Η αξιωματική αντιπολίτευση βρίσκεται σε απόσταση βολής από την εξουσία, δείχνει δημοσκόπηση της AGE/Nielsen Poll για την εφημερίδα «The Age». Πρώτη φορά μετά τις εκλογές του 2007, ο Συνασπισμός των συντηρητικών κομμάτων προσπέρασε την Εργατική κυβέρνηση του Κέβιν Ραντ και ελπίζει σε νίκη στις επικείμενες εθνικές εκλογές.
Τα δεδομένα της δημοσκόπησης πιστοποιούν τη συνεχή φθορά της κυβέρνησης, αλλά και την αδυναμία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να καρπωθεί αυτή τη φθορά. Αντίθετα, οι «Πράσινοι» κερδίζουν συνεχώς έδαφος και σταθεροποιούνται ως τρίτη πολιτική δύναμη με αδιαμφισβήτητη, πλέον, δυνατότητα να καθορίσουν την έκβαση του αποτελέσματος των εκλογών.
Η ψήφος του Εργατικού Κόμματος στην πρώτη καταμέτρηση έπεσε άλλες τέσσερεις ποσοστιαίες μονάδες σε 33%, δέκα μονάδες χαμηλότερα από την ψήφο του Συνασπισμού – που ανέβηκε κατά μία μονάδα σε 43% – και δέκα μονάδες χαμηλότερα από το ποσοστό που είχαν λάβει οι Εργατικοί στις εκλογές της 24ης Νοεμβρίου 2007.
Η άνοδος της ψήφου του Συνασπισμού κατά μία ποσοστιαία μονάδα, μόνο, πιστοποιεί την αδυναμία της αξιωματικής αντιπολίτευσης και του αρχηγού της, Τόνι Άμποτ, να πείσουν το εκλογικό σώμα ότι είναι αξιόλογες εναλλακτικές λύσεις. Στη συνείδηση των ψηφοφόρων κυβέρνηση και αντιπολίτευση είναι εξ ίσου αναξιόπιστες και η τελική επιλογή των ψηφοφόρων μάλλον θα εξαρτηθεί από τις υποσχέσεις των κομμάτων εξουσίας μέχρι τις εκλογές.
Η δυσπιστία του εκλογικού σώματος προς αμφότερα τα κόμματα εξουσίας πιστοποιείται και από το γεγονός, ότι η ψήφος κυβέρνησης και αντιπολίτευσης έχει πέσει δέκα μονάδες από τις εκλογές του 2007. Στην αποφράδα, για τη συντηρητική παράταξη, εκλογική αναμέτρηση του 2007 Εργατικό και Συνασπισμός είχαν συγκεντρώσει 86% του συνόλου των ψήφων (Εργατικό 43% – Συνασπισμός 43%). Η δημοσκόπηση της AGE/Nielsen Poll δείχνει, ότι το περασμένο Σαββατοκύριακο η ψήφος των δύο παρατάξεων είχε πέσει δέκα μονάδες σε 76% (Εργατικό 33%-Συνασπισμός 43%).
Άρα, κρίση πανικού δεν πρέπει να έχουν πάθει οι κυβερνητικοί μόνο. Και οι της αξιωματικής αντιπολίτευσης πρέπει να έχουν πανικοβληθεί από την αδυναμία του Τόνι Άμποτ να κεφαλαιοποιήσει την ψήφο διαμαρτυρίας σημαντικού ποσοστού εκλογέων.
Η συντηρητική παράταξη γνωρίζει – μετά την εκλογική νίκη του Τζον Χάουαρντ το 1998 – ότι οι αρνητικοί αριθμοί των δημοσκοπήσεων ανατρέπονται από τους εκάστοτε κυβερνώντες με σωστές πολιτικές και ψηφοθηρικές υποσχέσεις. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις ολοκληρωτικής φθοράς κυβερνήσεων και καθολικής αλλοτρίωσης του εκλογικού σώματος.
Η πρώτη κυβέρνηση του Τζον Χάουαρντ κλυδωνιζόταν επικίνδυνα πριν τις εκλογές του 1998, σε βαθμό που στελέχη της να την χαρακτηρίζουν «one term wonder – κυβέρνηση μίας θητείας». Το φασιστικό «Ένα Έθνος» της Πολίν Χάνσον προσείλκυε συνεχώς ψηφοφόρους με τα κηρύγματα κατά των δικαιωμάτων των ιθαγενών, με επιθέσεις και άλλες ακραίες πολιτικές δημιουργώντας κλίμα αβεβαιότητας για την επανεκλογή της κυβέρνησης Χάουαρντ.
Τα επιτελικά μυαλά του Λίμπεραλ Πάρτι συμβούλεψαν τον Χάουαρντ να μην ακολουθήσει την Χάνσον στην πορεία της προς την άκρα δεξιά, αλλά να μετριάσει τις απώλειες με προγραμματικές επιλογές που θα απέστρεφαν την προσοχή των ψηφοφόρων από τα κηρύγματα μισαλλοδοξίας της Χάνσον.
