«Έτσι θέλω να με θυμάστε»

Ομολογώ ότι με τον Χρήστο Μουρίκη δεν είχα πάντα και τις αγαθότερες σχέσεις. Εργαστήκαμε μαζί χρόνια πολλά, υπήρχε σεβασμός, αλληλοεκτίμηση, αλλά και μια ανεξήγητη δυσπιστία εκ μέρους του προς το πρόσωπό μου. Με έβλεπε πάντα ως τον «άνθρωπο του Γκόγκου».

Και τις απόψεις του αυτές για μένα τις έχει καταθέσει πολλές φορές και εγγράφως από διάφορα έντυπα.

Το παράδοξο είναι ότι, ενώ μου ασκούσε την σκληρότερη κριτική, συγχρόνως, έδειχνε να με εκτιμά και να με υπολογίζει.
Τέλος πάντων, η σχέση μας πέρασε από σαράντα κύματα…

Τα τελευταία χρόνια η επικοινωνία μας ήταν κυρίως ηλεκτρονική. Μου έστελνε σημειώματα μαζί με πύρινα άρθρα κατά του «Νέου Κόσμου» (χωρίς να με εξαιρεί) και παραγόντων της Κοινότητας, για την Αρχιεπισκοπή…

Όταν ενημερώθηκα για την δοκιμασία του, στεναχωρήθηκα πολύ. Μια μέρα, μαζί με τον Μπάμπη Σταυρόπουλο, τον επισκεφθήκαμε στο νοσοκομείο. Φιληθήκαμε, συγκινηθήκαμε και άρχισε να μας μιλά για την περιπέτειά του. Σωστός χείμαρρος…  Από πού αντλούσε τόση δύναμη και τόσο θάρρος;
Μου γεννήθηκε τότε η επιθυμία να του πάρω μια συνέντευξη. Μια ηχογραφημένη συνέντευξη για το ραδιόφωνο της SBS, για να μείνουν οι απόψεις του και η φωνή του ως ένα ιστορικό ντοκουμέντο, μιας και ο Χρήστος Μουρίκης υπήρξε μια ιστορική φυσιογνωμία της παροικίας μας και τη σημάδεψε καθοριστικά τα τελευταία 55 χρόνια.

Την επόμενη φορά που ήταν να τον επισκεφθεί ο Μπάμπης Σταυρόπουλος στο νοσοκομείο, πήγα και εγώ «λαθραία» μαζί του, εφοδιασμένος με το κασετόφωνο.
Του είπα ότι εκεί, πάνω στο κρεβάτι του πόνου και με τις μάσκες του οξυγόνου, θα ήθελα να μου μιλήσει για την μάχη του με τον καρκίνο και τη ζωή του.
Με κοίταξε στα μάτια, βούρκωσε ξανά και μου είπε: «Μα αφού μου το ζητάς εσύ, Σωτήρη, πώς να το αρνηθώ».
Η κουβέντα μας, που ήταν συναισθηματικά φορτισμένη, μεταδόθηκε από το ελληνικό πρόγραμμα της SBS. Πολλές φορές η φωνή του Χρήστου έσπασε. Βούρκωσε ο ίδιος, βούρκωσα και εγώ, η γυναίκα του η Ειρήνη, ο ανιψιός του ο Βαγγέλης, που είχε έρθει από την Ελλάδα και ο (συνήθως ψύχραιμος) Μπάμπης…
 Διαβάζουμε, λοιπόν, όσα κατέγραψε το κασετόφωνο. Μια απλή συνομιλία μεταξύ δυο συναδέλφων επί 30 και πλέον χρόνια. Λέξεις απλές, ουσιαστικές, χωρίς «φκιασίδια», αλλά με πολύ συναίσθημα…

