Οι «ταινίες ποδοσφαίρου» δεν έχουν ιδιαίτερη απήχηση και η εξήγηση είναι μάλλον λογική και απλή• ποιος ο λόγος να παρακολουθήσεις ένα ποδοσφαιρικό ματς σε κινηματογραφική ταινία, όταν ένας πραγματικός ποδοσφαιρικός αγώνας είναι από μόνος του μια πολύ καλύτερη ταινία; Με σεναριακές ανατροπές, με ήρωες, με σασπένς, με τα πάντα. Από την άλλη πλευρά, αν χρησιμοποιήσεις το ποδόσφαιρο σαν φόντο με στόχο να δείξεις κάτι άλλο, έμμεσα εξαρτώμενο με το άθλημα, τότε τα πράγματα αλλάζουν. Το αποτέλεσμα μπορεί να έχει ενδιαφέρον. Σε αυτό το σημείο ο σύγχρονος κινηματογράφος έχει διαπρέψει. Οι καλύτερες ταινίες ποδοσφαίρου είναι εκείνες στις οποίες το ποδόσφαιρο γίνεται η αφορμή για να ειπωθούν ανθρώπινες ιστορίες που σχετίζονται με τον τόπο παραγωγής των ταινιών, την ιστορία τους και το πολιτικοκοινωνικό κλίμα της εποχής στις οποίες αναφέρονται.

Πριν από λίγο καιρό το Φεστιβάλ των Καννών έγινε ο πυρήνας από τον οποίο ξεκίνησε η προσπάθεια αποφυλάκισης του ιρανού σκηνοθέτη Τζαφάρ Παναχί, ο οποίος εκρατείτο στις φυλακές της χώρας του επειδή τόλμησε να αρχίσει γυρίσματα ταινίας χωρίς την έγκριση του κράτους. Ανέκαθεν ο Παναχί- ο οποίος τελικά αφέθηκε ελεύθερος- ήταν σπυρί στα οπίσθια των ιρανικών κυβερνήσεων και η ταινία «Οφσάιντ» (2006) είναι ένα τρανό παράδειγμα.

Μέσα σε μόλις 88 λεπτά- δύο λιγότερα απ΄ όσο διαρκεί ένας κανονικός αγώνας ποδοσφαίρου- η καταπληκτική αυτή ταινία εξετάζει τη σχέση των ιρανών γυναικών με το ποδόσφαιρο, ρίχνοντας φως σε ένα ακόμη στοιχείο σκοταδισμού της ιρανικής κοινωνίας (γεγονός που εμπόδισε τη διανομή της στο Ιράν). Βλέπουμε τινέιτζερ φαν του αθλήματος αναγκασμένες να μεταμφιέζονται σε άνδρες (ακόμη και σε στρατιώτες) προκειμένου να παρακολουθήσουν τον αγώνα από τον οποίο θα κριθεί αν το Ιράν (νικώντας το Μπαχρέιν) θα περάσει στα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2006. Τα κορίτσια συλλαμβάνονται και κρατούνται έξω από μια θύρα του γηπέδου για να μεταφερθούν στο Τμήμα Ηθών μετά τη λήξη του αγώνα.

ΤΟ ΠΑΙΔΙΚΟ ΒΛΕΜΜΑ

Δεν χρειάζεται πολύ για να αντιληφθείς ότι ο εξάχρονος Γιόχαν Φίμπεν, το αστέρι της ταινίας «Φίμπεν, ο μπόμπιρας των γηπέδων» (1974), όχι απλώς έχει ταλέντο στο ποδόσφαιρο αλλά είναι μάγος! Η άνεσή του στο γήπεδο, η ευστοχία του, αλλά και οι απίστευτες ντρίμπλες του, τον καθιστούν στα έξι του χρόνια μέλος της Εθνικής Ομάδας Ποδοσφαίρου της Σουηδίας με προορισμό- γιατί όχι;ακόμα και ένα Μουντιάλ.

