(Επ’ ευκαιρία της πρόσφατης βράβευσης του Νάνου Βαλαωρίτη – του μεγαλύτερου εν ζωή Έλληνα ποιητή, διανοητή και δημιουργού – με το Μέγα Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του, ο Δρ. Γιάννης Βασιλακάκος, αναδράμοντας στο παρελθόν, θυμάται την πρώτη γνωριμία και φιλία τους και σκιαγραφεί αδρομερώς τον μεγάλο δημιουργό αλλά και τον καθημερινό άνθρωπο. Το παρακάτω κείμενο είναι προδημοσίευση από το βιβλίο του συμπάροικου συγγραφέα «Καταθέσεις ψυχής: εκμυστηρεύσεις 25 κορυφαίων Ελλήνων συγγραφέων» που κυκλοφορεί προσεχώς στην Ελλάδα, και δημοσιεύεται για πρώτη φορά στον «Ν.Κ.»).

Όταν στις 4 Ιουλίου του ’95 έφτασα στο γραφείο του συνάδελφου νεοελληνιστή Δημήτρη Τζιόβα, στο Πανεπιστήμο του Μπέρμινγχαμ στη Βρετανία, προσκεκλημένος ως ομιλητής στο συνέδριο «Greek Modernism and Beyond» που είχε διοργανώσει ο πρώτος, μεταξύ άλλων, μου παρέδωσε κι έναν φάκελο. Ήταν μια αγγλική ποιητική συλλογή του Νάνου Βαλαωρίτη με τίτλο: «My afterlife – Guaranteed» του πρωτοποριακού και θρυλικού πλέον εκδοτικού οίκου “City Lights Books” του San Francisco, σταλμένη απ’ το Παρίσι, που συνοδευόταν από μια θερμή αφιέρωση προς εμένα, και με ημερομηνία 20-6-95. Τον κ. Βαλαωρίτη αν και τον ήξερα ως συγγραφέα – είχα μάλιστα κρατήσει στο αρχείο μου και μια συνέντευξή του στην «Ελευθεροτυπία», η οποία με είχε εντυπωσιάσει – δεν έτυχε να τον γνωρίσω προσωπικά. Γι’ αυτό και το δώρο αυτό, από ένα ζωντανό «θρύλο» των γραμμάτων μας, ήταν κάτι περισσότερο από ευχάριστη έκπληξη.

Του έστειλα μια κάρτα στην Αμερική, ευχαριστώντας τον γι’ αυτή την ευγενική του χειρονομία. Μου απάντησε με μια αντίστοιχη ωραία κάρτα της σύγχρονης Κνωσσού, με ημερομηνία 31 Δεκ.’95, και με την εξής χειρόγραφη λεζάντα: «Η σκηνή αυτή απ’ τον καιρό της Κνωσσού δεν άλλαξε και τόσο». Μου έγραφε:
«Αγαπητέ κ. Βασιλακάκο – χρόνια πολλά. Ευχαριστώ θερμά για την κάρτα σας απ’ τη μακρινή Αυστραλία. Κι εγώ εδώ στις όχτες του Ειρηνικού είμαι σε εξορία και “μακρινό ταξίδι”, όπως λέει ο ποιητής: “Και πρώτα ο Θεός έκανε το μακρινό ταξίδι.” Αυτό μας ταιριάζει εμάς τους Έλληνες – τόσο πολύ που αναρωτιόμαστε τι μας σπρώχνει εκεί από τρεις χιλιετηρίδες; Ένα μεγάλο μυστήριο – ασφαλώς. (…) Στείλτε μου γραπτά σας – την εισήγηση π.χ. στο Μπέρμινγχαμ κτλ. Πρέπει να κρατάμε επαφή εμείς οι Έλληνες – να μη χάνουμε το νήμα της Αριάδνης στο Λαβύρινθο του κόσμου. Σας εύχομαι κάθε ευτυχία για το νέο έτος. Με πολλή φιλία Νάνος Βαλαωρίτης».

