Ολοταχώς προς τα δεξιά μετακινεί το Εργατικό Κόμμα η «θαυματοποιός» πρωθυπουργός, Τζούλια Γκίλαρντ. Μία εβδομάδα μετά την άνοδό της στον πρωθυπουργικό θρόνο, έκανε το δεύτερο θαύμα. Πέτυχε συμβιβασμό με τους χρυσωμένους ιδιοκτήτες εξορυκτικών βιομηχανιών – το πρώτο θαύμα ήταν η «ανάσταση» του νεκρού Εργατικού Κόμματος με την ανύψωσή της στον πρωθυπουργικό θώκο από τα τσακάλια της δεξιάς παράταξης του κόμματός της.

Η πρωθυπουργός, λοιπόν, έκανε αυτό που ο Κέβιν Ραντ αρνήθηκε να κάνει, και πλήρωσε με την ανατροπή του. Ικανοποίησε τα βασικά αιτήματα των ιδιοκτητών εταιρειών εξόρυξης μετάλλων, βέβαιη ότι η βαθιά υπόκλισή της στους βιομηχάνους θα ενισχύσει τις πιθανότητες επανεκλογής της κυβέρνησης.
Οι βιομηχανίες επιδίωξαν και εξασφάλισαν μείωση του φόρου των υψηλών κερδών τους, από 40% σε 30%. Ζήτησαν και εξασφάλισαν αύξηση του κατώτατου ορίου κερδών από 6% στο 13%, δηλαδή να φορολογούνται κέρδη άνω του 13%.

Τις εκπτώσεις αυτές τις αντάλλαξαν με ανάκληση της απειλής τους να «πολεμήσουν» την κυβέρνηση μέχρι τις εκλογές. Ενήμερη κ. Γκίλαρντ της φθοράς του Κέβιν Ραντ από την εκστρατεία των δισεκατομμυριούχων έκανε το συμβιβασμό, με προσδοκώμενο αντάλλαγμα την ψήφο των απειλούμενων εργαζομένων – οι βιομήχανοι έχουν δηλώσει ποιο κόμμα ψηφίζουν και στηρίζουν οικονομικά. 

Αυτό που δεν υπολογίζει η κ. Γκίλαρντ είναι η αντίδραση του όγκου των ψηφοφόρων στο συμβιβασμό, ιδιαίτερα την αντίδραση της βάσης του Εργατικού Κόμματος. Πώς θα αντιδράσει το εκλογικό σώμα στο συμβιβασμό; Θα τον εγκρίνει ως «σωσίβιο» της οικονομίας και του κόμματός τους ή θα τον απορρίψει ως απαράδεκτο συμβιβασμό που θα οδηγήσει και σε άλλους, περισσότερο οδυνηρούς; Θα δεχθεί ο λαός, ότι ο φόρος των υψηλών κερδών ήταν ένα ακόμη, «τραγικό» λάθος του ανατραπέντος Κέβιν Ραντ ή θα καταμερίσει στην κ. Γκίλαρντ και τον θησαυροφύλακα, Γουέϊν Σουάν, το μερίδιο της ευθύνης που τους αναλογεί;

Το εκλογικό σώμα εγκατέλειψε την κυβέρνηση Ραντ, διαμαρτυρόμενο για τις αναδιπλώσεις και τις υπαναχωρήσεις του πρώην πρωθυπουργού. Το συνεχές ολίσθημα του κ. Ραντ και του Εργατικού Κόμματος στις δημοσκοπήσεις καταδείκνυε την αρνητική αντίδραση των ψηφοφόρων στο «είπα -ξείπα» των πολιτικών ηγετών του.
 Η κ. Γκίλαρντ και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Γουέϊν Σουάν, ήταν μέλη της «κυβέρνησης της κουζίνας» του κ. Ραντ που «ευλόγησε» το φόρο υπερκερδών ως μέσον μερικής κάλυψης των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού. Δεν εκτιμούσαν, τότε, την οικονομική και πολιτική «επικινδυνότητα» του φόρου και την εκτιμούν σήμερα;

Αστεία πράγματα. Απλά, τότε δεν είχαν την ευθύνη επανεκλογής της κυβέρνησης και απέφευγαν τη σύγκρουση με τον Ραντ. Απέφευγαν τη σύγκρουση για να μην διαταράξουν τις σχέσεις τους με πιθανούς ψηφοφόρους τους στην αναμέτρηση Ραντ–Γκίλαρντ για την πρωθυπουργία. Γι’ αυτό και η ανατροπή του Κέβιν Ραντ ήταν αναίμακτη.

