Η κινητοποίηση της ομογένειας τους τελευταίους μήνες για την ένταξη της ελληνικής γλώσσας στο Πρόγραμμα Διδασκαλίας Γλωσσών σε εθνικό (Αυστραλιανό) και πολιτειακό επίπεδο, φαίνεται πως θα φέρει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.
Η επιστολή του Πρωθυπουργού Βικτωρίας John Brumby στον Πρωθυπουργό Αυστραλίας Kevin Rudd, στην οποία χαρακτηρίζει τα ελληνικά «ως γλώσσα προτεραιότητας» (NK 13/5/10), και η σύμπνοια της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, είναι ενδείξεις της απήχησης που έχει η συντονισμένη κινητοποίηση της ομογένειας.
Επιπλέον, η συστράτευση των ελληνικής καταγωγής πολιτικών για τον ίδιο σκοπό, και η συγκέντρωση χιλιάδων υπογραφών με την κυκλοφορία του Υπομνήματος που προωθεί ο Νέος Κόσμος, από τη μια προοιωνίζουν την θετική έκβαση της κινητοποίησης, και από την άλλη έρχονται ως διαβεβαίωση πως τα δίκαια αιτήματά μας βρίσκουν απήχηση μόνον όταν η προώθησή τους είναι συντονισμένη.
Είμαι βέβαιος πως στο πολιτειακό επίπεδο η φωνή μας έχει ήδη εισακουσθεί. Θεωρώ αδιανόητο ο John Brumby από τη μια να διαβεβαιώνει τον Kevin Rudd ότι τα ελληνικά είναι «γλώσσα προτεραιότητας», και από την άλλη να μην τα εντάξει στο Πρόγραμμα Διδασκαλίας Γλωσσών για τα δημόσια σχολεία της Βικτώριας. Ιδιαίτερα εν όψει των εκλογών στην Πολιτεία μας προς το τέλος του 2010.
Και η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, τώρα που οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως η δημοτικότητά της ακολουθεί πτωτική πορεία, δεν νομίζω πως θα ριψοκινδυνέψει την απώλεια της ψήφου των ομογενών.
Ας υποθέσουμε, λοιπόν, πως τα ελληνικά μπαίνουν στο Πρόγραμμα Διδασκαλίας Γλωσσών και στα δύο επίπεδα, ομοσπονδιακό και πολιτειακό. Όμως, από εκεί και μετά τι κάνουμε; Θα περιμένουμε τα σχολεία αυτομάτως να εντάξουν τη διδασκαλία της γλώσσας μας στο σχολικό τους πρόγραμμα;
Αυτό δεν πρόκειται να γίνει, γιατί κανένα σχολείο δεν προσφέρει τις οκτώ ή εννέα γλώσσες που θα περιλαμβάνονται στο Πρόγραμμα Διδασκαλίας Γλωσσών, ούτε και το Υπουργείο Παιδείας, Ομοσπονδιακό ή Πολιτειακό, υποδεικνύει στα σχολεία ποια ή ποιες από τις γλώσσες του Προγράμματος θα διδάξουν.
Η επιλογή γίνεται από τη διεύθυνση των κατά τόπους σχολείων, σε συνεργασία με τα Σχολικά Συμβούλια και την σχολική κοινότητα. Πράγμα που σημαίνει πως η ελληνική γλώσσα μπορεί να ενταχθεί στο Πρόγραμμα Διδασκαλίας Γλωσσών, αλλά να μην επιλεχθεί από τα σχολεία. Με άλλα λόγια, φαύλος κύκλος.
Αυτός ήταν ο λόγος που στη συνάντηση της 23ης Απριλίου που είχε διοργανώσει το ΣΑΕ είπα, όπως ο Βλάσης Μαυραγάνης αναφέρει στην επιστολή του (ΝΚ 13/5/10), πως «φοβάμαι μήπως κερδίσουμε τη μάχη, αλλά χάσουμε τον πόλεμο».
Ναι, η μάχη με τους γραφειοκράτες των Υπουργείων Παιδείας μπορεί να κερδηθεί, αλλά υπάρχει φόβος ο πόλεμος στο μέτωπο, δηλαδή στα κατά τόπους σχολεία, να χαθεί. Όπως, εξάλλου, συνέβη τις δύο τελευταίες δεκαετίες.
Με άλλα λόγια, θα έχουμε κερδίσει μια «πύρρειο νίκη».
