ΗΤΑΝ οξύθυμος, ήταν αδιαπραγμάτευτος και ανυποχώρητος. Ήταν, όπως λέει και το λαϊκή μας ρήση, «αγύριστο κεφάλι». Ασυμβίβαστος άνθρωπος.
ΗΤΑΝ αγνός, ευθύς και, όχι μόνο έλεγε (πάντα) αυτά που πίστευε, αλλά έκανε και ό,τι του περνούσε από το χέρι για να τα κάνει πράξη και ας έρχονταν τα πάνω κάτω, όπως πολλές φορές είχε γίνει.
ΑΝ κοντά στα πιο πάνω προσθέσετε και τις ιδιαιτερότητες της κεφαλλονίτικης καταγωγής του, αντιλαμβάνεστε ότι μιλάμε για έναν (εντελώς) ξεχωριστό άνθρωπο.
ΚΑΙ ήταν πράγματι ξεχωριστή περίπτωση ο Φώτης Αντύπας, που πέθανε την περασμένη Δευτέρα το πρωί, σε ηλικία 81 ετών.
ΔΕΝ έχω γνωρίσει άλλον άνθρωπο τόσο πιστό και αφοσιωμένο σε αυτό που πίστευε. Και ο Φώτης, από τότε που κατάλαβε τον κόσμο, ήταν «ταγμένος» στην Αριστερά.
Ο Φώτης (ο μαοϊκός) ήταν από τους πρώτους αριστερούς που γνώρισα στις αρχές της δεκαετίας του 1970 που ήλθα στη Μελβούρνη.
ΗΤΑΝ το 1973 και είχα επιστρέψει στη Μελβούρνη μετά από ένα χρόνο παραμονής μου στο Σίδνεϊ. Λίγες μέρες μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, διάβασα στο «Νέο Κόσμο» μια ανακοίνωση του «Δημόκριτου», με την οποία καλούνταν όσοι συμπάροικοι ενδιαφέρονταν να παραβρεθούν σε μια συγκέντρωση που θα γινόταν συζήτηση για τις εξελίξεις και για το πώς μπορούσαμε (ως παροικία) να συμβάλουμε στον αντιχουντικό αγώνα.
ΕΝΤΕΛΩΣ άσχετος (όπως ήμουν) με την πολιτική κουλτούρα της παροικίας και τις βαθιές διαφορές που χώριζαν (και) την εδώ αριστερά, πίστευα ότι θα έχει πάρα πολύ κόσμο.
ΣΟΚ έπαθα, σας λέω, όταν φτάνοντας εκεί διαπίστωσα ότι η συγκέντρωση θα γίνει σε μια μικρή αίθουσα. Αρχικά, νόμισα ότι έκανα λάθος και ρώτησα.
«ΝΑΙ», μου λέει, κάποιος από τους ανθρώπους που ήταν εκεί, «εδώ θα γίνει». Σε αυτή την αίθουσα; ξαναρωτώ, «ναι, σε αυτή την αίθουσα», μου λέει ο άνθρωπος, κοιτάζοντάς με και λίγο περίεργα.
ΠΕΡΙΕΡΓΑ με κοιτούσαν και οι περισσότεροι που ήταν εκεί. Και με κοιτούσαν περίεργα γιατί, όπως έμαθα αργότερα, ήμουν ο μόνος που δεν γνώριζαν.
ΤΕΛΟΣ πάντων, μετά από καμιά ώρα άρχισε η εκδήλωση την οποία και παρακολουθούσαν καμιά 25αριά άτομα όλα κι όλα.
ΑΡΓΟΤΕΡΑ, πληροφορήθηκα ότι σε τέτοιες πολιτικές εκδηλώσεις κατά της χούντας πηγαίνουν μόνο οι κομμουνιστές και όχι οι φιλήσυχοι οικογενειάρχες.
ΚΑΜΙΑ πενηνταριά άτομα δηλαδή όλα κι όλα, από μια παροικία εκατοντάδων χιλιάδων, έδιναν την εποχή εκείνη το παρών τους.