 Του ξανάγραψα ένα εκτενέστερο γράμμα, αλλά κάπου εκεί κόπηκε ο κρίκος. Ίσως να μην έλαβε ποτέ αυτή μου την επιστολή, πάντως διακόπηκε η επικοινωνία μας, η οποία είχε αρχίσει τόσο εγκάρδια. Ξαναεπιχείρησα άλλες δυο φορές να επικοινωνήσω μαζί του: μία στην Αμερική και μία στην Αθήνα – αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Στο μεταξύ πληροφορήθηκα από τις εφημερίδες για την δωρεά της αλληλογραφίας του στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, κι έμαθα νέα του από κοινό μας φίλο, πανεπιστημιακό, στην Αθήνα, πρώην κάτοικο Αμερικής. Ο τελευταίος μου έδωσε και το τηλέφωνό του στην Αθήνα – γιατί αυτό που μου είχε αφήσει ο ίδιος, μαζί με το βιβλίο του, δεν το είχα μαζί μου.

Τέλη Σεπτέμβρη 2003 του ξανατηλεφώνησα. Αυτή τη φορά στάθηκα τυχερός. Τον πέτυχα και κανονίσαμε να ιδωθούμε, αφού πρώτα του εξήγησα το μπέρδεμα που είχε μεσολαβήσει. Έτσι, το πολύ θερμό, αλλά όμορφο δειλινό της Τρίτης 23 Σεπτεμβρίου 2003 επισκεπτόμουν το διαμέρισμά του στην Πατριάρχου Ιωακείμ στο Κολωνάκι. Μου άνοιξε και με υποδέχτηκε η κόρη του, οδηγώντας με στο σαλόνι. Ο πατέρας της ήταν σε μια έκτακτη σύσκεψη που είχαν οι ιδιοκτήτες της πολυκατοικίας με το διαχειριστή, ή για να εκλέξουν νέο διαχειριστή – δεν θυμάμαι ακριβώς – και δεν θ’ αργούσε.

Η κόρη του μιλούσε μόνο αγγλικά (η μητέρα της είναι Αμερικανίδα) με έντονη αμερικάνικη προφορά. Μου άρεσε το ότι βρήκα κάποιον με τον οποίο μπορούσα να μιλώ αγγλικά. Διαπίστωσα μάλιστα – με έκπληξη – ότι όσο βρισκόμουν εκτός Ελλάδος, συχνά δυσφορούσα όταν χρησιμοποιούσα την αγγλική, στην πατρίδα μου το έκανα με ιδιαίτερη απόλαυση!…

Μιλήσαμε για διάφορα θέματα, όπως τη ζωή στην Αμερική (που ήταν «φοβερά μονότονη», όπως μου είπε, και δεν της άρεσε) και αυτή στην Ελλάδα (που προτιμούσε γιατί ήταν πιο «ανθρώπινη»), την αγάπη της για την ποίηση και τη ζωγραφική (μου εκμυστηρεύτηκε ότι έγραφε κι αυτή ποίηση, αλλά δεν τολμούσε να συγκριθεί με το διάσημο πατέρα της…) και την επιθυμία του τελευταίου να πάρει το Νόμπελ – πράγμα που ο ίδιος ο ποιητής διέψευσε κατηγορηματικά – και την πρόθεσή τους να γυρίσουν μόνιμα στην Ελλάδα.

Εντύπωση μου έκανε η όλη ατμόσφαιρα. Το σαλόνι, αν και μεγάλο, ήταν τόσο ασφυκτικά γεμάτο από παλιά, βαριά έπιπλα, πίνακες, λάμπες και άλλα αντικείμενα-αντίκες και, βέβαια, πλήθος από βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες, χαρτιά, αποκόμματα παντού, σε κάθε γωνιά, σε κάθε σημείο του δωματίου, που έμοιαζε στενόχωρο. Ένας γνήσιος καλλιτεχνικός χώρος που με μετέφερε σε άλλες εποχές…