– Χρήστο, πριν λίγο, μόλις μπήκαμε εδώ στο δωμάτιο, μάς είπες ότι γράφεις «Το εικοσιτετράωρο του καρκινοπαθή». Τι ακριβώς γράφεις;
– Είδες, μόλις μπήκες μέσα, έβγαλες την είδηση ότι γράφω «Το εικοσιτετράωρο του καρκινοπαθή». Ναι, δηλαδή, αυτό που θέλω να πω, είναι ότι γράφω, όσο μπορώ, την εμπειρία μου από τη διαδρομή μου σε μερικά από τα αυστραλιανά νοσοκομεία, τα νοσοκομεία της πόλης μας, όπου υποχρεώθηκα να καταφύγω μετά από αυτή την περιπέτεια που έχω, η οποία περιπέτεια, βέβαια, πάει πίσω, ή πάει και πολύ πίσω…

– Πόσο πίσω πάει, για να πάρουμε λίγο τα πράγματα από την αρχή;
– Όταν έφτασα στην Αυστραλία το 1954, αναζήτησα κι εγώ μαζί με τον μακαρίτη τον αδελφό μου, τον Αντώνη, εργασία οπουδήποτε θα μπορούσαμε να βρούμε, με ένα αξιοπρεπές μεροκάματο. Καταλήξαμε μετά από δύο χρόνια στο λιμάνι του Σίδνεϊ, ως λιμενεργάτες. Ποτέ στη ζωή μας δεν φανταστήκαμε τους εαυτούς μας λιμενεργάτες. Ούτε τους όρους γνωρίζαμε, ούτε τη σημασία τους. Εν πάση περιπτώσει, εκεί καταλήξαμε, και, φορτώνοντας τα πλοία στο λιμάνι του Σίδνεϊ και ξεφορτώνοντάς τα, πέσαμε επάνω στην κατάρα της εποχής εκείνης – τον ασβέστη – ή τον αμίαντο όπως λέμε στα ελληνικά. Κανείς μας δεν ήξερε τι αντιπροσωπεύει, τι κινδύνους αντιπροσώπευε για την υγεία του ανθρώπου, που ερχόταν σε επαφή μαζί του. Τελικά, τόσο ο μακαρίτης ο αδελφός μου, ο αγαπημένος μου αδελφός Αντώνης, 4 χρόνια μεγαλύτερος, πέθανε εδώ και πέντε χρόνια ακριβώς από τον αμίαντο, που μετατράπηκε σε λευχαιμία.

– Εσύ, πότε για πρώτη φορά διέγνωσες ότι υπήρξες, επίσης, θύμα του αμίαντου;
– Το 1998 είχα πάει στους γιατρούς για να βγάλω ακτίνες για την πλάτη μου, για την σπονδυλική στήλη, για τους γνωστούς σε όλους μας πόνους και ανησυχίες που, πολλές φορές, δεν μας αφήνουν να κινηθούμε, να κάνουμε ένα βήμα. Τότε, οι γιατροί μου λένε, καλά, η σπονδυλική στήλη έχει μειωθεί, έχει αδυνατίσει, κλπ., αλλά αυτό που έχεις πρόβλημα είναι ο αμίαντος. Εγώ τότε το έμαθα για πρώτη φορά ότι έχω καρκίνο, αλλά μου λένε οι σπεσιαλίστες, δεν χρειάζεται να κάνεις οτιδήποτε, αφού δεν εκδηλώθηκε μέχρι τώρα, μάλλον δεν θα εκδηλωθεί. Λοιπόν, μέσα σε δέκα χρόνια αργότερα εκδηλώθηκε και θερίζει. Είναι ασυγκράτητος, αθεράπευτος… ας πούμε και βασανιστικός.