ΚΑΙ στη συγκέντρωση εκείνη έλαβαν μέρος οι μισοί, αφού οι άλλοι μισοί ανήκαν στην… άλλη αριστερά. Περιττό να πω ότι την εποχή εκείνη οι μισοί αριστεροί δεν ήθελαν να δουν ούτε ζωγραφιστούς τους άλλους μισούς.
ΚΑΤΑ τη διάρκεια της ομιλίας, ένας τύπος λεπτός και ψηλός που καθόταν ακριβώς πίσω μου, κάθε τόσο όλο και κάτι μουρμούριζε περί «προδοτών» και «ρεβιζιονιστών». Ήταν ο Φώτης Αντύπας.
ΣΕ κάποια στιγμή ο Φώτης ζήτησε το λόγο. Ο προεδρεύων (ο οποίος βέβαια και τον γνώριζε) του έδωσε το λόγο κάπως διστακτικά, προφανώς γιατί ψυχανεμίζονταν τι πρόκειται να ακολουθήσει μιας και ο Φώτης θα τον έπαιρνε έτσι κι αλλιώς, όπως συνήθιζε να κάνει.
ΣΗΚΩΘΗΚΕ όρθιος ο Φώτης και, αφού προέβη σε μια «ανάλυση» της ελληνικής και διεθνούς κατάστασης και επεσήμανε το «επαναστατικό καθήκον» της αριστεράς, όπως το όριζε ο Μάο, συνέχισε με ήρεμη και αποφασιστική φωνή να αναφέρεται στο τι πρέπει να κάνουμε, αν πραγματικά θέλουμε να ανατρέψουμε τη χούντα.
ΑΝ και οι απόψεις του ήταν «ακραίες», ακόμα και για εκείνη την εποχή, με βρήκαν σύμφωνο, αφού και εγώ (πολύ νέος τότε) πίστευα ότι η χούντα θα πρέπει να ανατραπεί βίαια.
ΟΙ υπόλοιποι που δεν συμμερίζονταν τις πιο πάνω απόψεις, αντέδρασαν διακόπτοντάς τον, πράγμα που έκανε θηρίο τον Φώτη, ο οποίος, στη συνέχεια, τους απεκάλεσε όλους εχθρούς της επανάστασης, «πουλημένους», μικροαστούς και «προδότες» του αγώνα της εργατικής τάξης κατά του ιμπεριαλισμού».
ΕΙΠΕ και άλλα πολλά, με αποτέλεσμα η ατμόσφαιρά να φορτιστεί και η έδρα να του ζητήσει να φύγει από την αίθουσα. Αυτή ήταν και η σταγόνα που ξεχείλισε και το επαναστατικό ποτήρι του Φώτη, ο οποίος και πέρασε από τα λόγια στην πράξη.
ΞΑΦΝΙΚΑ και πριν καταλάβω τι συνέβη, βρέθηκα μαζί με πέντε έξι άλλους «προδότες» της εργατικής τάξης, στο δάπεδο της αίθουσας. Με μια ξαφνική κίνηση, που κανείς δεν περίμενε, ο Φώτης αναποδογύρισε τον ξύλινο πάγκο πάνω στον οποίο καθόμαστε και αποχώρησε από την αίθουσα.
ΑΜΕΣΩΣ μετά τελείωσε και η εκδήλωση και οι παρευρισκόμενοι άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους και να σχολιάζουν τα όσα προηγήθηκαν.
ΜΗ γνωρίζοντας κανέναν και απογοητευμένος από όσα είχαν λάβει χώρα, αποφάσισα να φύγω. Βγαίνοντας από την αίθουσα, με πλησιάζει ο Φώτης που ήταν ήδη έξω και μου λέει: «Συγνώμη σύντροφε για ό,τι έγινε. Δεν έχω τίποτα μαζί σου, με τους άλλους τα έχω».
ΤΟ επεισόδιο εκείνο με έφερε πολύ κοντά με το Φώτη. Στη συνέχεια, πληροφορήθηκα ότι ο Φώτης ήταν μαοϊκός και ουδεμία σχέση είχε με τα άλλα δύο μεγάλα κομμάτια της Αριστεράς.