Αναδεικνύεται σωτήρας της ομάδας, αλλά η δόξα και το χρήμα θα έρθουν σε αντίθεση με τη μικρή του ηλικία και το «σταρ σύστεμ», καθώς, αν μη τι άλλο, δεν μπορεί καν να υπογράψει τα αυτόγραφα που του ζητούν, καθώς δεν ξέρει να γράφει! Το 1974, σε μια εποχή που το ποδόσφαιρο ήταν ακόμη ένα αθώο παιχνίδι, ο Μπο Βίντερμπεγκ υπέγραψε αυτή την τρυφερή κωμωδία που παρουσιάζει τη βαθιά μοναξιά του παιδιού-θαύματος, καταγράφοντας τα αγεφύρωτα ηλικιακά χάσματα και τα προβλήματα επικοινωνίας ανάμεσα σε δύο κό σμους που δεν γεφυρώνονται ούτε καν μέσα στο γήπεδο. Ας σημειωθεί ότι στην ταινία εμφανίζεται η Εθνική Ομάδα της Σουηδίας των αρχών της δεκαετίας του 1970.

Οπως στο «Goodbye Lenin» ένα σημαντικό πολιτικό γεγονός- η πτώση του τείχους του Βερολίνου- υπήρξε η αφορμή για να ανθήσει μια ανθρώπινη, σχεδόν απολίτικη ταινία στην οποία ανακλάται η ιστορία μιας ολόκληρης Γερμανίας, έτσι και το (επίσης γερμανικό) «Θαύμα της Βέρνης» (2003) χρησιμοποιεί ως πρόσχημα ένα αληθινό αθλητικό γεγονός για την ανάπτυξη ενός έργου με ουμανιστικό χαρακτήρα.

Το γεγονός είναι ο τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1954, όταν η Γερμανία του Φριτς Βάλτερ ήταν το αουτσάιντερ που νίκησε με 3-2 στη Βέρνη τη θηριώδη Ουγγαρία του Φέρεντς Πούσκας . Παρακολουθούμε την πορεία της Εθνικής Γερμανίας ως τον τελικό, μέσα από τα μάτια ενός πιτσιρικά ( Λούις Κλάμροτ ), ο οποίος προσπαθεί να βρει τη χρυσή τομή ανάμεσα στο πάθος του για την μπάλα και την ανάγκη για επικοινωνία με τον βετεράνο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου πατέρα του, ο οποίος εκρατείτο επί σειρά ετών αιχμάλωτος στη Ρωσία. Ο τελικός της Βέρνης έδωσε στη Γερμανία τη χρυσή ευκαιρία να αποκτήσει ξανά την τιμή της, να ξανανιώσει αξιοπρέπεια, να βγει από τα αζήτητα και να δει μπροστά. Αυτό αποτυπώνεται με μεθοδικότητα και καθαρότητα στην ταινία που χρησιμοποιεί τον μικρόκοσμο του παιδιού σαν τηλεβόα ενός ολόκληρου έθνους.

Ρίο ντε Τζανέιρο, Βραζιλία, 1970. Το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου είναι το απόλυτο γεγονός της χώρας και όλοι περιμένουν το καλοκαίρι του Πελέ, του Κάρλος Αλμπέρτο και του Ριβελίνο, ζωντανών θρύλων του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου. Ανάμεσά τους και ένας 12χρονος ( Μίτσελ Ζοέλσας), ο οποίος αναμένει τους γονείς του από «τις διακοπές» για να δει τους αγώνες μαζί τους. Αριστεροί ακτιβιστές σε ένα δικτατορικό καθεστώς, οι γονείς τον έχουν αφήσει στον παππού, μόνο που εκείνος πεθαίνει και ο μικρός έχει μείνει μόνος…

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο τηλεοπτικής προέλευσης βραζιλιάνος σκηνοθέτης Κάο Χάμπουργκερ (ο oποίος στη Βραζιλία θεωρείται θαυμάσιος χειριστής παιδικών θεμάτων) γύρισε την ταινία «Το καλοκαίρι που έφυγαν οι γονείς μου» (2007) όπως ο Πελέ έπαιζε μπάλα. Χειρίζεται με διακριτικότητα την «αόρατη απειλή» του πολιτικού φόντου της ιστορίας, ενσωματώνει έκτακτα το αρχειακό υλικό του και φτιάχνει μια γνήσια ταινία «παιδικού βλέμματος».

