Μελέτες άνω των 30 χρόνων, με θέμα την ελληνική οικογένεια και την οικογένεια άλλων χωρών, με επικεφαλής τον κ. Δ. Γεώργα, δίνουν μια ευρεία εικόνα αναφορικά με τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί στο χώρο της οικογένειας. Ο γνωστός επιστήμονας βρίσκεται στην πόλη μας προκειμένου να συμμετάσχει σε δύο διεθνή συνέδρια και ο «Νέος Κόσμος», δράττοντας την ευκαιρία, ζητά απαντήσεις σ’ ένα θέμα που ενδιαφέρει και – συνάμα – δημιουργεί πολλά ερωτηματικά στην ομογένεια. Συχνά οι ομογενείς της μαζικής μετανάστευσης, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, μετά από δέκα, είκοσι ή τριάντα χρόνια, βρίσκουν ότι πολλά έχουν αλλάξει στη σύγχρονη ελληνική οικογένεια. Μιλούν για ‘ασύδοτη ελευθερία’ των νέων, για έλλειψη σεβασμού προς τους γονείς, για απομόνωση της πυρηνικής οικογένειας, ακόμη και για κρίση του οικογενειακού θεσμού.
– Περνά κρίση η ελληνική οικογένεια;
«Εδώ και πάρα πολλά χρόνια, πολλοί μιλάνε για την κρίση και τη διάλυση της ελληνικής οικογένειας. Αυτό, στις έρευνες που έχουμε κάνει, δεν το βλέπουμε.
Εκείνο που, σίγουρα, υπάρχει, είναι η αλλαγή στη δομή της οικογένειας. Αλλαγή που οφείλεται, κατά ένα μεγάλο μέρος στην εσωτερική μετανάστευση. Στο γεγονός ότι η εκτεταμένη οικογένεια ή πατριαρχική μετατρέπεται σε πυρηνική.
Όταν το ζευγάρι με τα παιδιά του από το χωριό έρχεται, για παράδειγμα, να ζήσει στην Αθήνα και μένει σ’ ένα διαμέρισμα, αναγκαστικά η δομή αλλάζει. Δεν γίνεται πλέον να ζουν όλοι μαζί στο ίδιο σπίτι. Επίσης, αλλάζουν και οι ασχολίες.
Εκείνο, όμως, το οποίο διαπιστώσαμε και παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, είναι ότι το φαινόμενο αυτό, ή η αλλαγή, αν θέλετε, στη δομή της οικογένειας, δεν επηρεάζει τις συναισθηματικές σχέσεις της εκτεταμένης οικογένειας. Οι τηλεφωνικές επαφές είναι συχνές, όσο και οι επισκέψεις στο χωριό, στην πρώτη ευκαιρία. Μετά βλέπουμε ότι μπορεί μέλη της ευρείας οικογένειας να μένουν στην ίδια πολυκατοικία, σε χωριστά διαμερίσματα ή στην ίδια περιοχή».
– Παρατηρούμε εντούτοις κάποιες αλλαγές αξιών.
«Αυτό, ναι. Βρήκαμε ότι οι ιεραρχικοί ρόλοι του πατέρα και της μητέρας απορρίπτονται από όλες τις ηλικίες. Οι παλιές αξίες δεν γίνονται δεκτές. Όπως: Ο πατέρας πρέπει να είναι ο αρχηγός της οικογένειας. Να κουμαντάρει τα χρήματα του σπιτιού. Να είναι ο χρηματοδότης. Να δίνει προίκα στην κόρη του.
Η μητέρα πρέπει να ζει για τα παιδιά της. Να δέχεται τις αποφάσεις του πατέρα. Να συμφωνεί με τη γνώμη του πατέρα. Να ψηφίζει όπως ο πατέρας. Η θέση της μητέρας είναι στο σπίτι.
Βρέθηκε ειδικότερα, ότι οι έφηβοι και οι φοιτητές – ιδιαίτερα οι γυναίκες συγκριτικά με τους άντρες – απορρίπτουν σε μεγαλύτερο βαθμό τις συνδεδεμένες με τον πατριαρχικό ρόλο και τη δύναμη του πατέρα αξίες.
Οι μητέρες, παρ’ ότι δεν τις απορρίπτουν, δεν συμφωνούν τόσο με τις αξίες αυτές όσο οι πατέρες. Επίσης, οι κάτοικοι της Αθήνας διαφωνούν περισσότερο με τις αξίες αυτές, σε σύγκριση με κατοίκους μικρών πόλεων στην επαρχία».