ΟΤΑΝ γνωριστήκαμε καλύτερα, ήλθε και με βρήκε μαζί με το Βασίλη Στεφάνου (τον «πατριάρχη» των Ελλήνων μαοϊκών της Αυστραλίας) προκειμένου να με πείσουν να εγκαταλείψω το Κομμουνιστικό Κόμμα Αυστραλίας (μέλος του οποίου είχα γίνει λίγους μήνες πριν) και να ενταχθώ στην ομάδα τους.
ΠΑΡΑ το γεγονός ότι αρνήθηκα και τις «διαφορές» που μας χώριζαν, με τον Φώτη γίναμε φίλοι και τα λέγαμε όταν βρισκόμαστε.
ΚΑΙ βρισκόμαστε τακτικά, αφού τα χρόνια εκείνα όλα τα «κομμάτια» της εδώ Αριστεράς ήταν πιο δραστήρια και όλο και κάποια εκδήλωση έκαναν.
Ο Φώτης αν και ήταν εναντίον όλων (για καθαρά ιδεολογικούς λόγους όπως ισχυριζόταν), έδινε το παρών του σε όλες τις εκδηλώσεις και των δύο κομματιών της Αριστεράς.
ΕΝΤΕΛΩΣ μόνος και αποκομμένος από όλους, έδινε το παρών και σε άλλες μη κομματικές παροιμιακές εκδηλώσεις, βγάζοντας, όταν του δίνονταν η ευκαιρία, πύρινους λόγους και καλώντας το ακροατήριο να αγωνιστεί κατά της άρχουσας τάξης και της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
ΟΤΑΝ μετά τη κατάρρευση του «υπαρκτού» σοσιαλισμού και την οριστική απομάκρυνση του σοσιαλιστικού ονείρου για ένα καλύτερο και δικαιότερο κόσμο, ο Φώτης ήταν ο μόνος (απ’ όσους αριστερούς γνωρίζω) που συνέχισε να αγωνίζεται με το ίδιο πάθος, λες και δεν μεσολάβησε τίποτα, μιας και συνέχισε να υπάρχει η Κίνα του Μάο.
Ο Μάος (έτσι αποκαλούσε το Μάο Τσε Τουνγκ) ήταν ο πνευματικός πατέρας του Φώτη. Το επαναστατικό του πρότυπο. Ό,τι έχει γραφεί από τον Μάο για τον Φώτη ήταν ευαγγέλιο.
ΓΙΑ δεκαετίες, ο Φώτης Αντύπας φωτοτυπούσε (πληρώνοντας από την τσέπη του) τις εφημερίδες «Προλεταριακή Σημαία» και «Λαϊκό Δρόμο» των μαοϊκών κομμάτων της Ελλάδας (ΚΚΕ μ-λ και Μ-Λ ΚΚΕ) και τις μοίραζε σε όσους νόμιζε ότι διαβάζοντάς τις θα βρουν το δρόμο τους.
ΜΑΖΙ με τις πιο πάνω εφημερίδες μας έφερνε και άλλο «υλικό» καθώς και την εφημερίδα «Vanguard» των εδώ μαοϊκών. Όταν, μάλιστα, είχε και κάτι δικό του να πει, έβγαζε και μοίραζε (κατά καιρούς) μια δική του εφημεριδούλα, τον «Διεθνιστή».
ΠΡΙΝ αρρωστήσει, περνούσε από το «Νέο Κόσμο» πολύ τακτικά, μιας και είχε εμένα και τον συνάδελφο Δημήτρη Τρωαδίτη, τακτικούς αναγνώστες των εφημερίδων του.
ΣΤΗΝ απόφαση να έλθει στην Αυστραλία, τον «βοήθησε» να την πάρει ένας μπάτσος με τον οποίο και ήλθαν στα χέρια στο χωριό του, τα Μεσοβούνια. Έτσι έφθασε το 1953 εδώ και έπιασε δουλειά στο εργοστάσιο της Ford στο Τζιλόγκ.
