Και ήταν, που λετε, μια φορά και ένα καιρό μια μάνα από εκείνες που δεν μπορείς να την περιγράψεις απόλυτα και εύκολα.
Όλες οι μάνες, εκείνες οι παλιές, οι αρχόντισσες, οι επιβλητικές, έμοιαζαν.  Εκείνες που μαλάκωνε και γλύκαινε το βλέμμα τους  σαν θωρούσαν τα παιδιά τους, τα καμάρια τους, έμοιαζαν.  Όσες απέμειναν, πολύ λίγες, μοιάζουν ίδιες.

Μοιάζουν σαν να έχουν περάσει, όλες, από την ίδια σχολή.

Όλες από εκείνο το σχολειό, που σε μαθαίνει να ζεις και να αναπνέεις για τη φαμίλια σου.  Να παίρνεις ευτυχία δίνοντας στα παιδιά σου φροντίδα και στοργή, σκεπάζοντάς τα με τις φτερούγες της αγάπης της ξεχωριστής, της μοναδικής.

Ο γράφων ορφάνεψε μικρός, σχεδόν αμούστακο παιδί, κοντά στα δεκαπέντε του.  Από τότε και μέχρι σήμερα, ναι μέχρι σήμερα που έγινε πατέρας και παππούς, ανακαλύπτει τι σημαίνει ορφάνια και κοιτάζει, με δέος, τα σημάδια και τις ουλές που του άφησε.
Η Θεοτόκος αν αγαπήθηκε πολύ από τους Χριστιανούς, δεν ήταν μόνο γιατί ήταν Παναγία και μητέρα του Χριστού,  Ήταν μια μάνα, μια πονεμένη μάνα που έχασε το παλικάρι της στα τριάντα τρία του χρόνια.

Τη μάνα εκείνη της ιστορίας μας, που δεν μπορείς να την περιγράψεις απόλυτα, τη μάνα εκείνη της «παλιάς» που λένε εποχής, εκείνη που έχει γίνει, πραγματικά, είδος υπό εξαφάνιση, θα προσπαθήσω να σας την περιγράψω από αφηγήσεις, και από το λίγο που τη γνώρισα και το πολύ που τη θαύμασα.
Θα σας περιγράψω την πρωταγωνίστρια, εγώ σαν σκηνοθέτης, του γνωστού, κλασσικού θεατρικού έργου που λέγεται «ζωή». 
Σε τρεις πράξεις, ρεαλιστικά, θα γνωρίσετε καταστάσεις που τις ζήσατε και εσείς, τις χαρήκατε, τις νοιώσατε και τις ξεχάσατε.
Πράξης Πρώτη:   Το σκηνικό παρουσιάζει την αρχόντισσα μάνα να περιμένει το γιο της, το «παιδί» στο σπίτι της. 
Όλες οι μάνες περιμένουν το «παιδί». 

 
Κι’ αν ακόμη το παιδί έχει περάσει τα εβδομήντα, τα μαλλιά του μοιάζουν με μπαμπάκι, αν έχει κυρτώσει και αν έχει δέκα αρρώστιες περισσότερες από τη γριά μάνα του, που πλησιάζει τα εκατό, για τη μάνα είναι το… παιδί. 

Όλα είναι σχεδόν έτοιμα, το φαγητό που του αρέσει, θα είναι ζεστό και θα «κατέβει» από τη φωτιά, δέκα λεπτά πριν έλθει.  Δεν θ’ αργήσει, ο Τάκης.  Μπορεί για άλλους να μη νοιάζεται μα σαν τον περιμένει η μάνα του, είναι πάντα στην ώρα του.   Παλιά ξεχώριζε τον ήχο του αυτοκινήτου του γιου της.  Τώρα άκουει την πόρτα από το ταξί που τον φέρνει και την εξώπορτα. 