– Φαντάζομαι ότι στο διάστημα αυτό που διαπίστωσες ότι έχεις υπάρξει κι εσύ θύμα του καρκίνου, θα ασχολήθηκες πιο εντατικά με το όλο ζήτημα, έτσι; Θα ήθελα να μου πεις σε τι βαθμό έχει χτυπήσει ο αμίαντος εργαζόμενους εδώ στην Αυστραλία…
– Τρομερά μεγάλο. Και στο Σίδνεϊ και στην Βικτώρια και σε άλλες Πολιτείες αλλά και σε άλλες περιοχές της χώρας.
 Η Αυστραλία εισήγαγε αμίαντο για τις ανάγκες της, τις ανάγκες εκείνης της εποχής που βασίζονταν στον αμίαντο, αλλά και εξήγαγε, για να καλύψει ανάγκες χωρών της περιοχής και ιδιαίτερα των νησιών γύρω τριγύρω…. Πολλές εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες λιμενεργάτες χτυπήθηκαν, δεδομένου ότι την εποχή που εγώ κι ο αδελφός μου ήμασταν λιμενεργάτες, στα λιμάνια της Αυστραλίας εργάζονταν 22.000 άνθρωποι ως λιμενεργάτες και πολλές άλλες χιλιάδες με άλλες ιδιότητες.
 Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση εκείνη την εποχή, δεν είχε λάβει κανένα μέτρο.
 Καμία κυβέρνηση, καμία υπηρεσία, κανένας αρμόδιος, καμία προειδοποίηση έστω, δεν υπήρχε πουθενά που να λέει «παιδιά, προσοχή, αυτό το πράμα είναι θάνατος», από πουθενά, τίποτα.
 Τώρα η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση έρχεται να καλύψει με ψευτοχιλιάρικα τον πόνο  από τον οποίο υποφέρουν χιλιάδες άνθρωποι, και χιλιάδες οικογένειες από την μία άκρη της Αυστραλίας μέχρι την άλλη και στις οποίες συμβολικά εκφράζω την συμπαράστασή μου, την αγάπη μου και την κατανόησή μου…

– Το ’98 λοιπόν για πρώτη φορά διέγνωσες ότι έχεις καρκίνο. Πότε άρχισε να εκδηλώνεται μέσα σου; Πώς το δέχτηκες εσύ;
– Τον Φεβρουάριο-Μάρτιο 2009 κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά, πήγα στο γιατρό ο οποίος διαπίστωσε ότι τα πνευμόνια μου άρχισαν να παράγουν ένα ύποπτο υγρό, και το υγρό αυτό ήταν συνέπεια του καρκίνου. Αφαιρέθηκε με βασανιστικό τρόπο το υγρό, αλλά αυτό είναι ένα μικρό βήμα για μία μικρή ανακούφιση. Ούτε γιάτρεμα δεν μπορείς να το πεις, ούτε τίποτε. Δεν παίρνει γιάτρεμα. Παίρνει πάλεμα. Παίρνει πάλεμα, ώσπου να σταθείς λίγο στα πόδια σου, αν τα καταφέρεις. Τώρα με ρωτάς πώς το αντιμετώπισα…

– Θα επεκτείνω λίγο την ερώτηση, γιατί και την προηγούμενη φορά που σε είδα, σε είχα ρωτήσει το ίδιο πράγμα. Σε βλέπω και τώρα να δείχνεις ένα φοβερό σθένος, μια φοβερή μαχητικότητα, τρομερή αξιοπρέπεια και, την ίδια στιγμή, να είσαι και πολύ κυνικός. Δείχνεις να έχεις πλήρη επίγνωση της κατάστασης. Πώς συμβιβάζονται όλα αυτά; Από πού αντλείς τη δύναμη;
– Εγώ είμαι, αν μου επιτρέπεις να πω, μία αντιηρωική ιδιοσυγκρασία. Ούτε τον ήρωα κάνω, ούτε τον ήρωα παριστάνω, ούτε τίποτε. Είμαι ένας απλός άνθρωπος. Αν με θυμηθεί κανείς στο μέλλον, θέλω να με θυμούνται σαν ένα μέλος της Ένωσης Λιμενεργατών Αυστραλίας, αλλά και σαν έναν απλό συμπάροικο, σαν Χρήστο Μουρίκη, μέλος της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης, διαγραμμένος. Έτσι θέλω να με θυμούνται.

