Η ‘δύσκολη’ Ελλάδα τον κρατά δέσμιο

Με δυο λόγια, ύστερα από δέκα χρόνια που λείπει από την Αυστραλία, ο γνωστός μουσικοσυνθέτης, Τάσος Ιωαννίδης, μου δίνει περιληπτικά την πρώτη του γεύση από τον ελλαδικό χώρο, όταν πήρε τη μεγάλη απόφαση, «για συναισθηματικούς λόγους», ύστερα από 30 χρόνια, να γυρίσει πίσω. Να μη «σκεβρώσει στην Αυστραλία».

Όταν μιλά για το Ηρώδειο αναφέρεται στο Συμφωνικό Ορατόριο «Αποκάλυψις Ιωάννου του Θεολόγου», με τη Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ, τη Χορωδία του Δήμου Αθηνών, υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού, το 2001, ένα σημαντικό ορόσημο που τον γέμισε αισιοδοξία και τον έκανε να σκεφτεί «εδώ είναι Παράδεισος!».
Η προσγείωση, όμως, αμέσως μετά, θα είναι ανώμαλη: «Όταν προσπάθησα να χτυπήσω πόρτες δισκογραφικών εταιριών, να σπάσω τον εμπορικό κλοιό, τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα».

Μιλώντας για «δύσκολα», απροσδόκητα θα επιχειρήσει ένα μπακ φλας και θα ‘ρθει στη Μελβούρνη του 1981: «Μια από τις πιο δύσκολες, αλλά και σημαντικές αποφάσεις που πήρα στη ζωή μου ήταν όταν το 1981 είπα «παύω να είμαι τραγουδιστής. Μ’ ενδιαφέρει η σύνθεση, δεν πρόκειται ν’ ασχοληθώ άλλο με τις ταβέρνες και το τραγούδι στην ελληνική παροικία, γιατί θα μ’ απορροφήσουν. Ήθελα να βγω από μια κατάσταση-“βόλεμα” και να κάνω αυτό που πραγματικά μ’ ενδιέφερε. Αποφάσισα να πέσω στα βαθιά, βουτώντας στο πλατύ ρεύμα».

ΖΕΣΤΟ ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΜΑ

Το αυστραλιανό ρεύμα, όπως αποδείχτηκε, του επιφύλαξε ζεστό καλωσόρισμα.
Το 1981 προσλαμβάνεται ως composer – in – residence του Κρατικού Θεάτρου Αυστραλίας για δύο χρόνια. Μεταξύ άλλων, τον βρίσκουμε να γράφει μουσική για πάνω από 20 θεατρικές παραγωγές, δέκα από τις οποίες ανέβηκαν στο Play – House – Arts Centre. Η μουσική του παίζεται από τη Συμφωνική Ορχήστρα της Μελβούρνης, τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Μελβούρνης, την Melbourne Chamber Orchestra, ενώ δίνει συναυλίες σ’ ολόκληρη την Αυστραλία, την οποία εκπροσωπεί σε διεθνή φεστιβάλ.

Για δύο σχεδόν δεκαετίες δημιουργεί στο κυρίως ρεύμα, ενώ δεν έχει κόψει τους δεσμούς του με την ελληνική παροικία. Διατελεί καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ «Αντίποδες», διδάσκει μουσική στο Κολλέγιο «Άγιος Ιωάννης», παίρνει πρωταγωνιστικό ρόλο σε ποιοτικά πολιτιστικά συμβάντα.
Γράφει μουσική για πάνω από εκατό κινηματογραφικές ταινίες, τηλεοπτικά προγράμματα, ντοκιμαντέρ, παιδικές τηλεοπτικές σειρές, cartoon, εκπαιδευτικά προγράμματα αυστραλιανής παραγωγής που έχουν προβληθεί διεθνώς. Ανάμεσά τους είναι και η ταινία «Silver Brumby», με πρωταγωνιστή τον Russell Crowe, η οποία παίρνει το πρώτο βραβείο μουσικής κινηματογράφου στην Αυστραλία το 1994.

