Ο Γιώργος Τσαπρούνης υπήρξε για μια δεκαετία το χαμογελαστό παιδί της παροικίας και της Eλληνικής Kοινότητας Μελβούρνης. Πλέον, είναι το χαμογελαστό πρόσωπο της Wind, μεγάλης εταιρίας τηλεπικοινωνιών στην Ελλάδα, καθώς κατέχει τη θέση του διευθυντή επικοινωνίας και είναι βραβευμένος για την προσφορά της εταιρίας ως προς την Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη. Στη Μελβούρνη έζησε τη δεκαετία 1985-1994 και αναφέρεται ακόμα σ’ αυτή με ενθουσιασμό και ενίοτε με νοσταλγία. Η νοσταλγία για την Ελλάδα, όμως, τον έφερε πίσω στην Αθήνα, απ’ όπου κατάγεται, και ζει πλέον μόνιμα καθώς έχει αποκτήσει και δύο παιδιά. Η φυσιογνωμία του παίζει πολύ στα κανάλια καθώς συμμετέχει σε διαφήμιση της Wind και πολλοί συμπάροικοι αναφωνούν «Α, ο Τσαπρούνης!».
– Κύριε Τσαπρούνη, μπορεί να μην είστε γέννημα θρέμμα της παροικίας, αλλά την ζήσατε στις καλύτερές της στιγμές. Πείτε μας για τα χρόνια σας στη Μελβούρνη.
– Ήταν τρομερή εμπειρία, μεγάλο σχολείο και πέρασα πολύ ωραία, καταπληκτικά χρόνια στη Μελβούρνη. Σκέφτομαι πώς αντέχαμε με όλα αυτά που κάναμε και τώρα δεν μπορούμε. Πήγα στο Hawthorn Ιnstitute για γλώσσα ένα χρόνο, πήρα το πρώτο πτυχίο μου στην πληροφορική μιας και ήταν τότε στη μόδα στο Frankston College και μετά μεταπήδησα στις δημόσιες σχέσεις και την επικοινωνία για τη χρυσή Ολυμπιάδα. Ήμουν ο ιδρυτής της Επιτροπής Διεκδίκησης της Ολυμπιάδας του ‘96 στην Αθήνα.
Το δεύτερο πτυχίο ήταν Business and Communication and P.R στο RMIT και, ταυτόχρονα, δούλευα και στην Κοινότητα. Ο θείος μου, ο Γιάννης ο Γραμπάς, ήταν στα σωματεία και την παροικιακή ζωή και μαζί μ’ αυτόν πήγαινα στις συναντήσεις, εκδηλώσεις και κόλλησα το… μικρόβιο. Η καλύτερη περίοδος ήταν τότε που δούλευα στην Κοινότητα και πήγαινα στο πανεπιστήμιο, ήταν μια πόρτα, μ’ άρεσε το κέντρο της πόλης, η ζωή στην κοινότητα, το RMIT, ήμουν σε πολλά σωματεία, την Ομοσπονδία Νεολαίας, την Παμμακεδονική, στην 23η Μαρτίου Καλαμάτας.
– Άξιζε τον κόπο;
Ναι, πιστεύω ότι άξιζε, μαθαίνεις, βλέπεις διάφορες καταστάσεις, αποκτάς εμπειρίες και καλές και κακές, αλλά μέσα από αυτές αποκτάς τη γνώση. Ήταν μια έντονη δεκαετία, τα βράδια συνέχεια έξω, ντίσκο, μπουζούκια, «Retreat» που ήταν κλασσικός τόπος συνάντησης. Εννοείται ότι πρέπει να πίναμε δέκα καφέδες την ημέρα στο Medallions.