Εντάξει. Σου ανακοινώνει ο γιατρός, όπως έχει καθήκον, με ειλικρίνεια, ότι «κοίταξε να δεις, έχεις καρκίνο, και δεν θεραπεύεται». Ευχαριστώ, γιατρέ, τι άλλο έχετε να μου πείτε; Μου λέει, αυτό που μπορώ να σας πω είναι ότι θα κάνουμε ό,τι μπορούμε να κάνουμε prolong – να παρατείνουμε τη ζωή. Αν μπορούμε να την παρατείνουμε όσο γίνεται. Λέω αυτό είναι ωραίο. Η ζωή, έστω και με λίγη παράταση, είναι πάρα πολύ όμορφο πράγμα. Να τη ζει κανείς. Και μένα όλα αυτά συνέπεσαν σε μία περίοδο όπου ήρθε πρώτα η πολύ χαριτωμένη, μα πάρα πολύ χαριτωμένη, σάς λέω, εγγονή μου, η Ηλιάνα μου, και τώρα προχθές ήρθε ο εγγονός μου, ο Χρήστος. Η Ηλιάνα είναι του Αιμίλιου. Ο Χρηστάκης είναι του Αλέξανδρου και της Σοφίας.

Τα αγαπημένα μου παιδιά δεν μπορούσαν να κάνουν καλύτερο πράγμα σ’ αυτές τις στιγμές. Τους ευχαριστώ και να μας ζήσουν τα παιδάκια μας. Να ζήσουν τα παιδάκια όλης της παροικίας, όλου του κόσμου, σε καλύτερες συνθήκες από αυτές που ζήσαμε και ζούμε εμείς. Βέβαια, εγώ είχα συμπαραστάτη όλη μου την οικογένεια, μαζί μου. Σας το λέω μέσα από την καρδιά μου. Πως δεν ξέρω ποια θα ήταν η κατάσταση χωρίς αυτή τη συμπαράσταση συγγενών, φίλων – πολλών φίλων. Ο πρώτος άνθρωπος που με επισκέφθηκε στο νοσοκομείο αμέσως μόλις μπήκα ήταν ένας Έλληνας ιερέας της Μελβούρνης κι απ’ αυτούς που δεν τα πάω και πάρα πολύ καλά μαζί τους.

– Αυτή ήταν και η παρατήρησή μου τις τελευταίες εβδομάδες που έγινε ευρύτατα γνωστό ότι περνάς μια δοκιμασία. Τουλάχιστον στην εφημερίδα εισπράξαμε μεγάλο ενδιαφέρον και αγάπη του κόσμου για σένα, φαντάζομαι να έφτασε και ώς εσένα εδώ.
– Ναι, εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου, την αγάπη μου και το σεβασμό μου σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Επήραμε κάρτες, εδώ είναι η Ειρήνη, επήραμε κάρτες από το Queensland, από άλλα μέρη της Αυστραλίας, από γυναίκες και άντρες που με αποκαλούνε με ονόματα που δεν τα είχα ακούσει ποτέ – μέσα από τον Παλαμά – δεν τα είχα ακούσει ποτέ στη ζωή μου και δεν τα περίμενα. Αυτή είναι δική τους ευγένεια, η δική τους χαρά και αγάπη. Μου φαίνεται όμως ότι είναι κι ένας άλλος παράγοντας. Ακούγοντας ο άλλος τη λέξη «καρκίνος», αμέσως τοποθετείται με την μεριά του θύματος. Δεν κάνει διάκριση, ακόμα και να μην είναι ενθουσιασμένος με αυτόν για τον οποίον μιλάει. Να το δεις. Εκεί, ναι, μπροστά στην ιδέα του θανάτου όλα τα άλλα πάνε πίσω.

– Τώρα πώς αισθάνεσαι;
– Ιδιαίτερα σήμερα, Σωτήρη, αισθάνομαι αρκετά καλά σε σύγκριση με προηγούμενες μέρες. Δηλαδή, δεν ξέρω πώς είναι ο τόνος της φωνής μου, αλλά είπαμε, χωρίς ψευδαισθήσεις παλεύουμε για ακόμα μια αναπνοή ζωής.

