Είναι αστείο; Έτσι κι έτσι! Γελοίο;
Καθόλου. Χυδαίο; Κατηγορηµατικά όχι. Σεξουλιάρικο; Δυστυχώς όχι.

Ούτε µισό γυµνό. Ωραία κορίτσια; Δύο. Και η Ζέτα Μακρυπούλια και η Ιταλίδα Κοσίµα Κόπολα. Κουλέρ λοκάλ; Μπόλικο. Μykonos by day and night. Να σας εξηγήσω. Είναι σαν τη φράση «Give me the phone µωρή!».

Συγκριτικά µε το «Μamma mia»;
Μην ακούω βλακείες. Η Μέριλ Στριπ από µόνη της ολόκληρη και άπαιχτη κατηγορία. Τότε; Πώς να σας το πω. Ευπρεπέστατο. Θέλεις κι άλλα; Δροσερούτσικο, διασκεδαστικούτσικο, χαριτωµενούτσικο, καλούτσικο. Και εντελώς φιλελληνικό. Κάτι σαν τσάµπα – για τον ΕΟΤ – διαφηµιστικό έπος των µαγευτικών, ελληνικών παραλιών. Να ανάβουν καθηµερινά λαµπάδα στο µπόι του Νικ Γιαννόπουλος. Ο Wog Βoy, δηλαδή ο Ελληνάρας από τη Μελβούρνη της Αυστραλίας. Ο κωµικός µε τη χωρίστρα στη µέση που µε κάθε εµφάνισή του σπάει τα ταµεία. Παρέα µ’ αυτόν ο σεναριογράφος Κρις Αναστασιάδης.

Ο κυπριοαυστραλός σκηνοθέτης Πίτερ Ανδρικίδης καθώς και ο ηθοποιός Αλεξ Δηµητριάδης που το 1998 στην περιθωριακή ταινία της Αννας Κόκκινος «Ηead Οn» έδωσε ρέστα. Η µισή κινηµατογραφική ελληνική παροικία της Αυστραλίας εισβάλλει για βοήθεια στη µητέρα πατρίδα. Να ‘ναι καλά. Τους το χρωστάµε. Το ίδιο συµβαίνει και µε το στόρι των «Κings of Μykonos». Δύο αυστραλοχαβαλέδες καταφθάνουν στο ηµιανεξάρτητο κρατίδιο της Μυκόνου. Ένα ντουέτο που µοιάζει µε λαϊκό φλιπ σάιντ του Διεθνούς Νοµισµατικού Ταµείου. Η αρχή λαµβάνει χώρα σε µια κηδεία.

Όπου ευτραφής και κλασικός Ελληνάρας, δηλαδή ο άπαικτος και καλύτερος όλων Δηµήτρης Σταρόβας – ο οποίος από µόνος του συνιστά ατελείωτο ανέκδοτο γιατί στα κύτταρά του τρέχει ο ορισµός της κωµωδίας «ο χαρακτήρας πρέπει να αγνοεί πως είναι γελοίος και αστείος» – τηλεφωνεί στον µοναδικό κληρονόµο µιας ολόκληρης παραλίας που ο εκλιπών θείος την άφησε στο ανιψούδι του στην Αυστραλία. Τα αγγλικά του Σταρόβα και το ψυχρό ύφος που τα εκφέρει σε κάνουν να σούρνεσαι από τα γέλια «Stavros Κaramitsis please». Ο εν λόγω Καραµήτσης είναι ένας κοντοστούπης σµιχτοφρύδης που πάνω στις πινακίδες ενός παλιού αµερικανικού σαράβαλου έχει χαράξει τις λέξεις «Wog Βoy». Τουτέστιν Ελληνάρας. Για να µην τα πολυλογώ, ο Στιβ παρέα µε τη φιλάρα του τον Φρανκ καταφθάνουν στο νησί και µέσα στους πρώτους τύπους που συναντάνε είναι κάποιος Πιερλουίτζι µε ρεκόρ 43 γκόµενες τον µήνα. Το ζήτηµα σοβαρό. Διότι αµφότεροι οι Λεµπόφσκι from Αustralia περιφέρουν το βλέµµα τους ανάµεσα στα άνωθεν και τα οπίσθια κάθε θηλυκής γάτας.