ΕΔΩ παντρεύτηκε την Κατερίνα του, μετά 3 χρόνια και απέκτησαν τρία παιδιά, τη Θοδώρα (που έφυγε και αυτή από τη ζωή πριν λίγους μήνες), τον Ανδρέα και τον Κλεάνθη.
ΚΑΙ κλείνω με ένα ακόμα περιστατικό που έλαβε χώρα πριν 30 περίπου χρόνια. Ένας αγαπητός σύντροφος του Φώτη, ο Ανδρέας Βλασόπουλος, (σε βαθιά γεράματα τότε) ήταν σε ένα γηροκομείο στον Σάνμπουρι.
Ο Φώτης με παρακάλεσε να πάμε να τον δούμε, για να γράψω κάτι στην εφημερίδα. Ήταν Σάββατο πρωί θυμάμαι, όταν έφτασα στο σπίτι του το Σανσάιν και αφού ήπιαμε καφέ ξεκινήσαμε με το αυτοκίνητό του να πάμε στο Σάνμπουρι.
ΠΑΡΑ τις αντιρρήσεις που είχα με υποχρέωσε να καθίσω δίπλα του, για να μπορούμε να συζητάμε πιο εύκολα και είπε στη γυναίκα του να καθίσει πίσω.
ΟΤΑΝ άρχισε να σου μιλά για την επανάσταση και τον Μάο, ο Φώτης μεταμορφωνόταν σε άλλο άνθρωπο. Αποκοβόταν από το περιβάλλον, ξεχνιόνταν, μαλάκωνε η φωνή του και γινόταν άλλος άνθρωπος.
ΤΟ ίδιο συνέβη και εκείνο το πρωί. Συνεπαρμένος από τη συζήτηση, ξεχνούσε ότι οδηγούσε, με αποτέλεσμα να αυξομειώνεται η ταχύτητα του αυτοκινήτου, ανάλογα με την ένταση της συζήτησης.
ΑΛΛΟΤΕ ταξιδεύαμε με 60 χιλιόμετρα την ώρα και άλλοτε με 15! Και εδώ μιλάμε ότι ήταν φρίγουεϊ με όριο τα 100…
ΚΑΙ ενώ εγώ τον άκουγα χωρίς να λέω τίποτα, η γυναίκα του κάθε τόσο του θύμιζε να πατήσει γκάζι η να αλλάξει ταχύτητα. Ο Φώτης όμως αγνοούσε τις υποδείξεις και συνέχιζε να μιλάει.
ΚΑΠΟΙΑ στιγμή το αυτοκίνητο σχεδόν σταμάτησε και ο Φώτης έβαλε πρώτη ταχύτητα (ήταν ένα αρχαίο Hilden τριών ταχυτήτων, με το λεβιέ στο τιμόνι), και συνέχισε να μιλάει, πατώντας ταυτόχρονα και το γκάζι.
«ΘΑ κάψεις τη μηχανή Φώτη», του λέει η γυναίκα του. «Εντάξει», τις απαντά, «θα βάλω δευτέρα». Βάζει δευτέρα και συνεχίζει τη συζήτηση.
ΜΕΤΑ από λίγο επεμβαίνει πάλι η Κατερίνα και του λέει: «Βάλε τρίτη Φώτη!». Και ο Φώτης, εντελώς αυθόρμητα: «Εγώ έμαθα να οδηγώ στο στρατό γυναίκα με Reo που είχε δύο ταχύτητες. Σε παρακαλώ μη ξαναπείς κουβέντα για τον τρόπο που οδηγώ».
ΚΑΙ γυρνώντας προς τα εμένα: «Και που λες Μπάμπη, ούτε ο Μάος ήξερε να οδηγεί, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να κάνει την επανάσταση στην Κίνα…».
ΚΑΛΟ ταξίδι ρε Φώτη, ακόμα και αν οδηγείς με… πρώτη. Αυτά για σήμερα και γεια χαρά.