ΕΠΕΙΓΕΙ Η ΕΚΠΟΝΗΣΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΔΡΑΣΗΣ
Για να αποφευχθεί το σκηνικό που περιγράφω πιο πάνω, οι φορείς που έχουν δραστηριοποιηθεί για το σκοπό αυτό θα πρέπει να στρέψουν την προσοχή τους στο πώς η γλώσσα μας θα μπει σε δημόσια σχολεία, παίρνοντας ως δεδομένη την ένταξή της στο Πρόγραμμα Διδασκαλίας Γλωσσών. Αν δεν κινηθούμε έγκαιρα προς αυτήν την κατεύθυνση, τα σχολεία θα έχουν ήδη επιλέξει τις γλώσσες που θα διδάξουν.
Υπάρχει φόβος ότι, ενώ η στρατηγική μας, με άλλα λόγια η γενική καμπάνια στο ομοσπονδιακό και πολιτειακό επίπεδο, μπορεί να φέρει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, οι τακτικές μας, δηλαδή τα επί μέρους σχέδια για την επιλογή της γλώσσας μας από συγκεκριμένα σχολεία, να αποδειχθούν ατελέσφορες.
Μιλάω για συγκεκριμένα σχολεία, γιατί βέβαια η ελληνική γλώσσα δεν πρόκειται να επιλεγεί από σχολεία της επαρχιακής Βικτώριας, ούτε από σχολεία της Μελβούρνης, στα οποία ο αριθμός των μαθητών ελληνικής καταγωγής είναι πολύ μικρός.
Τα σχολεία αυτά μάλλον θα επιλέξουν κάποια από τις ασιατικές γλώσσες, και τη γλώσσα μιας μεγάλης ευρωπαϊκής χώρας, όπως είναι η γαλλική, η γερμανική, η ιταλική και η ισπανική.
Εμείς θα πρέπει να επικεντρώσουμε τις προσπάθειές μας σε σχολεία, στα οποία οι μαθητές ελληνικής καταγωγής αποτελούν ένα σχετικά μεγάλο ποσοστό του συνόλου.
Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιήσαμε για να πείσουμε το ομοσπονδιακό και πολιτειακό Υπουργείο Παιδείας – όπως το γεγονός ότι σαν εθνοτική ομάδα είμαστε από τις μεγαλύτερες στην Αυστραλία, καθώς επίσης για την επίδραση που η ελληνική έχει ασκήσει επί της αγγλικής γλώσσας, καθώς και το πολιτισμικό της υπόβαθρο – δεν έχουν μεγάλη απήχηση στα κατά τόπους σχολεία.
Αυτά έχουν άλλα κριτήρια για την επιλογή των διδακτέων γλωσσών. Πρώτα απ’ όλα είναι υποχρεωμένα εκ των πραγμάτων να διδάξουν κάποια ασιατική γλώσσα, γιατί αυτή είναι η γραμμή της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης. Η επιλογή της δεύτερης, ή και τρίτης γλώσσας σε κάποιες περιπτώσεις, γίνεται συχνά σε συνάρτηση με την πολιτική του Σχολικού Συμβουλίου ή τις επιθυμίες των γονέων.
Επειδή στην Αυστραλία το εκπαιδευτικό σύστημα είναι αποκεντρωτικό, με την έννοια ότι τα πολιτειακά υπουργεία παιδείας δεν επιβάλλουν στα δημόσια σχολεία ένα ομοιόμορφο πρόγραμμα μαθημάτων, τα σχολεία έχουν τη δυνατότητα επιλογής κάποιων μαθημάτων, με κριτήριο τον κοινωνικό περίγυρο ή τις επιθυμίες των γονέων, ακόμα και οικονομικά κίνητρα.
Αυτοί είναι οι παράγοντες που πρέπει να λάβουμε υπόψη στο σχεδιασμό της τακτικής που θα ακολουθήσουμε, για να πείσουμε κάποια σχολεία να επιλέξουν την ελληνική, ως μια από τις γλώσσες που θα προσφέρουν στους μαθητές τους.
Ως εκ τούτου, η κινητοποίησή μας από εδώ και στο εξής θα πρέπει να εστιασθεί στις συγκεκριμένες τακτικές, με άλλα λόγια στα επί μέρους σχέδια, για την υλοποίηση του αναμενόμενου επιτεύγματος της στρατηγικής, που είναι η ένταξη της ελληνικής γλώσσας στο Πρόγραμμα Διδασκαλίας Γλωσσών.