– Να επιστρέψουμε στο «εικοσιτετράωρο»…  Τι ακριβώς γράφεις εκεί;
– Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ο κόσμος που συναντάς στους θαλάμους, στους διαδρόμους, στα δωμάτια των νοσοκομείων. Κόσμος από κάθε γωνιά της γης, κόσμος που είναι είτε γιατροί, θεραπευτές, νοσοκόμοι, μαθητευόμενοι… ό,τι θέλεις, και μέσα σ’ αυτούς, πάρα πολλοί Έλληνες. Έπειτα είναι και οι ασθενείς. Δεν ξέρεις σε ποιο διπλανό κρεβάτι είναι συμπατριώτης ή συμπατριώτισσά σου. Και σε κάποια στιγμή, που το ανακαλύπτεις, πιάνεις κουβέντα και νιώθεις την ανθρώπινη συμπάθεια να σε πλημμυρίζει. Ξεχνάς οτιδήποτε άλλο. Όταν οι δυνάμεις μού το επέτρεπαν κρατούσα και κάποιες μικροσημειώσεις. Υποθέτω ότι είναι μπερδεμένες, αλλά εν πάση περιπτώσει, κάτι μπορεί να βγει. Θα ήθελα να το αφιερώσω στο «Νέο Κόσμο» για όλα τα χρόνια τα καλά και τα όμορφα, τα πικρά και τα δύσμοιρα που πέρασα στο «Νέο Κόσμο».

Ο «Νέος Κόσμος» δεν θα σβήσει ποτέ και με τίποτε από την ιστορία της παροικίας. Αυτό το φύλλο, το χαρτί πάνω στο οποίο γράφτηκε το όνομα «Νέος Κόσμος», αυτό ανήκει πλέον στην ιστορία. Ανήκει στην ιστορία, ανήκει στην παροικία και μόνο σεβασμό πρέπει να έχει απ’ όλους. Αυτοί που δεν το σέβονται, ας λογοδοτήσουν με τη συνείδησή τους. Αυτοί που το σέβονται, ας κάνουν κι αυτοί το καθήκον τους. Εγώ παίρνω μαζί μου τον «Νέο Κόσμο» των αγώνων της νιότης μας, των αγώνων των ιδανικών μας, των όμορφων στιγμών, που τρέχαμε στους δρόμους της Μελβούρνης να μαζέψουμε διπλοσέλινα για να ανοίξει η έδρα Νεοελληνικών στο Πανεπιστήμιο Μελβούρνης. Όταν τρέχαμε στους δρόμους της Μελβούρνης για να μαζέψουμε διπλοσέλινα για το Κίνημα Ειρήνης, όταν τρέχαμε στους δρόμους της Μελβούρνης για να μαζέψουμε διπλοσέλινα για τις οικογένειες των πολιτικών κρατουμένων της Ελλάδας, όταν τρέχαμε στους δρόμους της Μελβούρνης για να μπορούμε να φωνάξουμε «Λευτεριά στην Κούβα» και το κάναμε πολύ, κι ήταν αυτό, το πιο όμορφο όνομα που αφήσαμε στην ελληνική παροικία, στον ελληνισμό, που τον αγαπήσαμε και τον παίρνουμε μαζί μας.

