Ξεφυλλίζοντας τον Νέο Κόσμο της Δευτέρας, λέω: «Ας ρίξω και μια ματιά στις σελίδες των πεθαμένων, μπας και πάρει το μάτι μου κανέναν γνωστό». Και, όντως, πήρε έναν συμπατριώτη μου. Μετά, λέω: «Ας μετρήσω πόσοι συμπάροικοι δρασκέλισαν το κατώφλι της ανυπαρξίας». Διάβολε! Σε πέντε μέρες (από Τετάρτη έως Κυριακή) χάσαμε έντεκα συμπάροικους – κάθε μέρα πάνω από δύο αναχωρούν . . .
Αναχώρησε και ο αγαπητός μας φίλος, ο Θωμάς Αποστόλου. Τον Θωμά γνώρισα πριν από δέκα περίπου χρόνια, όταν αποφάσισε να παρακολουθεί τα μαθήματα που παρέδιδα στο R.M.I.T. Τότε ήταν γερός, κοτσονάτος, πήγαινε κυνήγι, μου έφερνε φρέσκα, άγρια χόρτα, χοντρές ελιές και μέλι στην κηρύθρα. Θαύμαζα το μεράκι του για οψιμάθεια. Και σαν τον βρήκε η άτιμη αρρώστια και ο καρκίνος ροκάνιζε – αργά αλλά σταθερά – τα κόκαλά του, αυτός δεν το έβαζε κάτω: ερχόταν στο μάθημα, παρέα με το χαμόγελό του, μέχρι που στεκόταν όρθιος!
Όταν τελειώναμε το μάθημα, πηγαίναμε να «τσιμπήσουμε» κάτι και να «νοτίσουμε» τη γλώσσα μας με λίγο ποτό. Ο Θωμάς γινόταν δάσκαλος κι εγώ μαθητής. Δεν χόρταινα ν’ ακούω τις περιπέτειές του, στη γενέτειρα κι εδώ. Ένα βράδυ μου παρέδωσε ένα μάθημα για το πώς τρώγεται ο αχινός!
Όχι, για μένα, ο Θωμάς δεν είναι «φευγάτος»: σεργιανίζει ολοζώντανος στα στενορύμια του μυαλού μου. Η βραχνιασμένη του φωνή χοροπηδά στων αφτιών μου τα τύμπανα και ακούω τις ατέλειωτες ιστορίες του . . . Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει. Εκεί που είχε φτάσει, «κρείττον το μη ζην ή ζην αθλίως». Και μιας και το έφερε η κουβέντα για παππούδες, ας δούμε τις ιδέες που είχαν οι αρχαίοι σοφοί πρόγονοί μας για το γήρας και τον θάνατο.
ΤΟ ΓΗΡΑΣ
Σχετικά με το γήρας, οι αρχαίοι Έλληνες είχαν διαφορετικές ιδέες – άλλοι το έβλεπαν με μάτι ταραγμένο, και άλλοι με μάτι ήρεμο. Ο Μένανδρος ανήκει στην πρώτη κατηγορία, λέγοντας το περιβόητο: «φοβού το γήρας, ου γαρ έρχεται μόνον», δηλ. «να φοβάσαι τα γηρατειά, γιατί δεν έρχονται μόνα τους». Ναι, τα γηρατειά κουβαλούν ένα σωρό αρρώστιες που τις φορτώνουν πάνω στο ρυτιδιασμένο μας κορμί. Και ο Μένανδρος συνεχίζει, λέγοντας: «χαλεπόν το γήράς εστιν ανθρώποις βάρος», δηλ. «δύσκολα τα γηρατειά, βάρος δυσβάσταχτο για τους ανθρώπους». Τα γηρατειά δεν είναι βάρος μόνο για αυτούς που τα νιώθουν, αλλά και για τους οικείους που τα φροντίζουν, γιατί, όπως λέει και ο Κρατίνος, «δις παις ο γέρων», δηλ. «ο γέρος είναι δυο φορές παιδί».
Από την άλλη έχουμε αυτούς που βλέπουν το γήρας με θετικό μάτι. Ο Σόλων έμεινε γνωστός με δύο χαριτωμένες ρήσεις – η μία λέει: «γήρας προσδέχου», και η άλλη λέει: «γηράσκω δ’ αιεί πολλά διδασκόμενος». Αλλά και ο Αισχύλος λέει: «αεί γαρ ηβά τοις γέρουσιν ευ μαθείν», δηλ. «πάντα στους γέρους υπάρχει μια νεανική όρεξη για γνώση της αλήθειας». Εδώ βλέπουμε τους παππούδες μας να στύβουν το λεμόνι της ζωής και να βγάζουν πορτοκαλάδα!
