσα την αρχειοθέτηση της πολιτικής Εμπορίου Ρύπων.
Επιπροσθέτως, η ομολογία του κ. Άμποτ, ότι λέει και κανένα ψεματάκι για να εκμαυλίζει το λαό δεν είναι βέβαιο ότι θα κριθεί αρνητικά από το λαό. Πολύ πιθανόν, ποσοστό των ψηφοφόρων να κρίνουν «ειλικρινή» την εξομολόγηση του κ. Άμποτ, σε ένα χώρο που κυριαρχούν η ανειλικρίνεια και η υπερβολή, και να τον αμείψουν με την ψήφο τους.
«Κάποτε είχα ειπεί, ότι στην πολιτική υπερβάλλουμε όλοι, πάντα» έλεγε προχθές ο υπουργός Οικονομικών, Λίνζι Τάνερ, από τους λίγους πολιτικούς με περίσσευμα αξιοπιστίας.
Ας τον λάβουν υπόψη τους οι Εργατικοί και ας μην ποντάρουν αποκλειστικά στις αυτοκτονικές τάσεις του κ. Άμποτ. Ας διορθώσουν τα οίκου τους, πρώτα, για να δικαιούνται να ασκούν κριτική στους πολιτικούς αντιπάλους τους και να διεκδικούν με σιγουριά την ψήφο του λαού.