Ο συμβιβασμός ίσως αποφέρει πρόσκαιρα οφέλη για την εθνική οικονομία και πολιτικά για την κυβέρνηση Γκίλαρντ. Μακροπρόθεσμα, όμως, θα ζημιώσει την οικονομία, την κυβέρνηση και τον λαό,  διότι οι μεγιστάνες που επέβαλαν τη θέλησή τους στην κυβέρνηση με κούφιες απειλές θα συνεχίσουν να πιέζουν για μεγαλύτερες εκπτώσεις κραδαίνοντας, εκ νέου, την απειλή να πάρουν τα κεφάλαιά τους και να φύγουν από την Αυστραλία.

Προχθές, η κ. Γκίλαρντ αποτόλμησε και το τρίτο θαύμα. Αφόρισε την πολιτική ορθότητα και εξήγγειλε «σκληρά μέτρα» κατά των προσφύγων. Στην πράξη έκανε άλλο ένα βήμα προς τα δεξιά για να εξαγοράσει την ψήφο των κοκκινοτράχηλων, που ψηφίζουν σε επαρχιακές και οριακές έδρες της επικράτειας.
Δύο εβδομάδες, περίπου, μετά τη δήλωση του Κέβιν Ραντ, ότι το Εργατικό Κόμμα «δεν θα μετακινηθεί προς τα δεξιά στο θέμα των προσφύγων» όπως το συμβουλεύουν, προφανώς οι επιτελικοί του κόμματος, η κ. Γκίλαρντ έκανε ψηφοθηρικό βήμα προς τα δεξιά απογοητεύοντας περισσότερους ψηφοφόρους με τον λαϊκισμό της.

 Αντιγράφοντας την πολιτική «Pacific Solution»  του Τζον Χάουαρντ, που προέβλεπε την αποστολή των προσφύγων στα νησιά Christmas Island, Manus Island στην Papua New Guinea,  στο Nauru και τη Νέα Ζηλανδία η κ. Γκίλαρντ ανακοίνωσε τη δημιουργία κέντρου στέγασης των προσφύγων και διεκπεραίωσης των αιτήσεών τους, για παροχή ασύλου από την Αυστραλία, στο Ανατολικό Τιμόρ.

Αυτό επιβάλλουν, κυρία πρωθυπουργέ, οι «αξίες» των Αυστραλών πολιτών, που επικαλεστήκατε για να γελοιοποιήσετε την υπόσχεση του Τόνι Άμποτ «να στέλνει πίσω» στις χώρες προέλευσής τους τα καράβια με πρόσφυγες; Σίγουρα, όχι. Βασική αξία του Αυστραλιανού λαού είναι το “Fair Go” – η παροχή ίσης ευκαιρίας σε όλους τους συνανθρώπους. Δεν είναι η ισοπέδωση αρχών και αξιών για να παραμείνει το Εργατικό Κόμμα τις εκλογές.

Ο λαός τιμώρησε τον Τζον Χάουαρντ για την άκαρδη μεταχείριση των προσφύγων. Εσείς τις περιμένετε, βραβείο;
Ως εργαζόμενος πολίτης τούτης της χώρας, διαμαρτύρομαι έντονα  διότι ο συμβιβασμός με την εξορυκτική βιομηχανία θα μειώσει αυτό που μου υποσχόταν η κ. Γκίλαρντ πριν γίνει πρωθυπουργός, δηλαδή «δικαιότερο μερίδιο» από τον αναντικατάστατο πλούτο που βγαίνει από τα σπλάχνα της αυστραλιανής γης, που είναι και δική μου ιδιοκτησία.

Ως Αυστραλός πολίτης διαμαρτύρομαι, εξ ίσου έντονα, για τη μετακίνηση της κυβέρνησης Γκίλαρντ προς τα δεξιά και στο θέμα των προσφύγων. Δηλώνω, δε, βαθιά προβληματισμένος, για το ποιο κόμμα θα πρέπει να ψηφίσω την ημέρα των εκλογών, αφού οι Εργατικοί της κ. Γκίλαρντ και οι Φιλελεύθεροι του Τόνι Άμποτ διαφέρουν κατ’ όνομα, μόνο και «οι Πράσινοι» εξακολουθούν να αιθεροβατούν.