Η Τζούλια Γκίλαρντ αναθέρμανε τις ελπίδες του Εργατικού Κόμματος για νίκη στις επικείμενες εθνικές εκλογές, λένε οι τελευταίες δημοσκοπήσεις.
Ο «ρεαλισμός» της πρωθυπουργού φαίνεται να απηχεί θετικά στους ψηφοφόρους, που πριν την πραξικοπηματική ανατροπή του Κέβιν Ραντ είχαν απομακρυνθεί από το Εργατικό Κόμμα ή παλινδρομούσαν.
Η άνοδος της ψήφου του Εργατικού Κόμματος σε 39% στην πρώτη καταμέτρηση είναι ελπιδοφόρα, εάν συγκριθεί με το 33% που είχε πέσει πριν την ανατροπή του κ. Ραντ. Δεν αποτελεί, όμως, εγγύηση για επανεκλογή της κυβέρνησης Γκίλαρντ. Το κυβερνών κόμμα βρίσκεται πίσω από την αντιπολίτευση στην πρώτη καταμέτρηση, αλλά παίρνει προβάδισμα στη δεύτερη με 52% των ψήφων έναντι 48% του Συνασπισμού των συντηρητικών κομμάτων.
Η ψήφος της αντιπολίτευσης έχει σταθεροποιηθεί στο 42% στην πρώτη καταμέτρηση. Η υπεροχή αυτή χάνεται, όμως, στη δεύτερη καταμέτρηση, που το Εργατικό Κόμμα ενισχύεται από τις δεύτερες προτιμήσεις των ψηφοφόρων των άλλων πολιτικών κομμάτων. Εξ ου και η αγωνία των επιτελικών του Συνασπισμού για την πορεία του στις εκλογές.
Η αγωνία της αξιωματικής αντιπολίτευσης επιτάθηκε από την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της Αποθεματικής Τράπεζας να μην ανεβάσει τα επιτόκια και η δημοσίευση από το κοινοπολιτειακό θησαυροφυλάκιο εκτίμησής του, ότι το κρατικό εισόδημα το τρέχον οικονομικό έτος θα είναι υψηλότερο από αυτό που προβλέπει ο προϋπολογισμός.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν, ότι η πλειοψηφία των ψηφοφόρων (53%) θεωρούν το Συνασπισμό καλύτερο διαχειριστή της εθνικής οικονομίας και των τόκων, παρά την κοινή ομολογία ότι η Εργατική κυβέρνηση Ραντ διαχειρίστηκε αποτελεσματικά την παγκόσμια οικονομική κρίση και απέτρεψε, με τις δημοσιονομικές παρεμβάσεις της, το ολίσθημα της αυστραλιανής οικονομίας σε ύφεση.
Η σταθεροποίηση των τόκων και η εκτίμηση του θησαυροφυλακίου, ότι το κρατικό εισόδημα θα είναι τουλάχιστον 5 δισεκατομμύρια υψηλότερο από αυτό που προβλέπει ο προϋπολογισμός, ενισχύουν άμεσα τον ισχυρισμό των κυβερνώντων ότι είναι εξ ίσου καλοί, αν όχι καλύτεροι διαχειριστές της οικονομίας από τους Λίμπεραλ.
Η κατάσταση της οικονομίας και των τόκων είναι βασικό κριτήριο του ψηφοφόρου μπροστά στην κάλπη. Αν στο χρονικό διάστημα που απομένει μέχρι τις εκλογές η κ. Γκίλαρντ δεν καταφέρει να πείσει τους ψηφοφόρους, ότι η κυβέρνησή της είναι υπεύθυνος διαχειριστής της οικονομίας, θα κινδυνεύσει να χάσει τις εκλογές.
Η δημοσίευση, παραμονή των εκλογών, των εκτιμήσεων του θησαυροφυλακίου για αύξηση του κρατικού εισοδήματος από φόρους, εξ αιτίας της αυξημένης δραστηριότητας βασικών κλάδων της οικονομίας και του ανερχόμενου κόστους εξαγώγιμων προϊόντων, προσμετράται στα θετικά της κυβέρνησης. Ωφέλιμη για την κυβέρνηση κρίνεται και η εκτίμηση του θησαυροφυλακίου για πτώση της ανεργίας κάτω από 5% του εργατικού δυναμικού της χώρας.
Αν η κυβέρνηση επιτύχει, μέχρι τις εκλογές, να οριστικοποιήσει τη συμφωνία με τις πολιτείες, για βελτίωση της δημόσιας υγείας, πείθοντας την «αντάρτισσα» κυβέρνηση της Δυτικής Αυστραλίας να υιοθετήσει, και αυτή, τη συμφωνία θα έχει εξασφαλίσει άλλο ένα ισχυρό χαρτί κατά της αντιπολίτευσης.
Ο λαός περιμένει σημαντικές εξαγγελίες και για την παιδεία, το άλλο άμεσο ενδιαφέρον του. Η κυβέρνηση ανακοίνωσε προχθές την επιδότηση των σχολικών ενδυμασιών (school uniforms) με πρόσθετες φορολογικές εκπτώσεις για γονείς με παιδιά σχολικής ηλικίας – 390 δολάρια έκπτωση για γονείς παιδιών του Δημοτικού και 779 για γονείς παιδιών του Γυμνασίου. Αναμένονται και άλλες εξαγγελίες, οι οποίες θα στοχεύουν τη μέση τάξη που η κυβέρνηση προσπαθεί να προσεταιρισθεί.
Στο άλλο, βασικό ενδιαφέρον του μέσου ψηφοφόρου, τις εργασιακές σχέσεις, η κυβέρνηση έχει εξασφαλίσει τη στήριξη της πλειοψηφίας των εργαζομένων με την κατάργηση της εργασιακής πολιτικής WorkChoice, που η αντιπολίτευση υπόσχεται να επαναφέρει, εάν κερδίσει τις εκλογές.
Η κ. Γκίλαρντ καλείται να καταθέσει και ικανοποιητική εναλλακτική πρόταση για την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών μετά την αρχειοθέτησης της πολιτικής Ραντ για την Εμπορία Ρύπων. Η εναλλακτική κυβερνητική πρόταση θα πρέπει να απαντά στον προβληματισμό του λαού για τις κλιματικές αλλαγές, να ακυρώνει την ψηφοθηρική ρητορεία των «Πρασίνων» και την εκφοβιστική τακτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Κρίνοντας από τις δημοσκοπήσεις το θέμα των προσφύγων απασχολεί το ένα πέμπτο, περίπου, των ψηφοφόρων. Οι υπόλοιποι ψηφοφόροι αδυνατούν να διαχωρίσουν την πολιτική της κυβέρνησης από αυτή της αξιωματικής αντιπολίτευσης και δεν αποκλείεται να μην μπορέσουν να βρουν τις διαφορές μέχρι τις εκλογές.
Αξίζει, κατά συνέπεια, να διαθέτει η κυβέρνηση χρόνο και ενέργεια για τη διαμόρφωση και προώθηση σκληρής πολιτικής κατά των προσφύγων, η εκλογική αξία της οποίας είναι αμφίβολη, αν όχι επικίνδυνη για το Εργατικό Κόμμα που έχει παράδοση ανθρώπινης αντιμετώπισης των προσφύγων;
Συμπερασματικά, το Εργατικό Κόμμα δικαιούται να ελπίζει για την παραμονή του στην εξουσία, εάν και εφόσον η πρωθυπουργός αποφύγει τις γκάφες και οι προγραμματικές εξαγγελίες της ικανοποιούν την πλειοψηφία των ψηφοφόρων.