Κρασί και ούζο στην άκρη του τραπεζιού.  Πριν μπουν στο κυρίως γεύμα, το φαγητό που του αρέσει, υπάρχει «χώρος» για ένα μικρό ουζάκι και ένα μεζέ φτιαγμένο από τα χέρια της μάνας του.
Θα του πει τα νέα της και θα του πει πως είναι καλά κι’ ας πόναγε ψες όλη τη νύχτα, κι’ ας πονάει ακόμη.

Θυμάται που σταμάτησαν τη συζήτηση την περασμένη εβδομάδα, όταν ξαφνικά, μετά τον καφέ, της είπε: «Μάνα, πρέπει να φύγω, έχω δουλειά.  Θα τα πούμε την άλλη Κυριακή.»
– Τι θέλεις να σου φτιάξω την άλλη εβδομάδα, γιε μου;
– Φτιάξε ότι θέλεις μάνα.  Ξέρεις τι μ’ αρέσει.  Γεια σου μάνα.
– Γεια σου γιε μου.  Καλό δρόμο.
Εκείνο το «γιε» μου το έλεγε και κόλλαγε το στόμα της. 
Τον αγκάλιαζε με τα μάτια της και το βλέμμα της τον συνόδευε μέχρι να χαθεί στη στροφή  και μετά.
Πράξης Δευτέρα:  Ο γιος (ο Τάκης) ετοιμάζεται να φύγει.  Πηγαίνει στην μητέρα του.  Τον περιμένει για φαγητό.  Εκατό προσκλήσεις να έχει, τις απορρίπτει, χωρίς καμιά συζήτηση, για να μη χάσει το γεύμα που έχει ετοιμάσει η μάνα. Μην χάσει το γεύμα και όλη την ζεστή ατμόσφαιρα που έμοιαζε με τη ζεστή αγκαλιά της.
-Έχει βάλει τα περιοδικά και τις εφημερίδες για τη μητέρα μου;  Ξέρεις τα διαβάζει όλα.  Περισσότερα ξέρει για την εφημερίδα από εμάς που δουλεύουμε εδώ μέσα.  Μου λεει για ορισμένα θέματα που δεν τα έχω διαβάσει και ντρέπομαι.
Εκείνο το ούζο, ρε παιδάκι μου, από που το παίρνεις;  Εκεί στη γειτονιά της μάνας μου δεν το βρίσκω.  Αν βρεις πάρε κανένα μπουκάλι παραπάνω.  Αυτό που πήραμε την τελευταία φορά το ήπιαμε σιγά- σιγά  (γελάει). 

– Πως είναι η μητέρα σου Τάκη;  
– Θέλει να δείξε πως είναι καλά.  Την βλέπω κουρασμένη, προσπαθεί να μου το κρύψει να μην στεναχωρηθώ.  Ο γιατρός που τον ρωτάω, χαμογελάει και μου απαντά να εύχομαι να φτάσουμε τα χρόνια της.  Τι του λες τώρα.  Ήλθε το ταξί. Φεύγω.

  Τρίτη και Τελευταία Πράξης:
Ο Τάκης στο διάδρομο των γραφείων του Νέου Κόσμου.  Τραγική φιγούρα του εαυτού του θα έλεγαν οι λογοτέχνες.  Πριν ένα λεπτό πληροφορήθηκε το θάνατο της μάνας του.  Μοιάζει χαμένος.  Ο άνθρωπος που τον σκέπαζε, μόνιμα, με έναν βελούδινο μανδύα αγάπης, έφυγε για πάντα.  Φοβάται πως, φεύγοντας, πήρε τον μανδύα μαζί της και έμεινε ορφανός από μάνα και από αγάπη, πεντάρφανος.
Φοβάμαι.  Ορφάνεψα. Νοιώθω μόνος… Φοβάμαι.

Πέφτει η αυλαία.
Ένα δάκρυ από κάποιον που ξέρει τι θα πει ορφάνια.  Ένα κερί στη μνήμη της κυρίας Ευτυχίας.