Το κοινό χαρακτηριστικό του τότε με το σήμερα ήταν, ότι ο τότε αρχηγός του Εργατικού Κόμματος, Κιμ Μπίζλι, δεν ενέπνεε απόλυτη εμπιστοσύνη στους ψηφοφόρους, άρα δεν αποτελούσε αξιόλογη επιλογή.
Ο Χάουαρντ αιφνιδίασε το εκλογικό σώμα με την ιστορική αναδίπλωσή του στο φορολογικό. Εισήγαγε το Φόρο Αγαθών και Υπηρεσιών (GST) ακυρώνοντας προηγούμενες κατηγορηματικές δηλώσεις του, ότι το GST “would never-never become part of Coalition policy” – ο Συνασπισμός δεν θα επέβαλε, ποτέ, φόρο αγαθών και υπηρεσιών». Ο Φόρος Κατανάλωσης επισκίασε τα άλλα θέμα της προεκλογικής εκστρατείας στο βαθμό, που οι εκλογές του 1998 να χαρακτηρίζονται «δημοψήφισμα για το GST».
Ενάντια στις προβλέψεις των δημοσκοπήσεων, η κυβέρνηση Χάουαρντ επέζησε με δραματικά μειωμένη πλειοψηφία (η προεκλογική πλειοψηφία 45 εδρών μετεκλογικά μειώθηκε σε 12 έδρες). Το Εργατικό Κόμμα κέρδισε τη «λαϊκή ψήφο» – πήρε 216.978 ψήφους περισσότερες από τα Συνασπισμό – αλλά ο Κιμ Μπίζλι δεν ευτύχησε να γίνει πρωθυπουργός της χώρας. Και τούτο, διότι την κρίσιμη στιγμή το Εργατικό Κόμμα κατάφερε να συσπειρώσει τη βάση του, δηλαδή επανέκτησε την ψήφο του στις Εργατικές έδρες της επικράτειας, αλλά δεν κατάφερε να «κλέψει» αρκετές ψήφους από το Συνασπισμό σε αμφίρροπες, οριακές έδρες.
Το δίδαγμα του 1998 είναι, ότι ο Κέβιν Ραντ δεν πρέπει σήμερα να ανταγωνιστεί πολιτικά και προγραμματικά τους «Πράσινους», που εισπράττουν την ψήφο διαμαρτυρίας δυσαρεστημένων ψηφοφόρων του Εργατικού Κόμματος. Αν ακολουθήσει τους «Πράσινους» στην προσπάθειά τους να εμφανίζονται ως μοναδικό πολιτικό κόμμα του κέντρου και εκείθεν, θα διακινδυνεύσει τη βαριά ήττα της κυβέρνησής του στις εκλογές.
Αν η εκτίμηση, ότι το 10% των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων καταφεύγει στο Λίμπεραλ Πάρτι και το 90% στους «Πράσινους», στη δεύτερη κατανομή το Εργατικό Κόμμα θα καρπωθεί, αν όχι το 15%, που είναι σήμερα η ψήφος των «Πρασίνων», τουλάχιστον την πλειοψηφία των δεύτερων προτιμήσεων των ψηφοφόρων τους.
Επιπροσθέτως, το ποσοστό αποδοκιμασίας του έργου του κ. Ραντ είναι σχεδόν ίδιο με αυτό του αντιπάλου του (52% έναντι 51%), ενώ ο κ. Ραντ παραμένει προτιμητέος πρωθυπουργός της πλειοψηφίας, δέκα ποσοστιαίες μονάδες μπροστά από τον Τόνι Άμποτ.
Παράλληλα, με την εύρεση του κεντρικού θέματος της προεκλογικής εκστρατείας του Εργατικού Κόμματος, που θα ελκύσει το ενδιαφέρον των ψηφοφόρων και θα δώσει στην κυβέρνηση τη δυνατότητα «να επαναπατρίσει» τους αυτομολήσαντες ψηφοφόρους, ο κ. Ραντ καλείται να λύσει δύο σοβαρά προβλήματα. Το ένα πρόβλημα είναι η διαχείριση των προσφύγων και το άλλο ο φόρος των υψηλών κερδών των εταιρειών μεταλλευμάτων.
Η αξιωματική αντιπολίτευση πήρε την πρωτοβουλία στο θέμα των προσφύγων με την ανακοίνωση, ότι θα επαναφέρει την πολιτική Pacific Solution, δηλαδή την πολιτική διεκπεραίωσης αιτήσεων για πολιτικό άσυλο εκτός των συνόρων της Αυστραλίας που είχαν καθιερώσει οι πρώην κυβερνήσεις Χάουαρντ.
Η δημοσκόπηση AGE/Nielsen Poll δείχνει, ότι 62% των ψηφοφόρων εγκρίνουν την σκληρή αντιμετώπιση των προσφύγων. Η δημοσκόπηση αποκαλύπτει, επίσης, ότι το 42% των ψηφοφόρων του Εργατικού Κόμματος στηρίζουν την πολιτική αξιωματικής αντιπολίτευσης έναντι των προσφύγων.