Έτσι ο µεν Σταύρος, ο Στιβ που λέγαµε, πέφτει πάνω στη Ζωή (στη Μακρυπούλια ντε). Η οποία άδει νταλκάδες στις «Εφτά αµαρτίες». Μια νυχτερινή πίστα του αρραβωνιαστικού της, που ανάµεσα στα ατελείωτα περιουσιακά του στοιχεία περιλαµβάνονται µια βιλάρα παρέα µε γιγαντιαία πισινάρα, καµιά δεκαριά Ρorsche όλων των παραλλαγών και εν γένει η µισή Μύκονος παρακαλώ. «Αυτός είναι ο Χιου Χεφνέπουλος», σχολιάζει ο λιγούρης ο Φρανκ, η φιλάρα του Στιβ. Ετσι οι δύο Ελληνοαυστραλοί αρχίζουν να µαθαίνουν και να αποκωδικοποιούν τα GreeΚonomics. Διότι τίνι τρόπω αυτός ο νυχτόβιος µε τα χαϊµαλιά και τις καδένες απέκτησε επικών διαστάσεων χρήµα; Παραλλήλως ο Φρανκ είναι κολληµένος – νοερώς φυσικά – σε ένα µωρό από την Ιταλία µε το όνοµα Ενζα Πατσίλο (Κοσίµα Κόπολα – του σκηνοθέτη ή του διάσηµου κοµµωτή του Μιλάνου; Θα σας γελάσω) και η οποία αρνείται πεισµατικά να δοκιµάσει έστω για µία νύχτα, λίγο αρσενικό τσιτσί. Παρθένος από Μύκονο!

Δύο ταχυτήτων το στενό µαρκάρισµα.
Από τη µια το µυαλό τους στη Μακρυπούλια και την Κόπολα. Και ποιανού αρσενικού δεν θα ήταν. Από την άλλη ο Ελλην Χεφνέπουλος οργανώνει συνωµοσία µε συµπαραστάτες Εφορία, Αστυνοµία και ολόκληρη σχεδόν τη µυκονιάτικη λαϊκή «συµµορία» να αρπάξει για ένα κοµµάτι ψωµί την παραλία του Σταύρου από την Αυστραλία. Κάπου εκεί οι δύο Λεµπόφσκι αρχίζουν να µοιάζουν µε Ροµπέν των δασών για τη σωτηρία της ελληνικής οικονοµίας. Όλα παίζονται σ’ ένα αυτοσχέδιο ράλι. Με µια κόντρα ανάµεσα στην Ρorsche Carrera του Χεφνέπουλου και την Ρontiac Catalina του Στιβ.

Ο νικητής τα παίρνει όλα. Και το κορίτσι και την παραλία. Τουτέστιν και τη Μακρυπούλια και τη Μύκονο.

Τα σύµβολα απλά να τα καταλάβει και το τελευταίο στασίδι στον τρίτο εξώστη. Η αρχαία Ελλάδα µε τα µνηµεία.

Η νέα µε θάλασσα, παραλία και παρασιτική οικονοµία. Η σωτηρία µόνο από τους έλληνες της διασποράς. Σωστός ο Νικ Γιαννόπουλος. Με επιµύθιο η Ελλάδα ανήκει στους φτωχούς Ελληνες. Από το στόµα σου και στου θεού τ’ αυτί. Κατά τα’ άλλα η σκηνοθεσία στρωτή. Ο χαβαλές συγκρατηµένος. Οι χώροι κλασικοί.

Τα καλαµπούρια άλλοτε να γελάς («go ρε, go είπα», καθώς «give me the phone µωρή») και άλλοτε να χαµογελάς. Τα κορίτσια λάµπουν. Και καλύτερος όλων ο Σταρόβας µε δεύτερο τον Νικ Γιαννόπουλο. Και το musical φινάλε χωρίς φανφάρες. Εν ολίγοις περνάει η ώρα και από πάνω διαφηµίζεται η κατεστραμμένη χώρα!