Άρχισα λίγο να δυσανασχετώ που ο κ. Βαλαωρίτης αργούσε περισσότερο απ’ ό,τι έπρεπε, τελικά όμως διαπίστωσα ότι αυτή η αργοπορία ήταν χρήσιμη. Τόσο η κουβέντα με την κόρη του όσο και η όλη ατμόσφαιρα, με προετοίμασαν με τον καλύτερο τρόπο για να γνωρίσω τον άνθρωπο «θρύλο», τον άνθρωπο που δεν είχε μόνο κληρονομήσει ένα βαρύ όνομα, αλλά και το προνόμιο να είναι συμπρωταγωνιστής στις μεγάλες λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές εξελίξεις του αιώνα μας.
 Όπως παρατηρεί ο Ντίνος Σιώτης στο «Βήμα της Κυριακής» (18-1-2004,) «Ο Νάνος Βαλαωρίτης είναι ο άνθρωπος-φαινόμενο των ελληνικών γραμμάτων του τελευταίου τρίτου του 20ού αιώνα. Από πολλές απόψεις, με το έργο του, τη στάση του και τις πράξεις του έχει χαράξει ανεξίτηλα όσο κανένας άλλος το σώμα της πρωτοποριακής ελληνικής λογοτεχνίας. Και τι δεν έχει γράψει: ποίηση, μυθιστόρημα, διήγημα, θέατρο. Ανατρεπτικός, επαναστατικός και κοσμοπολίτης, “συνέφαγε” ως ίσος με τον Αντρέ Μπρετόν στα σουρεαλιστικά μαγειρεία των Παρισίων, όπου έζησε τη δεκαετία του ’50. Επανελθών στο Κολωνάκι ίδρυσε το περιοδικό “Πάλι”, το οποίο τάραξε, από το 1963 ως το 1967, τα λιμνάζοντα ύδατα των παλαιομοντερνιστών του Οίκου Γεώργιος Κατσίμπαλης και Σία. Επί χούντας πήγε στην Αμερική όπου δίδαξε στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο Όμηρο, Θέατρο και Σουρεαλισμό. Τα τελευταία δέκα χρόνια, με το ένα πόδι στο Κολωνάκι και το άλλο στην Καλιφόρνια, “βγάζει” βιβλία με μεγάλη συχνότητα και ταχύτητα. (…)»

Τελικά ο ποιητής εμφανίσθηκε, απολογούμενος για την καθυστέρηση, αλλά είχε προκύψει κάποιο σοβαρό πρόβλημα στην πολυκατοικία που έπρεπε να ρυθμίσουν. Το πράσινο πουκάμισο και η κατάλευκη βιβλική γενειάδα του, που πήγαινε ασορτί με το λινό κοστούμι του, του προσέδιδαν μια νεανικότητα ασυνήθιστη για την ηλικία του. Παρόλα τα ογδόντα δύο χρόνια του και το ελαφρύ κύρτωμα, είχε πνευματικό σφρίγος εφήβου, αν κρίνω απ’ την όλη διάθεση, την οξύνoια αλλά και τη μνήμη του.

 Λίγο πριν ολοκληρώσουμε τη συνομιλία μας, τον ρώτησα: «Θέλετε να πάρετε το βραβείο Νόμπελ;» Και η απάντησή του αφοπλιστική: «Όχι, όχι. Δεν είμαι “νομπελίσιμος” διότι είμαι πολύ αντάρτης, δεν ακολουθώ το κατεστημένο. Αν ενδιαφερόμουνα για το Νόμπελ, δεν θα είχα βάλει υποψηφιότητα, όπως βάζουνε εδώ κάτι ψώνια συνέχεια; Είναι φοβερό!» Τέλος, όταν τον ρώτησα, πριν αναχωρήσω από το σπίτι του, αν είχε ολοκληρώσει το έργο του, βιάστηκε να μου απαντήσει αυθόρμητα, φοβούμενος μην προδικάσω την απάντηση: «Όχι, έχω πολλά αδημοσίευτα ακόμη, ιδίως πάρα πολλά ποιήματα, τα οποία δουλεύω τώρα. Δεν μπορώ να κάνω “Άπαντα” γιατί δουλεύω συνέχεια, βγάζω καινούργια». Όταν, κάπως ξαφνιασμένος, τον ρώτησα πότε θα σταματήσει κι αν υπήρχε κάποιο όριο, ήταν και πάλι απόλυτα κατηγορηματικός: «Δεν υπάρχει!» Το είπε τόσο πειστικά, σα να ξεκινούσε μόλις τώρα τη συγγραφική του περιπέτεια…

*  (Ο Δρ. Γιάννης Βασιλακάκος είναι νεοελληνιστής, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Μελβούρνης και συγγραφέας. Τα δυο τελευταία βιβλία του είναι η μετάφραση της αυτοβιογραφίας του Αυστραλού νομπελίστα Πάτρικ Γουάιτ «Ψεγάδια στον καθρέφτη», εκδ. “Τυπωθήτω”, Αθήνα 2008 και η βιογραφία του Κώστα Ταχτσή «Κώστας Ταχτσής: η αθέατη πλευρά της σελήνης», εκδ. “Ηλέκτρα”, Aθήνα 2009).