Η Ελλάδα, εντούτοις, δεν τον αφήνει να ησυχάσει. Η ανάγκη να ζήσει και να δημιουργήσει εκεί γίνεται όλο και πιο βασανιστική, μέχρι που τον κυριεύει και το 2000 επιχειρεί, οικογενειακώς, το μεγάλο σάλτο.

Γεύεται το θρίαμβο του Ηρωδείου, οραματίζεται για λίγο τον «Παράδεισο», αλλά αμέσως μετά ξεκινούν τα πολύ δύσκολα: «Μια περίεργη, βασανιστική κατάσταση. Έγραφα μουσικές, δημιουργούσα, χτυπούσα πόρτες. Δεν μπορούσα, όμως, να σπάσω αυτόν τον κλοιό τον εμπορικό. Γιατί εμένα η μουσική μου δεν είναι αυτούσια “εμπορική” και δεν ενέδωσα να γράψω πράγματα τα οποία θα είχαν μια επιτηδευμένη πρόθεση.
Πέρα, όμως, από κει, απαιτείται χρόνος να κάνεις γνωριμίες με στιχουργούς, με τραγουδιστές, με μουσικούς.
Μετά βρήκα έναν στιχουργό, τον Πάνο Σταθόγιαννη, που τα χνώτα μας ταιριάζανε, και έγινε το CD «Να λες το “σ’ αγαπώ” σα μυστικό» με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, τον Φίλιππο Πλιάτσικα και την Μαρία Παπαλεοντίου».

Γίνεται μεγάλη επιτυχία, ο δρόμος, εντούτοις, που διεκδικεί πιεστικά τον Τάσο Ιωαννίδη είναι το παιδικό τραγούδι στην παιδεία. Ένα CD με τίτλο «Λάχανα και Χάχανα», που σε μερικούς μήνες γίνεται χρυσό και του δίνει το έναυσμα να δημιουργήσει και δεύτερο με θέμα την προπαίδεια. Να μαθαίνει το παιδί μέσα από το τραγούδι τον πολλαπλασιασμό. Με ρυθμό και με ρίμα. Αυτό το CD βγήκε στις 3 Δεκέμβρη του 2009 και μέσα στο πρώτο δίμηνο ήταν χρυσό. Το Σεπτέμβρη θα κυκλοφορήσει τρίτο με τον τίτλο του πρώτου, αυτή τη φορά για νηπιαγωγείο. Σ’ αυτό τραγουδούν ο Παντελής Θαλασσινός και η Φωτεινή Δάρρα.

ΤΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΠΑΝΔΟΧΕΙΟ

Τα τελευταία δύο χρόνια ο Τάσος Ιωαννίδης «χτίζει» το Μουσικό Πανδοχείο.
Ένα παλιό αρχοντικό, η βίλα του μεγιστάνα Μιμίκου, από γκρίζα πέτρα λαξεμένη από μάστορες λιθοξόους, αρχιτεκτονική όπου το παραδοσιακό σμίγει αρμονικά με το μοντέρνο, κήπος περιφραγμένος με ξερολιθιά, δυο φοίνικες, ένα ψιλόλιγνο πλατάνι, λουλούδια της ελληνικής γης, γίνεται στέκι έμπνευσης και δημιουργίας.
Μέσα σ’ ένα καταπράσινο περιβάλλον, με τρεχάμενα νερά, στην Άνω Στενή Ευβοίας, στους πρόποδες της Δίρφυς, όπου όλα τα έπιπλα είναι κατασκευασμένα από ξύλο δρυός, ένα πανδοχείο – στούντιο ηχογράφησης.