– Με ποιες οικογενειακές αξίες βρέθηκε ότι συμφωνούν οι νέοι σήμερα;
«Θα σας πω. Αξίες όπως οι γονείς δεν πρέπει να μαλώνουν μπροστά στα παιδιά τους. Πρέπει να μαθαίνουν στα παιδιά τους να φέρονται σωστά. Πρέπει να είμαστε φιλότιμοι. Τα προβλήματα της οικογένειας λύνονται μέσα στην οικογένεια. Η μητέρα πρέπει να είναι σύμβουλος. Η μόρφωση και η επαγγελματική κατάρτιση είναι η καλύτερη προίκα για τη γυναίκα».
– Ως προς τις δικές τους υποχρεώσεις προς τους γονείς και τους συγγενείς, είχατε απαντήσεις;
«Βέβαια. Στην ενότητα περί οικογενειακών αξιών που αφορά στις υποχρεώσεις παιδιών προς οικογένεια και συγγενείς, συμφώνησαν στα εξής: Τα παιδιά έχουν την υποχρέωση να φροντίσουν τους γονείς όταν γεράσουν. Να δουλεύουν για να βοηθούν την οικογένεια. Να βοηθούν στις δουλειές του σπιτιού. Να σέβονται τους παππούδες, Να διατηρούν καλές σχέσεις με συγγενείς».
– Επομένως, οι νέοι δεν απορρίπτουν όλες τις παραδοσιακές αξίες, όπως ευρέως υποστηρίζεται σήμερα, ιδιαίτερα από ομογενείς που επισκέπτονται τη γενέτειρα.
«Σαφώς, όχι. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις έρευνες που κάναμε, οι έφηβοι και οι φοιτητές δεν απορρίπτουν όλες τις παραδοσιακές αξίες της εκτεταμένης οικογένειας, αλλά μόνον αυτές που έχουν σχέση με την αυστηρή ιεράρχηση των ρόλων του πατέρα και της μητέρας, με τον απόλυτο έλεγχο των οικονομικών του σπιτιού από τον άνδρα-πατέρα, τον αυταρχικό ρόλο του πατέρα και την υποδεέστερη θέση της μητέρας. Απορρίπτονται, δηλαδή, οι οικογενειακές αξίες οι οποίες σχετίζονται με την κοινωνική δύναμη στην οικογένεια, δηλαδή, με τη νόμιμη εξουσία του πατέρα-άντρα – σε αγροτικές κοινωνίες να ελέγχει απόλυτα τη μητέρα-γυναίκα. Επομένως, τα ευρήματα των ερευνών μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι σύγχρονοι έφηβοι και νέοι συμφωνούν, τόσο στην Αθήνα, όσο και στην επαρχία, με παραδοσιακές αξίες της εκτεταμένης αγροτικής οικογένειας σχετικές με αλληλοβοήθεια, με σεβασμό, με υποχρεώσεις προς γονείς, συγγενείς κ.ά. Η διαπίστωση αυτή αποτελεί ένδειξη συναισθηματικής συνοχής ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας καθώς και ότι η ελληνική οικογένεια εξελίσσεται σ’ ένα θεσμό που ίσως καλύπτει όλο και περισσότερες συναισθηματικές και πρακτικές ανάγκες των μελών της, στα πλαίσια της ελληνικής κοινωνίας που από το ’60 και μετά εξελίσσεται με ταχείς ρυθμούς».