Υπήρχαν μέρες που ο ύπνος ήταν 2-3 ώρες, αλλά πιστεύω ότι άξιζε γιατί υπήρχε ρομαντισμός. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μεγάλη συγκέντρωση για το Μακεδονικό που το ξεκινήσαμε μεταξύ μας πέντε άτομα και μέσω του ραδιοφώνου πήρε τεράστιες διαστάσεις. Δεν υπήρχε συστημένη οργανωτική δομή και ήταν πολύ αυθόρμητο. Είχαμε μεγάλη αγωνία για το αν θα είχε τελικά συμμετοχή. Καθώς περιμέναμε στους κήπους δίπλα στη βουλή που ήταν ο τόπος συγκέντρωσης και δε φαινόταν κόσμος, υπήρχε ένα άγχος και ήμασταν πολύ στεναχωρημένοι. Και ξαφνικά από το πουθενά, αλλά από όλες τις γωνίες εμφανιζόντουσαν ομάδες-ομάδες Ελλήνων. Μαζεύτηκαν 80.000 άτομα, η μεγαλύτερη συγκέντρωση που έγινε στη Μελβούρνη μετά το Βιετνάμ. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ, εγώ κλασσικά φόραγα για λόγους πατριωτισμού μια μπλούζα της ΑΕΚ! Να βλέπεις μικρά παιδιά, μεγάλους όλοι στην πορεία χωρίς να είναι στημένο και πραγματικά πήγε πάρα πολύ καλά.
– Ωστόσο, η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν έδειξε τον ίδιο ‘αυθορμητισμό’. Πού νομίζετε ότι οφείλεται αυτό;
Ποτέ οι πολιτικοί δεν κατάφεραν να δουν κατάματα το πρόβλημα που υπήρχε στο εξωτερικό. Το πρόβλημα υπήρχε και δεν ήθελαν να το δουν, προφανώς για τους δικούς τους λόγους. Δεν θέλω να πιστέψω κάτι άλλο. Δεν επρόκειτο για παραλογισμό ή υπερβολές, αλλά για ένα πρόβλημα υπαρκτό για τους Έλληνες του εξωτερικού, κυρίως Αμερικής, Καναδά και Αυστραλίας.
– Κατά πόσο είμαστε αθεράπευτα ρομαντικοί και αιθεροβάμονες οι Έλληνες του εξωτερικού;
– Επειδή έχω επισκεφθεί και γνωρίσει Έλληνες στην Αμερική και τον Καναδά, θεωρώ ότι αυτή η απόσταση έχει κρατήσει τους ομογενείς μακριά από τις εξελίξεις στην Ελλάδα και επειδή αυτό είναι αμφίδρομο δημιουργεί πρόβλημα επικοινωνίας. Οι Έλληνες της Αυστραλίας ήταν πιο κοντά, τουλάχιστον συναισθηματικά, στην Ελλάδα απ’ ό,τι, ενδεχομένως, άλλοι ομογενείς από οπουδήποτε αλλού. Από την άλλη, τα κακά της φυλής μας, να έχουμε εκατοντάδες προέδρους και σωματεία που δεν προσφέρουν τίποτα.
Οι συμπάροικοι θα έπρεπε να κάνουν πράγματα πιο συγκεντρωμένα και να υπάρξει ένωση δυνάμεων. Αυτή η διασπορά δυνάμεων, η οποία ήταν για εγωιστικούς λόγους, δεν έκανε καλό, κυρίως στη δεύτερη γενιά. Και οι Έλληνες της Αυστραλίας πρέπει να αλλάξουν νοοτροπία, ιδίως η πρώτη γενιά, που δεν θέλει να εγκαταλείψει τα πόστα. Ο μόνος οργανισμός ο οποίος κατάφερε μέσα από πολλά προβλήματα να ξεφύγει από τη λογική αυτή, ήταν η Κοινότητα Μελβούρνης. ‘Χτύπησε’ σε δύο τομείς που είναι βασικοί, όπως το πολιτιστικό, με το Φεστιβάλ «Αντίποδες» και το εκπαιδευτικό με το σχολείο του Alphington Grammar. Ίσως η Κοινότητα να μπορούσε να διαδραματίσει μεγαλύτερο ρόλο στον τομέα της συνένωσης δυνάμεων, αν υπήρχε μεγαλύτερη θέληση από όλες τις πλευρές, αλλά και μεγαλύτερη αποδοχή από τη γενικότερη παροικία.
– Ήρθαν στιγμές μετά την επιστροφή σου στην Ελλάδα που το μετάνιωσες;
-Όχι, ίσα-ίσα, είμαι πολύ ευχαριστημένος! Αναγνωρίζω όλα όσα μου προσέφερε η Αυστραλία και η ζωή μου εκεί με το παραπάνω, αλλά και στην Ελλάδα είμαι μια χαρά. Με το που επέστρεψα, υπηρέτησα τη θητεία μου στο ναυτικό (για δύο χρόνια) και αμέσως μετά ξεκίνησα δουλειά. Στην εταιρία ήρθα το 2001, όχι, βέβαια, σ’ αυτή τη θέση, εξελίχθηκα σταδιακά. Είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος και οι εμπειρίες που αποκόμισα από τη διαμονή μου στην Αυστραλία είναι πάρα πολύ χρήσιμες. Γενικά, θεωρώ ότι όσο περισσότερες εμπειρίες έχεις τόσες περισσότερες ευκαιρίες για καριέρα έχεις στον ιδιωτικό τομέα. Αν θες τις προκλήσεις και να πας ένα βήμα παραπάνω ο ιδιωτικός τομέας έχει να προσφέρει πολλά.
