Είναι πολύ δύσκολη η απάντηση στην ερώτηση: «Τι είναι γλώσσα;». Βλέπετε ότι δεν ονομάσαμε γλώσσα ό,τι εννοούμε ως γλώσσα – με την οποία οι άνθρωποι επικοινωνούν – αλλά της δώσαμε το όνομα ενός ανθρώπινου οργάνου, αυτό της γλώσσας που βρίσκεται στο στόμα μας. Άρα, ονομάσαμε γλώσσα – μία καταπληκτική ανθρώπινη νοηματική λειτουργία – όχι τη «γλώσσα» αυτή, αλλά μόνο το όργανο της εκφοράς της. Δηλαδή, αυτό που εννοούμε ως γλώσσα – την ανθρώπινη επικοινωνία με νόημα και φωνή – στην πλουσιότατη ελληνική γλώσσα φαίνεται ότι δεν κατορθώσαμε να της βρούμε ξεχωριστό όνομα.
Αυτή η ανώνυμη γλώσσα, η νοητική λειτουργία και εκφορά, δεν είναι παρά μόνο ένα σύστημα συμβόλων με τα οποία οι άνθρωποι συν – εννοούνται, δηλ. συν=μαζί, εννοούμε μαζί κάτι και αυτό το σύμβολο γίνεται κοινό και επιτυγχάνεται έτσι η συνεννόηση. Με ηχητικά σύμβολα Ε + Λ + Α κάναμε αυτό που ακούγεται και λέγεται και το ονομάσαμε λέξη. Δώσαμε άλλα σύμβολα στους ήχους που τους γράψαμε και με αυτά ονομάσαμε τα γράμματα για να εν-νοούμε τα ίδια πράγματα στον κοινό κύκλο επικοινωνίας. Μετά βάλαμε τις λέξεις σε μια λογική σειρά και κάναμε τα νοήματα προτάσεις. Έτσι κωδικοποιήσαμε τη γλώσσα.
Κάθε γλώσσα που δημιούργησε ο άνθρωπος δίνει τον τόπο και το χρόνο που την τελειοποίησε ως σύστημα επικοινωνίας. Άρα, η γλώσσα δίνει την οπτική γωνία της θεώρησης του κόσμου. Λέγεται ότι η Σανσκριτική γλώσσα από όλες τις αρχαίες γλώσσες ήταν η πιο «επεξεργασμένη» και αποτελούσε πρότυπο έκφρασης και σκέψης. Ήταν μία γλώσσα, θα λέγαμε, διαμορφωμένη συμμετρικά.
Τα αρχαία Ελληνικά, όμως, ήταν γλώσσα που αφέθηκε ελεύθερη και πέταξε σε όλη τη Μεσόγειο, την Αίγυπτο και τη Μικρά Ασία και οι χρήστες της κράτησαν το γενικό κορμό στον προφορικό και αργότερα συνεπέστερα με το γραπτό τους λόγο. Το αποκορύφωμα ήταν ο 5ος αιώνας π.Χ. και ήταν τυχερή που βρήκε ικανότατους χρήστες, λογοτέχνες, ποιητές, ιστορικούς που όλοι τους την ανέβασαν σε ολύμπια ύψη νοηματικής έκφρασης και κυριάρχησε στον Μεσογειακό κόσμο.
Η Ελληνική γλώσσα – όπως και η Σανσκριτική – τελειοποίησαν ένα σύστημα γλώσσας με λέξεις νοητικής διαύγειας, έκφρασης και σύνταξης. Όλο το σύστημα της Ελληνικής με ειδικές καταλήξεις, ενικό και πληθυντικό αριθμό, αλλά και δυϊκό, όλες οι πτώσεις, οι διαθέσεις των ρημάτων, η μουσική εκφορά των λέξεων και πολλών άλλων γλωσσικών χαρακτηριστικών, έκαναν όπως φαίνεται πολυπλοκότερη την αρχαία μας γλώσσα. Επιπλέον, η Ελληνική γλώσσα αυτοδημιουργήθηκε και δεν στηρίχτηκε σε δάνειες λέξεις. Όλο το λεξιλόγιό της είναι ομοιογενές και άρρηκτο, χωρίς ξένα συστατικά. Είναι γλωσσικό κατόρθωμα το ότι κρατήθηκε «αμόλυντη» και, επιπλέον, καμία άλλη γλώσσα δεν την απείλησε για χιλιάδες χρόνια. Στο διάβα των αιώνων, όμως, άρχισε να χάνει έδαφος λόγω του ότι δεν μπορούσε να διατηρηθεί μόνη της με την προφορική παράδοση. Μπήκε, όμως, μία ιδιαίτερη τάξη κατά την Ελληνιστική Περίοδο, όταν οι λόγιοι της εποχής την πρόσεξαν περισσότερο με νέες γραμματικές, τονικούς κανόνες και αποκρυσταλλώθηκαν οι έννοιες των λέξεων, ιδίως κατά την εποχή της εξάπλωσης του χριστιανισμού, του οποίου αποτέλεσε το σπουδαιότερο όχημα. Σήμερα έχουμε καταργήσει το δυϊκό αριθμό, την ευκτική, τη δοτική, το πολυτονικό σύστημα και πάμπολλες καταλήξεις. Η νέα μας γλώσσα όπως εξελίχτηκε δεν είναι φτωχή, αλλά σε σύγκριση με την αρχαία μας, είναι φτωχότερη.
Η σημερινή παγκόσμια πλέον Αγγλική γλώσσα, στην εξάπλωσή της απομύζησε ό,τι χρησιμοποιήθηκε από την Ελληνική και Λατινική γλώσσα για να ανεβάσει το επίπεδό της και να εκφράσει ένα νέο πολιτισμό. Επιπλέον, η Αγγλική προφέρεται χωρίς κανόνες, και γράφεται, επίσης, χωρίς κανόνες, καταπνίγοντας τις ιδιαιτερότητες των γλωσσών που οικειοποιήθηκε. Το σύστημα των προθέσεων δεν λειτουργεί όπως στις πρωτότυπες και ο υποθετικός λόγος έχει σχεδόν χαθεί. Η δημιουργία νέων λέξεων δεν είναι εύκολη και η παραγωγή αυτών γίνεται με το νοητικό σύστημα των πρώτων.
Οι νεότερες γλώσσες όπως τα ρωσικά, σερβοκροατικά κ.ά., αυτοδημιουργούνται ως νέα φυτά, αλλά ακόμη δεν μπορούν να φθάσουν σε έκφραση και νοήματα τις γλώσσες που προηγήθηκαν. Διαπιστώνεται ότι στο παρελθόν οι γλώσσες απαιτούσαν περισσότερες νοητικές ικανότητες από σήμερα. Και έτσι έρχεται το ερώτημα: Αποτελεί η σημερινή κατάσταση των γλωσσικών νοητικών ικανοτήτων του ανθρώπου προοδευτική εξέλιξη ή μία σοβαρή πτώση;