Τέλος, αναφορά θα πρέπει να γίνει και στο πώς το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966 με διοργανώτρια χώρα την Αγγλία επηρεάζει τη ζωή του πρωταγωνιστή της ταινίας «Sixty Six» (2006). Ο Μπέρνι ( Γκρεγκ Σάλκινς ) είναι ένας πιτσιρίκος εβραϊκής καταγωγής, ο οποίος με τρόμο μαθαίνει ότι η ημέρα του τελικού συμπίπτει με την τελετή της επίσημης ενηλικίωσής του (γνωστής και ως bar mitzvah). Το αγοράκι θα κάνει ό,τι περνά από τα χέρια του ώστε η Αγγλία να μη φτάσει στον τελικό, γιατί αν γίνει αυτό ουδείς θα πατήσει στην τελετή του (τελικά η Αγγλία έφτασε στον τελικό νικώντας τη Δυτική Γερμανία 3-2). Συγχρόνως η ταινία δίνει μια εικόνα από το Λονδίνο των λαϊκών γειτονιών της εποχής με έμφαση στην προσπάθεια του πατέρα του παιδιού να ανοίξει μια φιλόδοξη επιχείρηση σουπερμάρκετ.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ ΤΟΥ ΒΙΝΤΕΛΑ ΣΤΟ ΘΙΒΕΤ ΤΟΥ ΔΑΛΑΙ ΛΑΜΑ
Τo αργεντίνικο «Χρονικό μιας απόδρασης» (2006) τοποθετείται στη χούντα της Αργεντινής του δικτάτορα Βιντέλα και είναι ένα ωμό πολιτικό θρίλερ, κοντινό στο ύφος ανάλογων ταινιών που γύριζε ο Κώστας Γαβράς στη δεκαετία του 1970. Βασισμένη σε αληθινά περιστατικά, η ταινία καταπιάνεται με την περίπτωση του τερματοφύλακα Κλάουντιο Ταμπουρίνι ( Ροντίγκο ντε λα Σέρνα ) ο οποίος φυλακίστηκε για τα αριστερά φρονήματά του το 1977 και πέρασε τα πάνδεινα. Ο πρωτοεμφανιζόμενος αργεντίνος σκηνοθέτης Ισραέλ Αντριάν Καετάνο εμμένει στις ανατριχιαστικές μεθόδους βασανιστηρίων που αποτελούν τα τρία τέταρτα του κορμού της ται νίας και φτιάχνουν το κλίμα της εποχής, την ίδια εποχή που το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου έχει φέρει την Αργεντινή στο επίκεντρο της δημοσιότητας (τελικά κέρδισε το τρόπαιο με αμφιλεγόμενα μέσα). Οι ανελέητοι ξυλοδαρμοί, τα ηλεκτροσόκ, το σαδιστικό σπάσιμο νεύρων και οι στυγνές εκτελέσεις δίνουν την εικόνα μιας φρικώδους χώρας, στην οποία περίπου 30.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του «προγράμματος εξαφάνισης» του Βιντέλα.

