Tον επίλογο του παραλόγου, φαίνεται να ζουν πολλοί ηλικιωμένοι, ανάμεσά τους και αρκετοί συμπάροικοι, στο τελευταίο κεφάλαιο της ζωής τους.
Πέρα από τις αιματηρές οικονομίες, για να μπορέσουν να επιβιώσουν σε μια καθημερινότητα που γίνεται όλο και πιο παράλογη, αντιμετωπίζουν την απειλή να φύγουν αναγκαστικά από το σπίτι τους. Να το πουλήσουν, θα ήταν μια κομψότερη ίσως έκφραση, αυτό, όμως, δεν αλλάζει, στο ελάχιστο, το γεγονός ότι η έξοδος είναι αναγκαστική.
Η κάθετη αύξηση των δημοτικών τελών, τα τελευταία χρόνια, απειλεί να τους πετάξει κακήν κακώς έξω από την οικογενειακή εστία. Από το σπίτι που αρκετοί αγόρασαν με στερήσεις, δουλεύοντας υπερωρίες σε σκληρές και άχαρες δουλειές, που ξεπλήρωσαν μετά από μεγάλο αγώνα, που εκεί μέσα απόκτησαν και ανάθρεψαν τα παιδιά τους και μετά τα είδαν να παντρεύονται και να δημιουργούν τη δική τους οικογένεια. Εκεί μέσα έδωσαν, σε πολλές περιπτώσεις, «λόγο» τα παιδιά, έκαναν τον αρραβώνα, κι αργότερα έντυσαν τη νύφη ή το γαμπρό. Εκεί πέρασε το κατώφλι, στην πρώτη του έξοδο, το πρώτο τους εγγόνι. Σήμερα το σπίτι αυτό, είναι και το σπίτι των εγγονιών, που έρχονται να περάσουν ώρες με τον παππού και τη γιαγιά.
Σε πολλές περιπτώσεις που και οι δυο γονείς των παιδιών εργάζονται, τα εγγόνια περνούν περισσότερες ώρες στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς, παρά στο δικό τους.
Ο ρόλος του παππού και της γιαγιάς, σε πολλές οικογένειες, πάει πέρα από το μαγείρεμα του αγαπημένου φαγητού των παιδιών, δύο φορές την εβδομάδα, το οικογενειακό τραπέζι το Σαββατοκύριακο ή τις απλές επισκέψεις. Αυτό είναι γνωστό. Εκείνο το οποίο κρύβεται από πολλούς, κάτω από το χαλί, είναι τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν και που δεν θέλουν να βαρύνουν τη ζωή των παιδιών τους μ’ αυτά.
Όπως θα πει συμπάροικος, που επιθυμεί να μείνει ανώνυμος, «το σπίτι δεν τρώγεται. Αλλοίμονο, αν ύστερα από τόσα χρόνια στη ξενιτιά – νέοι είμαστε και γεράσαμε – να μη δικαιούμαστε να μείνουμε στο σπίτι μας. H δημαρχία, ανεξέλεγκτα, ανεβάζει τα τέλη, σύμφωνα με όσα της χρειάζονται. Είναι λογικό; Να αναγκαζόμαστε, στη δύση της ζωής μας, να ξεσπιτωθούμε γιατί συμβαίνει να έχουμε ένα σπιτάκι εκεί που η γη πήρε μεγάλη αξία. Όταν αγοράσαμε το σπίτι μας, πριν 50 χρόνια, στο Περάν, όλη σχεδόν η γειτονιά ήταν Έλληνες μετανάστες. Ήταν μια εργατική περιοχή που την προτιμούσαν οι Έλληνες, γιατί είχε πολλά εργοστάσια και καλή συγκοινωνία. Σήμερα, ήλθαν οι γιάπηδες, οι νεόπλουτοι Αυστραλοί και πληρώνουν όσα–όσα για κάτι καλυβάκια, απλώς γιατί είναι κοντά στο κέντρο και, κυρίως, γιατί είναι της μόδας σήμερα να μένεις στα εσωτερικά προάστια».
Όλα αυτά γνωστά, για όσους όμως ζουν τις συνέπειες των δημογραφικών αλλαγών και του νεοπλουτισμού, οι νέες τάσεις, είναι εφιαλτικές, μιας και απειλούν να τους πετάξουν έξω από το ίδιο τους το σπίτι.