Τι θα κάνει η κυβέρνηση; Θα επιμείνει στην «ανθρώπινη» αντιμετώπιση των προσφύγων με κίνδυνο να χάσει την εξουσία ή θα αναθεωρήσει την πολιτική της; Σαφώς, ναι. Διότι, συν τοις άλλοις, η κυβέρνηση μπορεί να αντιπαραθέτει στην επιχειρηματολογία της αντιπολίτευσης, τα πρώτα θετικά αποτελέσματα της σύμπραξης με την Ινδονησία στη δίωξη των διακινητών προσφύγων από τα κέντρα της Ασίας και του Ειρηνικού.
Η δυναμική αντιμετώπιση των οργισμένων μεγιστάνων της βιομηχανίας μεταλλευμάτων είναι το ζήτημα που θα επηρεάσει, σε μεγάλο βαθμό, την τελική επιλογή των ψηφοφόρων – ιδιαίτερα των ψηφοφόρων της Κουινσλάνδης, της Νότιας και της Δυτικής Αυστραλίας οι οικονομίες των οποίων κινούνται από τη βιομηχανία μεταλλευμάτων.
Η κυβέρνηση δεν πρέπει να υποκύψει στις απειλές των δισεκατομμυριούχων εκμεταλλευτών του ορυκτού πλούτου της Αυστραλίας, τέσσερεις εκ των οποίων κατατάσσονται στους επτά πλουσιότερους Αυστραλούς. Δεν πρέπει να λιποψυχήσει η κυβέρνηση Ραντ στον αγώνα της με τους γίγαντες, που προσπαθούν να την υποκαταστήσουν. Δεν έχουν έρεισμα οι δισεκατομμυριούχοι. Η σκόπιμη υπερδιόγκωση των συνεπειών του φόρου υψηλών κερδών, για να εκφοβίσουν την κυβέρνηση και το λαό, είναι τόσο εξόφθαλμη και προκλητική, που άρχισε να προσβάλλει τους ίδιους.
Ο λαός δεν πρόκειται να πτοηθεί από την αντικυβερνητική εκστρατεία των μεγιστάνων, διότι όπως δήλωσε στο ίδιο πρόγραμμα ο καθηγητής Allan Fels (πρώην διευθυντής της Υπηρεσίας Προστασίας Καταναλωτή) οι αντιδράσεις των βιομηχάνων εξόρυξης μεταλλευμάτων είναι «οι συνήθεις κραυγές διαμαρτυρίας, οσάκις θίγονται τα συμφέροντά τους».
Στο πρόγραμμα ‘Four Corners’ του κρατικού τηλεοπτικού σταθμού ABC, o Clive Palmer – έβδομος κατά σειρά στη λίστα των πλουσιότερων Αυστραλών του περιοδικού Business Review Weekly με περιουσία 3,9 δισεκατομμύρια δολάρια – ομολόγησε, ότι «υπερέβαλε» όταν δήλωνε ότι θα ακυρώσει επενδύσεις εξ αιτίας του φόρου υψηλής κερδοφορίας. Αναμένονται και άλλες εξομολογήσεις υπό την πίεση των μετόχων των εταιρειών των «επαναστατημένων» μεγιστάνων και των υποχρεώσεών τους έναντι των πελατών τους.
Η πόρτα των διαπραγματεύσεων με την εξορυκτική βιομηχανία, που η κυβέρνηση άφησε ανοιχτή, δεν πρέπει να γίνει πόρτα άτακτης υποχώρησης της κυβέρνησης. Να διαπραγματευθεί η κυβέρνηση, αλλά να μην ενδώσει στις ορέξεις και τις απειλές των βιομηχάνων. Ούτε να δεχθεί την παρεμβολή «μεσολαβητών, που προτείνουν οι μεγιστάνες. Ο λαός δεν εξέλεξε τον Μπομπ Χοκ να διαχειριστεί τις υποθέσεις της χώρας.
Ο Κέβιν Ραντ αναδιπλώθηκε σε πολλά θέματα τους τελευταίους μήνες, με κυρίαρχη αναδίπλωση την αρχειοθέτηση της κυβερνητικής πολιτικής Εμπορίας Ρύπων (ETS) που ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει «μέγιστη ηθική πρόκληση της εποχής μας».
Νέα υποχώρηση υπό την πίεση της εξορυκτικής βιομηχανίας θα τον ισοπεδώσει πολιτικά και ηθικά. Θα επιβεβαιώσει την υποψία ότι σχεδιάζει πολιτική στο γόνατο και γι’ αυτό υποχωρεί στις πρώτες πιέσεις.
Οι εκλογές δεν έχουν χαθεί για το Εργατικό Κόμμα, διότι έχει απέναντί του έναν αντίπαλο, το Συνασπισμό, που διεκδικεί την επιστροφή του στην εξουσία χωρίς πολιτική και αρχηγό, τον Τόνι Άμποτ, ο οποίος ομολογεί ότι «δεν λέει, πάντα, την αλήθεια στο λαό».