– Ενώ ο δημόσιος; Πώς σχολιάζετε την οικονομική κρίση στην Ελλάδα και το ρόλο της δημόσιας διοίκησης; Τι θεωρείτε ότι πρέπει να γίνει;
– Μια επιχείρηση οφείλει να δώσει αξία στον πελάτη της, αν δεν το κάνει έχει πεθάνει! Και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα του δημοσίου, ότι δεν έδινε καμία απολύτως αξία στους πελάτες του. Ποιος είναι ο πελάτης του δημοσίου; Ο πολίτης. Το δημόσιο έδινε μηδενική αξία στον πολίτη. Οι δημόσιοι οργανισμοί πρέπει να είναι σα μικρές εταιρίες. Δεν φέρνεις αποτέλεσμα, φεύγεις! Περνάμε ένα πολύ δύσκολο μεταβατικό στάδιο και μόνο αν αλλάξουμε νοοτροπία οι πολίτες τα πράγματα θα πάνε καλύτερα. Όταν χειροκροτάς τον κάθε βλάκα για να μπεις στο δημόσιο… Είναι πολύ απλά τα πράγματα, εμείς δεν θέλουμε να τα καταλάβουμε. Ίσως τώρα με την κρίση…
Στην Ελλάδα το πρόβλημα δεν είναι δημοσιονομικό, αλλά ανθρώπινης νοοτροπίας, και εγώ το βλέπω ως θετικό σημάδι, μήπως μας ταρακουνήσει και αλλάξουν οι νοοτροπίες, γιατί αυτές μας έφεραν εδώ. Έχουμε μια χώρα χωρίς βιομηχανία ή ιδιαίτερη αγροτική παραγωγή, αλλά προσφερόμαστε για τουρισμό. Όλοι οι οικονομολόγοι λένε ότι μια χώρα πρέπει να χτίζεται πάνω στα ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα. Η Ελλάδα, το μόνο της ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, μακράν όλων των άλλων, είναι ο τουρισμός και πιστεύω ότι είμαστε η καλύτερη χώρα στον κόσμο καθώς η φυσική ομορφιά είναι ξεχωριστή. Σ’ αυτό, λοιπόν, πρέπει να χτίσουμε.
Πέρα από τις μισθολογικές περικοπές, η οικονομική κρίση μας έχει χτυπήσει περισσότερο ψυχολογικά. Η Ελλάδα δεν έχει κοινωνική αλληλεγγύη, αλλά οικογενειακή, κάτι που συμβαίνει σε πολύ λίγες χώρες, και αυτό στηρίζει την κοινωνία. Πρέπει να δούμε όμως και το θέμα της παραγωγικότητας. Για μένα, το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι δεν έρχονται ξένες εταιρίες στην Ελλάδα, αλλά υπάρχουν και πολλές ελληνικές και πολυεθνικές που σκέφτονται να φύγουν.
– Η κρίση σας έχει αγγίξει ως εταιρία; Εσείς προσωπικά πώς το βιώνετε;
Φυσικά, η εταιρία έκανε μια αναδιάρθρωση του κέντρου κόστους. Μειώσαμε δαπάνες, είδαμε τα οικονομικά μεγέθη, διαπραγματευτήκαμε με μεγάλους προμηθευτές και… τα στελέχη έχασαν τα bonus τους.
Προσωπικά θεωρώ ότι πρέπει κανείς να ζει με μέτρο, δηλαδή δεν πρέπει να ξεπερνάς στην επαγγελματική, προσωπική, οικογενειακή ζωή τα όρια του μέτρου. Εγώ έχω μάθει να λειτουργώ στη μέση. Σίγουρα, με ανησυχεί, σίγουρα δουλεύω περισσότερο και με περισσότερο άγχος, αλλά that’s life!