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Όπως με το γήρας, έτσι και με τον θάνατο, έχουμε διαφορετικές αντιλήψεις. Ο Ευριπίδης δεν τα πάει καλά με τον θάνατο, λέγοντας ότι «καταθνών δε πας ανήρ γη και σκιά», δηλ. «σαν πεθάνει ο καθένας γίνεται χώμα και σκιά». Γι’ αυτό τον βλέπουμε να βάζει τον Αχιλλέα να λέει στην Ιφιγένεια: «άθρησον, ο θάνατος δεινόν κακόν», δηλ. «πρόσεχε, ο θάνατος είναι φοβερό κακό». Και καταλήγει ο Ευριπίδης: «μαίνεται ος εύχεται θανείν», δηλ. «είναι τρελός όποιος εύχεται να πεθάνει».
Σέβομαι τον παππούλη μου, τον «από σκηνής φιλόσοφο», αλλά εδώ θα διαφωνήσω. Υπάρχουν περιπτώσεις που ο θάνατος είναι προτιμότερος από τη ζωή. Όπως πολύ σωστά το έθεσε και ο Μένανδρος, λέγοντας: «κρείττων το μη ζειν εστιν ή ζην αθλίως», δηλ. «είναι καλύτερα να μη ζει κανείς, παρά να ζει άθλια». Όταν καταντήσω άθλιο ζωντανό κουφάρι, η μόνη σωτηρία μου είναι ο θάνατος, γιατί, τελικά, ο θάνατος είναι «πημάτων απαλλαγή» (λύτρωση από τις συμφορές).
Εδώ κάποιοι θα με παραπέμψουν στον Θεό τους και θα μου πουν ότι η ζωή είναι «θείο δώρο» και, συνεπώς, είναι μεγάλη ασέβεια να πετάξω αυτό το «δώρο» στα σκουπίδια, γιατί – κατά τη φαντασία τους – ο Θεός χαρίζει τη ζωή, και ο Θεός την παίρνει πίσω! Αν ήταν να περιμένω τον Θεό πότε θ’ αποφασίσει να πάρει το «δώρο» του πίσω, θα προτιμούσα να τρελαθώ. Εγώ πήρα απόφαση και λέω: Δική είναι η ζωή, δικός μου και ο θάνατος. Είμαι ελεύθερος και διαλέγω – Παράδεισο ή Κόλαση. Διαλέγω Κόλαση!
Αλλ’ ας επιστρέψουμε στους παππούδες μας. Ο Ισοκράτης έδωσε μια εντολή, που αιώνες αργότερα την ακολούθησε κατά γράμμα η ηρωίδα Σουλιώτισσα: «ήν δ’ αναγκασθής κινδυνεύειν, αιρού τεθνάναι καλώς μάλλον ή ζην αισχρώς», δηλ. «αν βρεθείς στην ανάγκη να κινδυνέψεις, προτίμησε τον έντιμο θάνατο παρά να ζεις ντροπιασμένη». Και ποιος ήταν ο έντιμος θάνατος για τις Σουλιώτισσες; Όλοι το γνωρίζουμε. Εδώ ο Θεός αναγκάστηκε να πάρει το «δώρο» του πίσω!
Όμως ο θάνατος έχει και τα καλά του. Ο Αισχύλος λέει: «θάνατος των ανηκέστων κακών ιατρός», δηλ. «ο θάνατος είναι ο γιατρός για τα αγιάτρευτα κακά». Και ο Σοφοκλής θα πει περίπου το ίδιο: «ο θάνατος λοίσθος ιατρός κακών», δηλ. «ο θάνατος είναι ο τελευταίος γιατρός στις συμφορές», γιατί, όπως συμπληρώνει, «τοις γαρ θανούσι μόχθος ου προσγίγνεται», δηλ. «στους πεθαμένους οι μόχθοι δεν πλησιάζουν».
Αφού λοιπόν «πάσιν ημίν κατθανείν οφείλεται», δεν έχουμε παρά να καλοδεχτούμε τον θάνατο. Αλλά όχι οποιονδήποτε θάνατο. Να καλοδεχτούμε τον αξιοπρεπή θάνατο. Ίσως κάποτε η εθελοντική ευθανασία γίνει κοινό αγαθό όλων. Οι θρήσκοι είναι ελεύθεροι να διαλέξουν το «κακώς τεθνάναι», εφόσον έτσι θέλει ο Θεός!