– Στις έρευνές σας εξετάσατε και το θέμα της απομόνωσης ή μη της πυρηνικής οικογένειας από τους συγγενείς, ποιο ήταν το συμπέρασμα;
«Στην ερώτηση της έρευνας ‘πόσο κοντά κατοικούν τα μέλη της πυρηνικής οικογένειας με συγγενείς’, ρωτήθηκαν κάτοικοι της Αθήνας, του Πειραιά και των προαστίων, κάτοικοι πόλεων με πληθυσμό άνω των 10.000 κατοίκων και κάτοικοι χωριών με πληθυσμό κάτω των 10.000 κατοίκων. Ένα συμπέρασμα, λοιπόν, από τις έρευνες αυτές, είναι ότι ένα σημαντικό ποσοστό των οικογενειών στην Αθήνα κατοικούν σε διπλανούς χώρους ή σπίτια, όπως συμβαίνει και στο χωριό. Στην Αθήνα, οικογένειες που φαινομενικά παρουσιάζονται ως πυρηνικές (διότι στο διαμέρισμα κατοικούν μόνο ο πατέρας, η μητέρα και τα ανήλικα παιδιά) έχουν σε διπλανό διαμέρισμα ή σε διπλανό σπίτι η στην ίδια γειτονιά στενούς συγγενείς, δηλαδή, παππούδες, θείους, ξαδέλφια, πεθερικά, κ.ά., ένδειξη ότι και χωροταξικά η ελληνική οικογένεια διατηρεί πολλά από τα παραδοσιακά της στοιχεία. Μπορούμε να μιλήσουμε για ένα σχήμα της «εκτεταμένης αστικής οικογένειας», δηλαδή, το σχήμα της παραδοσιακής αγροτικής οικογένειας έχει αλλάξει λίγο στην Αθήνα και στις μεγάλες πόλεις, αλλά, ψυχολογικές λειτουργίες που αφορούν τις σχέσεις με συγγενείς δεν έχουν αλλάξει τόσο πολύ. Απλά, υπάρχουν περισσότερες οικογένειες με χωριστά νοικοκυριά».
– Πόσο έχει επηρεάσει την ελληνική οικογένεια το γεγονός ότι μεγαλύτερος αριθμός μητέρων – γυναικών σήμερα είναι στον εργασιακό χώρο;
«Είναι γεγονός ότι η γυναίκα σήμερα εργάζεται και περισσότερες γυναίκες είναι στα πανεπιστήμια από άντρες. Επομένως, η δύναμη της γυναίκας σήμερα στην οικογένεια έχει αυξηθεί, αποτέλεσμα της οικονομικής της προσφοράς στην οικογένεια, της αλλαγής των νόμων όσον αφορά το οικογενειακό δίκαιο και άλλων αλλαγών. Ο ρόλος του πατέρα ως αρχηγού μειώνεται. Να μη μας διαφεύγει, εντούτοις, ότι ο τρόπος ζωής της γυναίκας σήμερα είναι πολύ πιο δύσκολος. Η εργαζόμενη γυναίκα γυρίζει στο σπίτι και αρχίζει τις δουλειές του σπιτιού. Επομένως, οι ευθύνες με τις οποίες έχει επιφορτιστεί είναι περισσότερες από πριν».
– Η νέα τεχνολογία δημιουργεί, κατά τη γνώμη σας χάσμα μεταξύ γονέων και παιδιών; Οι νέες γνώσεις οπλίζουν τους νέους με κάποιο πνεύμα υπεροχής απέναντι στους γονείς, έχει δε αυτό οδηγήσει στην έλλειψη σεβασμού για την οποία πολλοί μιλούν σήμερα;
« To παιδί δεν είναι ότι δεν σέβεται, αλλά απλά δεν ανέχεται τον αυταρχισμό του πατέρα. Υπάρχει έλλειψη σεβασμού, ναι, με την παλιά μορφή, όμως, που σήμαινε τυφλή υπακοή.
Σήμερα, με την εκπαίδευση στη σύγχρονη κοινωνία, οι νέοι μαθαίνουνε πάρα πολλά. Αν πάμε στην αγροτική μας κοινωνία, στο χωριό, όταν είχαν κάποιο πρόβλημα με κάποιο κατσίκι, για παράδειγμα, που αρρώσταινε, ρωτούσαν τον παππού. Αυτός ήξερε να τους πει τι να κάνουνε. Σήμερα η γνώση μαθαίνεται στο σχολείο. Και είναι απαραίτητη αυτή η γνώση για τη σταδιοδρομία τους. Επομένως, οι νέοι σήμερα ξέρουν περισσότερα από τον πατέρα τους και, επιπλέον, δεν εξαρτώνται οικονομικά από κείνον, όπως συνέβαινε παλιά. Τώρα οι νέοι εργάζονται και δε χρειάζεται να ρωτάνε τον πατέρα τι θα κάνουν. Αποφασίζουν οι ίδιοι. Υπάρχει μια αυτονομία. Σέβονται μεν και αγαπάνε τον πατέρα, δεν τον υπακούουν όμως τυφλά».
Ας μη μας τρομάζουν οι αλλαγές. Η ελληνική οικογένεια δεν περνά κρίση, είναι το συμπέρασμα του κ. Γεώργα.