Στην αντίπερα όχθη, «Το Κύπελλο» (2000) υπήρξε η πρώτη κινηματογραφική παραγωγή του Μπουτάν γυρισμένη από τον σκηνοθέτη Κιέντσε Νόρμπου, ο οποίος θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Λάμα του θιβετιανού Βουδισμού (έχει μάλιστα αναγνωριστεί ως τρίτη μετενσάρκωση του Τζαμάνγκ Κιέντσε Γουάνγκ Πο, του αγίου που έπαιξε ρόλο στην αναζωογόνηση του βουδισμού στο Θιβέτ τον 19ο αιώνα). «Το Κύπελλο» που αναφέρεται στην επιρροή που ασκεί το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου στο περιβάλλον ενός μοναστηριού γυρίστηκε σε μοναστήρι των Ιμαλαΐων με ερασιτέχνες ηθοποιούς, οι οποίοι καθ΄ ότι μοναχοί δεν είχαν την παραμικρή ιδέα από ηθοποιία και σαν να μην έφταναν όλα αυτά το σενάριο ήταν γραμμένο στα αγγλικά, γλώσσα που δεν γνώριζαν.

Εννοείται τέλος ότι για να μην παραμελούν τις καθημερινές θρησκευτικές τους υποχρεώσεις έπρεπε να ξυπνούν από τα χαράματα για να προσευχηθούν έτσι ώστε να μην έχουν τέτοιου τύπου δεσμεύσεις κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων…

Κάτι παραπάνω από χαριτωμένη όμως είναι και η ισπανογερμανική συμπαραγωγή «Το μεγάλο παιχνίδι» (2006) του Χεράρντο Ολιβάρες όπου βλέπουμε απομονωμένους νομάδες σε διάφορα σημεία του κόσμου (από τα βουνά Αλτάι της Μογγολίας μέχρι τα δάση του Αμαζονίου αλλά και την έρημο της Σαχάρα) να μοιράζονται το πάθος για ποδόσφαιρο και κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να μη χάσουν τις μεταδόσεις των αγώνων του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου 2002!

Ο ΤΖΑΦΑΡ ΠΑΝΑΧΙ ΚΑΙ Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

«Οταν το Ιράν είχε νικήσει την Αυστραλία στα προκριματικά του Μουντιάλ του 1998 είχε δοθεί στις γυναίκες το δικαίωμα να πανηγυρίσουν την επιστροφή των παικτών» μάς είχε πει ο Τζαφάρ Παναχί στο Φεστιβάλ Βερολίνου 2006 όπου μετά χιλίων κόπων και βασάνων το «Οφσάιντ» μπόρεσε να προβληθεί.«Το γεγονός ότι 5.000 εμφανίστηκαν στο στάδιο της υποδοχής προκάλεσε τεράστιες αντιδράσεις,γιατί η είσοδος των γυναικών στα γήπεδα απαγορεύεται.Θυμάμαι ότι διάβαζα τότε ένα άρθρο που εξηγούσε ότι ακόμα και στην αρχαία Ελλάδα οι γυναίκες αντιμετώπιζαν αυτό το πρόβλημα.Το 400 π.Χ.οι γυναίκες έπρεπε να παριστάνουν τους άνδρες για να ζητωκραυγάσουν τους γιους τους που ήταν αθλητές.Ασχέτως του αν ισχύει κάτι τέτοιο ή όχι,πυροδότησε τις ιδέες μου για το σενάριο».

«…Η διαφορά ανάμεσα στο τι επιτρέπεται και τι όχι στο Ιράν αποτελεί πρόβλημα γιατί δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτη» συνέχισε ο σκηνοθέτης.«Σε ό,τι αφορά το ποδόσφαιρο η ατμόσφαιρα μέσα στο στάδιο είναι πολύ “μάτσο” και ανδρική.Οι άνδρες σε ένα τέτοιο πλαίσιο τείνουν να γίνονται βίαιοι και να προσβάλλουν ο ένας τον άλλο,κάτι που ωθεί τους συντηρητικούς να πιστεύουν ότι οι γυναίκες δεν θα πρέπει να εκτίθενται σε τέτοιου είδους συμπεριφορές».