Για τους λόγους αυτούς προέχει η «ανίχνευση» του τοπίου. Με «ανίχνευση» του τοπίου εννοώ τη διερεύνηση των ιδιαιτεροτήτων των σχολείων, που θα κριθούν ότι προσφέρουν πιθανότητες για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας.
Πρώτο μας μέλημα θα πρέπει να είναι η δημογραφική χαρτογράφηση της περιοχής, με βάση τα στοιχεία που συγκεντρώνει η Στατιστική Υπηρεσία (Australian Bureau of Statistics) από τις απογραφές πληθυσμού κάθε πενταετία.
Τα στοιχεία αυτά θα μας δείξουν το ποσοστό των οικογενειών ελληνικής καταγωγής που διαμένουν σε συγκεκριμένες περιοχές, και τον αριθμό των παιδιών κάθε οικογένειας, καθώς και τις ηλικίες τους. Με γνώμονα αυτά τα στοιχεία θα εντοπίσουμε τα σχολεία που λειτουργούν σε αυτές τις περιοχές για τα περαιτέρω.
ΣΥΝ ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΧΕΙΡΑ ΚΙΝΕΙ…
Έχοντας στη διάθεσή μας τα απαραίτητα δημογραφικά στοιχεία, μόλις ανακοινωθεί πως η γλώσσα μας έχει ενταχθεί στον κορμό των γλωσσών για διδασκαλία, θα αρχίσουν οι προσεγγίσεις στις διευθύνσεις των επιλεγμένων σχολείων, στα σχολικά συμβούλια και στους συλλόγους γονέων, όπου υπάρχουν, για να διαπραγματευθούμε την προοπτική επιλογής της ελληνικής, ως μιας από τις γλώσσες που θα προσφερθούν στους μαθητές τους.
Μια άλλη διαπραγματευτική τακτική που μπορούμε να ακολουθήσουμε είναι αυτή του οικονομικού κινήτρου. Κάποιοι από τους συλλογικούς μας φορείς που έχουν ιδιόκτητα κτίρια σε περιοχές που υπάρχουν σχολεία, τα οποία εκπληρώνουν τις παραπάνω προδιαγραφές, θα μπορούσαν να αναλάβουν την μερική κάλυψη των εξόδων για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας.
Δεν είναι λίγοι οι συλλογικοί φορείς με τη δυνατότητα να κινηθούν προς αυτήν την κατεύθυνση. Αυτή θα είναι και μια ευκαιρία για την εκπλήρωση κάποιων άρθρων των Καταστατικών τους, στα οποία σίγουρα γίνεται λόγος για την προώθηση της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού. Έτσι, για να μην μένουν μόνο εκφράσεις πρόθεσης, αλλά να υλοποιούνται κιόλας. Θα είναι και μια επένδυση στη νέα γενιά, με άλλα λόγια στα εγγόνια των μελών τους.
Ξέρω πως οι παραπάνω προτάσεις προϋποθέτουν χρόνο, προσπάθεια και οργάνωση. Και πάνω απ’ όλα καλή θέληση και σύμπνοια, με άλλα λόγια σύγκλιση σε έναν κοινό άξονα δράσης. Γιατί, για την επιτυχία των στόχων αυτών επιβάλλεται όπως οι φορείς που δραστηριοποιούνται γι’ αυτόν τον σκοπό συμπτυχθούν σε ένα σώμα.
Ας μην ξεχνάμε πως με τους κοινούς μας αγώνες είχαμε γνωρίσει τις δόξες των δεκαετιών του 1970 και 1980, την χρυσή εποχή της ελληνομάθειας, με πρώτο μεγάλο επίτευγμα τη δημιουργία Τμήματος Ελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μελβούρνης το 1974, μετά από τη διενέργεια παμπαροικιακού εράνου.
Ας μεριμνήσουμε λοιπόν, ώστε η αρχή της δεκαετίας του 2010 να γίνει η απαρχή μιας νέας, συντονισμένης, και με συγκεκριμένους στόχους εκστρατείας, για την επανάκτηση του χαμένου εδάφους, και για τη διασφάλιση των προγραμμάτων ελληνομάθειας, σε όλες τις εκφάνσεις τους, και για όλους τους αποδέκτες.