Ένα πανδοχείο όπου η πολυτέλεια συναντά με άνεση την καλλιτεχνία λεπτής αισθητικής. Μια προσεγμένη εικαστική παρέμβαση, τα κεφαλάρια των κρεβατιών κατασκευασμένα από λεπτές γυμνές φιγούρες γυναικών από σίδηρο, που παίζουν μουσικά όργανα.
Εκεί, ο επισκέπτης γεύεται τη φιλοξενία στην πιο ζεστή και εκλεπτυσμένη μορφή, ενώ συνάμα του δίνεται η δυνατότητα να ηχογραφήσει σε CD δικές του δημιουργίες ή να προσθέσει τη φωνή του στις χιλιάδες επιλεγμένες προτάσεις μας Ελλήνων και ξένων συνθετών.
Σε τακτά χρονικά διαστήματα, διοργανώνονται μουσικές βραδιές με γνωστούς καλλιτέχνες, νέους (στα χρόνια και στην καρδιά), που θέλουν να προβάλουν τη δουλειά τους, αλλά και φιλότεχνες παρέες που επιθυμούν να φανερώσουν το κρυφό τους ταλέντο.

Πού χωρεί, αν χωρεί, η Αυστραλία, σ’ όλα αυτά;
«Με την Αυστραλία δεν έχω παύσει να έχω δεσμούς. Καλλιτεχνικές προτάσεις, όπως μουσική επένδυση κινηματογραφικών έργων, συνεργασία με ταλαντούχους ‘δικούς’ μας, όπως είναι ο Σπύρος Ράντος, από την Βρισβάνη, αλλά και επαφή με τα αδέλφια μου και τους συγγενείς που έχουν ριζώσει στην Αυστραλία. Είναι μια χώρα που μου πρόσφερε την ευκαιρία να σπουδάσω, να αναπτύξω το ταλέντο μου, να δημιουργήσω στο χώρο που ήθελα. Έδωσα και πήρα, αυτό είναι γεγονός και δεν αλλάζει με τίποτα. Τριάντα χρόνια της νιότης μου που δεν πήγαν χαμένα. Η Ελλάδα, όμως, είναι μια ανάγκη συναισθηματική που δεν μπόρεσα ποτέ να ξεπεράσω. Μια φωνή που με καλούσε και δεν μπορούσα να προσποιηθώ ότι δεν την άκουγα».

Πώς είναι σήμερα το ηθικό των ανθρώπων, μέσα στο γενικό αυτό κλίμα της αβεβαιότητας που επικρατεί; Προσωπικά, ‘διαβάζω’ μια απόγνωση στα γράμματα εκείνων που ζητούν να έλθουν στην Αυστραλία, χωρίς να την έχουν δει, χωρίς καν να την έχουν γνωρίσει.

«Ακριβώς, όπως το λες, “απόγνωση”. Ακόμη δεν έχουμε δει τα χειρότερα. Υπάρχει ακόμη λίγο λίπος, που άμα φαγωθεί κι αυτό και μείνει η Ελλάδα πετσί και κόκκαλο, τότε θα δούμε τη σκληρή πραγματικότητα. Προς το παρόν, υπάρχει αυτό το κλίμα της αβεβαιότητας, των πρώτων επιπτώσεων των μέτρων, μια γεύση πικρή που θα τη δοκιμάσουν και οι έχοντες. Γιατί, αν κάποιος έχει ένα ακίνητο στην Κηφισιά, για παράδειγμα, που του αποφέρει 12 χιλιάδες ευρώ το μήνα και ξενοικιαστεί, ξαφνικά μένει στον αέρα. Και επειδή είναι καλομαθημένος, τα χάνει περισσότερο. Δεν ξέρει πώς να αντιδράσει στα δύσκολα. Δυστυχώς, δεν είναι μια κατάσταση πρόσκαιρη. Με την πιο αισιόδοξη εκτίμηση, θα κρατήσει 5–10 χρόνια».

Κανείς λόγος, εντούτοις, για τον ίδιο, για ‘επαναπατρισμό’ στη δεύτερη πατρίδα. Η ‘δύσκολη’ Ελλάδα τον κρατά δέσμιο.