ΑΧΡΗΣΤΗ ΑΞΙΑ
«Τί να την κάνω την αξία που πήρε το σπίτι μου; Να φύγω να πάω πού;» θα πει ένα ζευγάρι συμπαροίκων, η Έφη και ο Γιώργος Λακουμέντας, που δεν είχαν πρόβλημα με τη δημοσιότητα που δόθηκε στο πρόβλημά τους από την εφημερίδα «The Age» του Σαββάτου.
Είναι, όπως αναφέρεται, το πρώτο σπίτι που αγόρασαν, όταν έφτασαν το 1955 στη Μελβούρνη, σε εσωτερικό προάστιο, όπου η αξία του μέσου σπιτιού σήμερα έχει αναρριχηθεί στο $1.15εκατ.
«Εδώ είναι όλη μου η ζωή», θα πει επιγραμματικά η 73χρονη Έφη Λακουμέντα. «Εδώ απόκτησα και μεγάλωσα τα παιδιά μου. Εδώ είναι όλοι οι φίλοι μου και οι γνωστοί μου. Να φύγω να πάω πού, στο Σπρινγκβέϊλ;» θα πει, υπονοώντας, προφανώς, ότι εκεί τα δημοτικά τέλη είναι φθηνότερα.
Ένα ερώτημα που βασανίζει πολλούς συνταξιούχους που αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα με την κάθετη αύξηση των τελών τα τελευταία χρόνια.
Κοιτάζοντας τους ρυθμούς αύξησης, βρίσκουμε ότι από το 2002, τα δημοτικά τέλη αυξάνονται, κατά μέσο όρο 7.1%, ετησίως, ενώ οι συντάξεις βρίσκονται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με τον πληθωρισμό και τα ημερομίσθια. Αρκεί να σημειωθεί ότι, ύστερα από πολλούς αγώνες, οι συντάξεις πέρυσι σημείωσαν αύξηση μεταξύ $20 και $65δολ. το δεκαπενθήμερο.
ΟΣΑ… ΤΟΥΣ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ
Τα δημοτικά τέλη αυξάνονται, όπως φαίνεται, περισσότερο βάσει των προγραμμάτων και των εξόδων που θα απαιτηθούν για την ολοκλήρωσή τους, και λιγότερο βάσει της αξίας των ακινήτων.
Τώρα, στα εσωτερικά προάστια, όπου την τελευταία δεκαετία οι τιμές των ακινήτων έχουν εκτοξευτεί προς τα άνω με ιλιγγιώδη ταχύτητα, πολλοί συνταξιούχοι, βρέθηκαν ξαφνικά να αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της «έξωσης» από το ίδιο το σπίτι τους.
Μ’ όλο το θόρυβο που γίνεται γύρω από το θέμα αυτό που διαρκώς διογκώνεται, οι Δήμοι έχουν ήδη ανακοινώσει τις αυξήσεις στις οποίες θα προβούν φέτος. Ο Δήμος Μελβούρνης θα προβεί σε αύξηση κατά 1,9%, ενώ στους Δήμους Υarra, Port Phillip και Stonnington οι αυξήσεις θα είναι μεταξύ 3,.9% και 4,5%.
Το ότι υπάρχει ζήτηση στα προάστια αυτά, κυρίως από νεόπλουτους νέους επαγγελματίες και επιχειρηματίες, ωθεί τις τιμές των ακινήτων προς τα άνω, ταρακουνώντας συθέμελα τα νοικοκυριά και την ησυχία των παλιών που το μόνο που θέλουν είναι να μην το κουνήσουν από εκεί που βρίσκονται.
Η ευκολία που προσφέρουν, κάτω από αυτό το κλίμα, οι Δήμοι, είναι να αναβάλουν την είσπραξη των τελών μέχρι… το τέλος της ζωής των ανθρώπων που δεν μπορούν να πληρώσουν τα ανάλογα σήμερα. Αυτό με τόκο 12% επί των οφειλομένων. Όχι βέβαια η καλύτερη λύση όταν κανείς μετρά κάθε μέρα της ζωής του με τον τόκο που προστίθεται και που θα πρέπει να πληρώσουν οι κληρονόμοι του, μετά τον θάνατό του και την πώληση του ακινήτου.
Κάτι άλλο πιο ανθρώπινο, ίσως;