– Χρήστο, πριν λίγο μίλησες για παράταση ζωής. Λέω όλοι μας ευχόμαστε παράταση και σε σένα και σε μας και σε όλους να είναι μεγάλη και καλή. Εσύ όταν την έχεις αυτή την παράταση τι θα ‘θελες να ολοκληρώσεις;
– Θα ήθελα να γύριζα στο δωμάτιό μου, στο σπίτι μας, να βγάζω φωνές στην…  Ειρήνη και μετά να τακτοποιώ τα χαρτιά μου. Υπάρχουν κοντά στις 5.000 σημειώσεις και για σας και για πολλούς άλλους στην παροικία που θα ήθελα να καθαρογραφτούν και να μπορούνε να αποκτήσουν ένα πιο σημαντικό νόημα και να βγουν και προς τα έξω. Να συγκρουστούν με άλλες απόψεις, να ‘ρθουν στα χέρια, να συγκρουστούν. Η σύγκρουση είναι ωραίο πράμα. Η σύγκρουση είναι η καλύτερη, χωρίς τη σύγκρουση η αλήθεια δεν βγαίνει στην κορυφή. Να συγκρουστούν οι ταπεινές απόψεις οι δικές μου με τις άλλες απόψεις, για το καλό πάντα της παροικίας, του συνόλου μας, για το καλό της Κοινότητας. Η μόνη οργάνωση που αξίζει ο ελληνισμός και θυσίες να κάνει γι’ αυτήν. Μην εγκαταλείψετε, Έλληνες της Μελβούρνης, μην εγκαταλείψετε την Κοινότητα. Σταθείτε δίπλα της. Δεν πειράζει που έχει διαγραμμένο τον Μουρίκη. Θα το δει το λάθος κάποτε και θα το διορθώσει, αλλά εσείς, συμπάροικοι, συμπαρασταθείτε στην Κοινότητά μας, ιδιαίτερα τώρα που τα πράγματα είναι δύσκολα.

– Μία τελευταία ερώτηση. Στην περασμένη συνάντησή μας, μίλησες για κάτι έγγραφα που κοιτούσες και σε είχαν συγκλονίσει. Το ένα ήταν μια υπογραφή του πατέρα σου και τ’ άλλο ένα γράμμα, νομίζω, από μια αρμόδια υπηρεσία της Νέας Νότιας Ουαλίας. Έτσι, θύμισέ μας πολύ σύντομα…
– Όχι, ρε παιδιά, δεν είναι τίποτα σπουδαίο…  Όταν έφυγα από την Ελλάδα για μετανάστης, επειδή ήμουν, λέει, ανήλικος, έπρεπε να έχω τη συγκατάθεση του πατέρα μου, αλλά επειδή δεν μπορούσε να υπογράψει, αφού, όπως και εγώ, ήτανε αγράμματος, ο πρόεδρος της Κοινότητας, ο θείος μου, ο Παναγιώτης ο Φαραντούρης, θείος και της Μαρίας της Φαραντούρη, τον έβαλε και υπέγραψε με την γνωστή μέθοδο εκείνης της εποχής, μ’ έναν σταυρό. Έβαλε αντί για το όνομα έναν σταυρό και μού είπε «Πήγαινε παιδί μου στην ευχή μου». Τι άλλο να μου δώσει; Αυτό είχε, αυτό μού έδωσε.

Τέλος, πριν λίγους μήνες πήραμε ένα χαρτί από το Σίδνεϊ, από το λεγόμενο Dust Board of New South Wales, δηλαδή η υπηρεσία που ασχολείται με τα θέματα σκόνης και υγείας στον άνθρωπο, τον εργαζόμενο. Εξέτασε το Dust Board την υπόθεσή μου, και η απόφαση συνοψίζεται σε τρεις λέξεις που γράφουν στην αρχή του επίσημου γράμματός τους, ότι «the following person is completely» ανίκανος. Δηλαδή, από κείνο το σταυρό του πατέρα μου μέχρι την υπογραφή αυτών των ανθρώπων ότι είμαι εντελώς ακατάλληλος πλέον για οτιδήποτε, ανίκανος. Εντελώς ανίκανος προς εργασία ή οτιδήποτε. Από το ένα μέχρι το άλλο υπάρχει ένα connection, υπάρχει ένα νόημα, υπάρχουν κάμποσα χρόνια ζωής.

– Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ που κάτω από αυτές τις ιδιαίτερα δύσκολες ώρες δέχτηκες να μοιραστείς κάποιες σκέψεις μαζί μας και σου εύχομαι από καρδιάς και φαντάζομαι κι εκ μέρους όλης της ελληνικής παροικίας, κουράγιο.
– Ευχαριστώ, εσένα προσωπικά, Σωτήρη, την αγαπημένη μας ελληνική παροικία, που πρέπει πάντοτε να την σεβόμαστε και κάθε έναν,  που μας ακούει αυτή τη στιγμή και σήμερα συμμερίζεται την κατάστασή μας, να έχετε όλοι υγεία.